Ήταν Μάιος του 1936. Οι απεργίες ξεσηκώνουν όλη τη χώρα. Η καπνεργατική απεργία στη Θεσσαλονίκη, όμως, κατέληξε σε αιματοχυσία. Ανάμεσα στους 12 που χάθηκαν ήταν και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Την επομένη, στις 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει μια συνταρακτική φωτογραφία: τη μάνα του αδικοχαμένου νέου να θρηνεί τον γιο της. Αυτήν τη φωτογραφία είδε ο Γιάννης Ρίτσος και όπως δήλωσε το 1983 σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι: «Με συνεπήρε τόσο πολύ, που την ίδια μέρα άρχισα να γράφω τον Επιτάφιο. Με όλο τον προηγούμενο εξοπλισμό, ήμουν προετοιμασμένος απ’ τα παιδικά μου χρόνια, έτοιμος ο δεκαπεντασύλλαβος, το κρητικό θέατρο, η “Ερωφίλη”, ο “Ερωτόκριτος”, ο Σολωμός, οι “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι” πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο. (…) Μέσα σε δυο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον “Επιτάφιο”, τα πρώτα 14 ποιήματα».
Τα δύο ποιήματα δημοσιεύθηκαν αμέσως, ενώ το βιβλίο εκδόθηκε σε 10.000 αντίτυπα το ’36, σε μια Ελλάδα που κανένας ποιητής δεν έβγαζε μια συλλογή πάνω από 500-1.000 αντίτυπα. Ούτε «ο πατριάρχης των ελληνικών γραμμάτων, ο Παλαμάς». Λίγους μήνες αργότερα, το λαϊκό βιβλιοπωλείο (του κόμματος) που είχε εκδώσει τον «Επιτάφιο» είχε πουλήσει 9.750 αντίτυπα. Τα 250 που απέμειναν, μαζί με βιβλία του Μαρξ, του Λένιν, του Γκόρκι κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός από τους ανθρώπους του Μεταξά. Η δικτατορία είχε απαγορεύσει τον «Επιτάφιο», όμως ο σπόρος είχε μπει…
Όταν επανεκδόθηκε το 1958, ο Ρίτσος έστειλε ένα αντίτυπο στον Μίκη Θεοδωράκη που σπούδαζε τότε με υποτροφία στο Παρίσι. Λίγες ημέρες αργότερα, περιμένοντας στο αυτοκίνητο τη Μυρτώ που ψώνιζε στο ελληνικό μπακάλικο, όπως περιγράφει στη σειρά «Μελοποιημένη ποίηση» (εκδ. Υψιλον), άρχισε να διαβάζει τη συλλογή του Ρίτσου. «Με έπιασε ξαφνικά μια βαθιά επιθυμία για μελοποίηση». Το ίδιο απόγευμα μελοποίησε τα περισσότερα ποιήματα.
«Όταν γύρισα από τη Μακρόνησο, ήμουν ένα ερείπιο. Το σώμα δεν ήταν τόσο σπουδαίο, όσο ήταν το γεγονός ότι αυτές οι φοβερές εμπειρίες μού άφησαν μια φοβερή αρρώστια, δηλαδή είχα κρίσεις κανονικής επιληψίας, απώλεια συνείδησης. Ενα στάδιο ήταν ότι έχανα τις αισθήσεις μου, αλλά, όταν τις ξαναέβρισκα, είχα απώλεια προσωπικότητας, δεν ήξερα ποιος είμαι, οπότε έπρεπε να με προσέχουνε». Σχεδόν 10 χρόνια βίωνε αυτή την κατάσταση. Περιέργως, «όταν έγραψα τον “Επιτάφιο”, έγινα καλά. Ηταν πολύ σημαντικό αυτό. Μου έδειξε δηλαδή ότι όλα αυτά πηγαίνανε μαζί. Επρεπε να βρουν έναν τρόπο να εκτονωθούν και για μένα…».
Γράφοντας τις πρώτες μελωδίες, εξαφανίστηκαν και οι κρίσεις. Ο «Επιτάφιος» άρχισε να μεταμορφώνει «όλο αυτό το υλικό, το ψυχολογικό, που είχα μέσα μου και να το κάνει θετικό». Είχε ανάγκη να γράφει μελωδίες, ενώ έως τότε προσπαθούσε να διοχετεύσει την ανάγκη αυτή προς την ευρωπαϊκή μουσική που όμως «δεν εξέφραζε τα μύχια του εαυτού μου –τα μύχια του εαυτού μου ήταν ο πόνος μου, οι πληγές μου–, όλα αυτά τα πράγματα κατάφερα, αντί να πάνε σε μια τρέλα και σε μια αυτοκαταστροφή, ένα τέλος, να βγει ο “Επιτάφιος”». Ήταν μια «θεραπεία».
Τελειώνοντας έστειλε τρία αντίτυπα, στον Γιάννη Ρίτσο, τον φίλο του Βύρωνα Σάμιο και τον Μάνο Χατζιδάκι που προθυμοποιήθηκε να τα ενορχηστρώσει και να τα ηχογραφήσει στην Αθήνα, με τη Νάνα Μούσχουρη σε μία από τις καλύτερες στιγμές της. Eπιστρέφοντας από το Παρίσι, ο Μ. Θεοδωράκης ήθελε κάτι αδρότερο για να συνεγείρει τον λαϊκό κόσμο. Έτσι, ξεκίνησε να ηχογραφεί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που γνώριζε από τον στρατό και τον Μανώλη Χιώτη στην Columbia, παράλληλα με τον Χατζιδάκι που ετοίμαζε τη δική του εκδοχή στη Fidelity του Πατσιφά.
Με την κυκλοφορία του δίσκου «Επιτάφιος», που περιέχει οκτώ τραγούδια από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου έρχεται για πρώτη φορά ενώπιον του μεγάλου κοινού, ο νέος συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης. Είναι ένα κομβικό σημείο για τη νεοελληνική μουσική, σε μια εποχή που το ακμαίο ακόμη «παλιό» τραγούδι δεν δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει ότι η ελληνική κοινωνία είναι ώριμη για την έκρηξη που θα συντελεστεί.
Ο «Επιτάφιος» ηχεί αποκαλυπτικά καινούργιος. Είναι η πρεμιέρα του νέου ελληνικού τραγουδιού, που δισκογραφικά καταγράφεται από δύο, αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, εκδοχές. Η πρώτη εκτέλεση, αυτή της Φιντέλιτυ, είναι με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη και την ενορχήστρωση του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος κατά τον Μίκη Θεοδωράκη παραδίδει έναν Επιτάφιο «λυρικό, επιθαλάμιο, επιτάφιο αδερφής σε αδερφό και αγαπημένης σε αγαπημένο». Λίγο αργότερα κυκλοφορεί από την Κολούμπια ο Επιτάφιος με την ενορχήστρωση του συνθέτη, το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη και τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Καίτης Θύμη, που «είναι για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλληκάρι λαχάνιασε και αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά», όπως χαρακτηριστικά σημείωνε, τον Οκτώβριο του 1960 στην εφημερίδα «Αυγή», ο Μίκης Θεοδωράκης.
Οι δύο διαφορετικές εκδοχές του «Επιτάφιου», και κυρίως η λαϊκή, που ουσιαστικά «κατέβασε» την υψηλή ποίηση στον κόσμο των μπουζουκιών, γέννησαν συζητήσεις επί συζητήσεων και χύθηκε μπόλικο μελάνι στον τύπο της εποχής, τόσο με αφορμή την προοπτική και την αισθητική του εγχειρήματος όσο και από μουσικολογικής πλευράς. Το αποτέλεσμα, τελικά, ήταν ο Θεοδωράκης όχι απλά να παραμείνει αμετακίνητος, αλλά να ολοκληρώσει με περίσσιο ενθουσιασμό αυτό που είχε οραματιστεί: τη δημιουργία, δηλαδή, λαϊκών τραγουδιών υψηλών απαιτήσεων, βασισμένων στην ποίηση του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου.
Λόγια του Μάνου Χατζιδάκι από τη δημόσια εκτέλεση των τραγουδιών του «Επιτάφιου» που έγινε στην αίθουσα «Ελευθερίου Βενιζέλου» με πρωτοβουλία του συλλόγου Κρητών Σπουδαστών.
«Η σειρά των λαϊκών τραγουδιών που εκδόθηκε τώρα του Θεοδωράκη είναι υπόδειγμα λαϊκού τραγουδιού με την πλατύτερη έννοια. Το θαυμάσιο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου Επιτάφιος, γνωστό σε όλους, έγινε μια σειρά τραγούδια που δείχνουν ότι ο συνθέτης ξέρει να δώσει περισσότερα απ’ όσα ένα τραγούδι. Εγώ αυτό το περισσότερο είδα και θέλησα να δώσω με την εκτέλεση από τη Νάνα Μούσχουρη. Για πρώτη φορά έχουμε συνθέτη που βασίζεται απόλυτα στη λαϊκή μουσική. Με πολύ απλές μελωδίες καταφέρνει να ολοκληρώσει το τεράστιο θέμα του Επιτάφιου. Κάτω από τη μελωδία υπάρχει το υπέροχο ποίημα του Ρίτσου, που τη σημασία του δεν μπορεί να τη συλλάβει κανένας έξω απ’ τον τόπο αυτό».
Η «ολοκληρωτική στροφή» του Μίκη Θεοδωράκη στην έντεχνη λαϊκή μουσική με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, θέτει τις βάσεις ενός νέου μουσικού κινήματος το οποίο θα κυριαρχήσει στη δεκαετία του ΄60 και θα φέρει στο προσκήνιο μια σειρά από συνθέτες οι οποίοι ουσιαστικά εμπνεύστηκαν από το όραμα του Θεοδωράκη για τη δημιουργία ενός τραγουδιού «ολότελα ελληνικού» με λόγια προέλευση, φτιαγμένο από τεχνίτες με παιδεία, λαϊκά, όμως, χαρακτηριστικά και κυρίως λαϊκή απήχηση.
Το νέο αυτό μουσικό ρεύμα-κίνημα της λεγόμενης έντεχνης λαϊκής μουσικής αποκρυσταλλώνει τη γενικότερη τάση για τα καινούρια εκφραστικά μέσα ενός τραγουδιού Εθνικού με βάση τις μουσικές ρίζες: το βυζαντινό μέλος, το δημοτικό μοτίβο και το λαϊκό τραγούδι. Κυρίως, όμως, το τελευταίο, αφού, αυτό το νέο είδος, πήρε τους ρυθμούς και χορούς του (ζεϊμπέκικο, χασάπικο) τα όργανα του (μπουζούκι, λαϊκή κιθάρα) ενώ στηρίχτηκε στο πρότυπο του λαϊκού τραγουδιστή και τα εκφραστικά του μέσα. Δεν είναι άσχετο ως προς τούτο το γεγονός ότι όποτε κλήθηκε λαϊκός τραγουδιστής να αποδώσει το λεγόμενο έντεχνο λαϊκό τραγούδι ήταν πάντα μέσα στο πνεύμα αυτού του τραγουδιού. Ήταν δομημένο σοφά, έτσι ώστε να είναι πειστικό, ακόμη κι όταν ο λαϊκός τραγουδιστής δεν καταλάβαινε και πολλά από τα νοήματα της ποίησης του Ρίτσου ή αργότερα του Ελύτη, του Σεφέρη, του Βάρναλη, του Καρυωτάκη, του Θέμελη.
Κάπως έτσι η πρώτη περίοδος του Μίκη Θεοδωράκη και το δισκογραφικό βάπτισμά του συνδέθηκε με τον Μανώλη Χιώτη. Για τη συνεργασία του με τον Θεοδωράκη ο Μανώλης Χιώτης σε συνέντευξή του, τον Ιανουάριο του 1961 αναφέρει: «Ήρθε και με βρήκε μαζί με εκπροσώπους της Columbia και μου ζήτησε να παίξω στον Επιτάφιο του. Στην αρχή αρνήθηκα, όμως, όταν άκουσα τη μουσική του, όχι μόνο δέχτηκα αλλά και μετάνιωσα γιατί αρνήθηκα. Ο Θεοδωράκης είναι μεγαλοφυΐα. Συνειδητοποίησε στην πιο κατάλληλη στιγμή, την έκφραση του λαϊκού μας τραγουδιού και την απέδωσε».
Αντίθετα με τον Χιώτη, ακριβώς την ίδια εποχή, ο Β. Τσιτσάνης στεκόταν, μάλλον, επιφυλακτικά απέναντι σε αυτό το ρεύμα τονίζοντας σε συνέντευξή του τον Μάιο του 1961: «Το λαϊκό τραγούδι θα εξελιχθεί στο καλύτερο με λαϊκούς στιχουργούς και λαϊκούς συνθέτες. Το υπογραμμίζω αυτό. Με ανθρώπους βγαλμένους από τον ίδιο το λαό, που το μπουζούκι δεν θα’ ναι στα χέρια τους ένα μουσικό όργανο, αλλά ζωντανή ψυχή κι οι στίχοι και η μουσική θα είναι πηγαίοι και γνήσιοι».
Ο Φοίβος Ανωγειανάκης για το κίνημα της Έντεχνης λαϊκής μουσικής στην επιθεώρηση τέχνης το 1964.
«Έντεχνη λαϊκή μουσική. Δεν πρόκειται για μια καθιερωμένη ορολογία στη μουσική βιβλιογραφία. Ούτε είναι εύκολο να καθορίσουμε το περιεχόμενό της και να περιορίσουμε αυστηρά τα όρια και το χώρο μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί. Οι δυσκολίες όμως δε σταματούν εδώ. Αυτή κάθε αυτή η έκφραση: έντεχνη λαϊκή μουσική, παρουσιάζει μια αντινομία στους δυο επιθετικούς χαρακτηρισμούς της. Έντεχνη και λαϊκή είναι δυο έννοιες αντίθετες, η μία αποκλείει την άλλη. Η έντεχνη μουσική προϋποθέτει πάντα τη συγκεκριμένη μουσική μόρφωση. Αυτήν που δίνει η παιδεία, ως ειδικές γνώσεις στις διάφορες σχολές (ωδεία, μουσικές ακαδημίες κ.λ.π.).
Το αντίθετο συμβαίνει με τη λαϊκή μουσική. Ο δημιουργός της δεν έχει σπουδάσει μουσική. Με τη βοήθεια της φωνής του, δηλαδή του τραγουδιού, ή ενός λαϊκού οργάνου, δημιουργεί τις μελωδίες και τα τραγούδια του, στηριζόμενος στη γύρω του λαϊκή μουσική παράδοση. Αυτή του προσφέρει πάντα τη βάση, το σκελετό. Ένα καμβά πάνω στον οποίο θα κεντήσει το δικό του σχέδιο, «καθορισμένο» και τούτο ως ένα σημείο σε πολλές πλευρές του: τη γενική του καμπύλη, τις φόρμες που θα ακολουθήσει, τις κλίμακες, τα στολίδια κλπ. Οι διαφορές -μικρές πάντα- είναι η προσωπική συμβολή του.
Στην περίπτωση όμως που μας απασχολεί, και οι δυο αυτοί χαρακτηρισμοί: έντεχνη και λαϊκή, αποκτούν ένα άλλο ειδικό βάρος. Ο όρος εδώ λαϊκή μουσική σημαίνει τη μουσική που γράφεται από ένα συνθέτη, με στόχο, όχι το μορφωμένο περιορισμένο κοινό των συναυλιών, αλλά τα πλατύτερα λαϊκά στρώματα. Η μουσική αυτή οφείλει να είναι: α) εύληπτη, διαφορετικά δε θα βρει την ανταπόκριση που φιλοδοξεί να έχει και β) υψηλής ποιότητας, το τελευταίο τούτο δεν υπαγορεύεται από αντικειμενικούς λόγους, αλλά από το δεοντολογικό παιδευτικό σκοπό που ενυπάρχει σε κάθε τέτοια προσπάθεια.
Η βάση πάνω στην οποία θα στηριχτεί ο συνθέτης για να επιτύχει η μουσική του την πλατύτερη δυνατή ανταπόκριση, είναι η μουσική παράδοση του τόπου στον οποίο ζει. Και η επιτυχία του στόχου: εύληπτη (μουσική), θα εξαρτηθεί από τον τρόπο της μετουσίωσης του πρώτου αυτού υλικού σε έντεχνη δημιουργία. Στο σημείο αυτό είναι εύκολο να δούμε τη διαφορά ανάμεσα στο λαϊκό συνθέτη και το συνθέτη έντεχνης προσωπικής δημιουργίας.
Ο λαϊκός συνθέτης δημιουργεί, όπως είπαμε, χρησιμοποιώντας τα παραδοσιακά, «έτοιμα» εκφραστικά μέσα της γύρω του λαϊκής τέχνης, που προχωρεί πάντα αργά και χωρίς απότομες αλλαγές και τομές. Αντίθετα η συμβολή ενός συνθέτη έντεχνης μουσικής μπορεί να είναι μια τομή, μια απότομη αλλαγή στη μουσική δημιουργία μιας χώρας και τα εκφραστικά του μέσα να διαφέρουν -πολλές φορές ριζικά- τόσο από την προηγούμενη εργασία αυτού του ίδιου του συνθέτη, όσο και από την εργασία των άλλων συναδέλφων του. Το είδος τούτο της έντεχνης λαϊκής μουσικής: από τεχνίτες με παιδεία, σε κείμενα γνωστών ποιητών, δεν είναι νέο. Στη δεύτερη με τρίτη δεκαετία του αιώνα μας (20ου) ο Μπρεχτ μαζί, κυρίως, με τον Κουρτ Βάιλ μας έδωσαν στη Γερμανία, την περισσότερο αποκρυσταλλωμένη έως σήμερα μορφή του. Δηκτική μελωδία, ανήσυχη αρμονία, ατίθασο κτίσιμο της φόρμας, πικρό χιούμορ και σαρκασμός χαρακτηρίζουν τα έργα των νέων συνθετών στη Γερμανία έπειτα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όχι πια η μεγάλη πολύβουη ορχήστρα του Βάγκνερ, ο στόμφος και οι ρομαντικές διαχύσεις των επιγόνων. Αλλά μια διαρκής τάση για νέα εκφραστικά μέσα, καινούριους ορχηστρικούς συνδυασμούς.
Εδώ στην Ελλάδα το εγχείρημα είναι πολύ δυσκολότερο. Και το προηγούμενο των Μπρεχτ Κουρτ Βάιλ πολύ λίγα πράγματα έχει να προσφέρει ως «πείρα», γιατί το ελλαδικό κλίμα, οι προϋποθέσεις δηλ. πάνω στις οποίες στηρίζεται η προσπάθεια του Μίκη Θεοδωράκη είναι εντελώς διάφορες. Όχι μόνο δεν υπάρχει ουσιαστικά καμιά μουσική παιδεία στα πλατύτερα λαϊκά στρώματα, αλλά έχει γίνει το παν για να διαστρεβλωθεί ή να ξεχαστεί και αυτή η μουσική μας παράδοση: βυζαντινό μέλος και δημοτικό και λαϊκό τραγούδι».
Μα όπως σωστά παρατηρούσε τότε ο Τάσος Λειβαδίτης: «ποιο όργανο γλύτωσε από το να εξυπηρετήσει τους πελάτες των καταγωγίων; Μήπως το πιάνο; Το μόνο που δεν έφτασε ως τα καμπαρέ είναι το εκκλησιαστικό αρμόνιο, όχι γιατί το σεβάστηκαν, αλλά γιατί η εγκατάστασή του απαιτεί ένα καθεδρικό ναό τουλάχιστον»!