Όπου σήμερα παίρνουμε τη σκυτάλη από την έξοχη προσέγγιση του Κωνσταντίνου για τις προστριβές και τις γκιλοτίνες που ως φαντάσματα πλανώνται στην ατμόσφαιρα και με οδηγό τη μουσική μπαίνουμε σε μονοπάτια μακριά από τα φώτα και τα τραγουδάκια των εμπορικών αγορών. Εμβόλιμα, οι ποιητές και κάποιες σκέψεις μας, παρεμβάλονται στο γιορτινό σκηνικό και αναδεικνύουν τους ανθούς σε πονηρούς καιρούς.
Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…
Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την «Ακρόπολιν» και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!
Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.
Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:
– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).
Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται.
Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού.
Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν’ ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοϊζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους ή ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους.
Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνιά των· και ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, «άνθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν», η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον κύμα….
Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο κυρ Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το αριστερόν του υπόδημα δια ν’ ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.
Αλλ’ η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Άι Γιάννην τον Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών. Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την πολίχνην, ζωντανοί και συγχωρεμένοι, να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν, την οποία ετέλει ο παπά-Μπεφάνης βοηθούμενος από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον Παρθένην.
Κατά περίεργον αντινομίαν των στοιχείων, ήτο καλοκαίρι κι η Λειτουργία είχε τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωϊνή, ότε η αμφιλύκη ήρχισε να ροδίζει εις τον αντικρυνόν ζυγόν του βουνού.
Όλοι γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο κατά γης πέριξ εστρωμένης καθαράς οθόνης. Τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα καλούδια, προϊόντα της μικρής και ωραίας νήσου, περιέμενον τους συνδαιτυμόνας.
– Καλώς ώρισες κυρ Αλέξαντρε, κάτσε κ’ η αφεντιά σου, του είπεν η θεια η Αμέρσα.
Αλλά τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και τας ηρωίδας των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεια-Αχτίτσα, φορούσα καινουργή μανδήλαν και νέα πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ’ ευγνωμοσύνης το συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον εις την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο προσποιηθείς τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των Χριστουγέννων και ληστεύσας τον Αγγελήν, τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδιά τα οποία κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν, αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. Εσηκώθη και παρέδωσεν εις τον κυρ Αλέξανδρον τας κλεμμένας πεντάρας -δεν είχε πως να μεθύσει και εορτάσει τα Χριστούγεννα εκείνην την χρονιάν (συχωρεμένος ας είναι!).
Ιδού κι ο Μπάρμπ’ Αλέξης, ο Καλοκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ήτον κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά τας ώρας της εργασίας.
– Να φροντίσεις, του είπεν ο Πανταρώτας, να πάρω την σύνταξή μου!
Και λησμονών την ιερότητα της στιγμής εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν βλασφημίαν:
– Όρσε, κουβέρνο!
Εκεί ήτον κι ο Μπάρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι εγλύτωσεν από το ναυάγιον και ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθει – ω πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Αλλ’ ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και ο βοσκός ο Σταθ’ς του Μπόζα, του οποίου δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν υπεράνω της αβύσσου, όπου έχαινεν ο πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, αν δεν τον κατεβίβαζαν δια σχοινίου εις τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του.
– Την Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. Τη Στέρφα (την άλλην αίγα) θα την σφάξω για σένα, να την φάμε.
Και η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά, με τας τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και την Αφέντρα, η Ασημίνα, που την μίαν ημέραν εώρτασε τους γάμους της Αφέντρας με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την άλλην ημέραν επένθησεν τον θάνατον του υιού της του Θανάση.
Τέλος, ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος εαυτός του, ο Αλέξανδρος Παπαδημούλης, ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ο κυρ Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, ότι έπλασεν όλους αυτούς τους ανθρώπους του λαού τόσον δυστυχείς και ταπεινούς ή τόσον αμαρτωλούς (ουδείς αναμάρτητος!) και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!…
Αλλά την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η οκταόκαδος τσότρα, η περιφερομένη από χειρός εις χείρα. Δεν επρόλαβε να την εναγκαλισθή και ήχησαν τα λαλούμενα (βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα) και … εξύπνησεν.
Ποτέ ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος δεν εξύπνησε τόσον χορτάτος, όσον εκείνην την αγίαν ημέραν, ο νήστις του Σαρανταημέρου και ο νήστις όλης της ζωής του! – ζωήν να έχει!
«Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη»
Ένα διήγημα του ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ με ήρωα τον κυρ Αλέξανδρο
Πλανόδιοι πωλητές, δέντρα προς στόλισμα παραπεταμένα στο πεζοδρόμια των πολλών. Εξωφρενική κίνηση στους δρόμους. Χαμηλό βαρομετρικό κι ένα αεράκι ψυχρό που λαξεύει όσους κορμούς φέρουν επίπονα, παρά την εποχή, τους καρπούς τους. Παιδιά προσκολλημένα στις οθόνες και την άβυσσο των διαφημίσεων. Προσεχώς, θα ξεχυθούν στα δαιδαλώδη κτήρια εμπορικών καταστημάτων. Η φροντίδα κι ο κόπος εργαζομένων σε ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια μπαίνει στο κανάλι της όσφρησης και μεταφέρεται στη μουτζουρωμένη απ’την πρόοδο πόλη. Λαμπιόνια σε κάθε τετραγωνικό. Κορμιά ταξιδεύουν στον ήλιο. Αφόρητη πίεση για την ευπρέπεια των ημερών, για το υποτυπώδες κλίμα κατάνυξης. Σε άλλη γωνιά της συνοικίας, πίσω απ’τα παλιά χαυτεία κάποια μιάσματα αναζητούν τον επιούσιο τυλιγμένοι με κουβέρτες. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν…
Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη – Αλ. Παπαδιαμάντης
Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τά βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίει ένα ρώμι να ζεσταθεί ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρα-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πώς να μουντζώνει, να βρίζει, να βλασφημεί και να κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, διά να έρχονται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον διά να κόπτει καφέν. Αλλ᾽ έβλεπες πρωί και βράδυ να εξέρχονται, ατημέλητοι και μισοκτενισμέναι, γυναίκες φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν τής εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
Ήρχετο πολλάκις τής ημέρας η γρια-Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις, κ᾽ έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρα-Κώσταινα η Κλησιάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, διά να κολλά τα κηρία, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ᾽ ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.
Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά μέ δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον· κι εξονομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα τής καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης τής χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα τής επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον. Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, έξ. Η Λενιώ η κουμπάρα της τής πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχει εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους διά να εξασφαλίσει τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της απ᾽ τον πρώτον άνδρα της, τής είχεν αφήσει ένα αμανάτι διά να την δανείσει δέκα δραχμάς, και τώρα κατά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων απεδείχθη ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσον ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες
― τας οποίας, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλ᾽ ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω τον γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν, και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώσει και να μην τα δώσει, κι εφαίνοντο ως να εκολλούσαν στα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.
Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, τής εχρωστούσε τρία μηνιάτικα κι εννέα ημέρας. και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήσει εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον καύκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς ότι αυτό περιείχε τίμιον ξύλον… Σαν εγκρεμοτσακίσθη κι έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί τιμίου ξύλου, τι βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ᾽ ακούτε σεις αυτά;
Εισήλθε ριγών ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρώμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπεν·
―Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τούς ώμους με τρόπον διφορούμενον.
― Βάλε σύ το ρούμι, είπεν.
Πώς να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή κι η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερον απ᾽ όλα η ραστώνη, το δόλτσε φάρ νιέντε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξει τον κανονισμόν τής εβδομάδος, θα όριζε την Κυριακήν διά σχόλην, την Δευτέραν διά χουζούρι, την Τρίτην διά σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι᾽ εργασίαν, και το Σάββατον διά ξεκούρασμα. Ποίος λέγει ότι αι εορταί είναι παραπολλαί διά τούς ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον διά τούς άλλους να θεσμοθετούν.
Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ᾽ αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, διά να πίει το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε να κάμνει αυτά τα συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ονόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίει ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά κι εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα ιδών τον Παύλον:
― Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.
Ως από Θεού σταλμένος διά να λύσει το ζήτημα τής πεντάρας μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.
― Πού σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν· ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ᾽ Άι-Νικολάου δουλέψαμε, τ᾽ Άι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχουνται Χριστούγεννα, και θαρρώ πως θα δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.
Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
― Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου, μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουν διορισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσα στις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τίς γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε βδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
― Είναι κι η τεμπελιά στο μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν καθ᾽ ήν ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον τής θύρας και δεν ηδύνατο ν᾽ ακούσει.
― Ας είναι, τι να σου κάμει η προκομμάδα κ᾽ η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια κι ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας, ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στην μοδίστρα. και μ᾽ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια τής κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για το μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
―Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τούς ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζεις τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πιά, άργασε…
― Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλε, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε διά να επαναλάβει την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.
Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά διά να αγοράσει ένα γαλόπουλο, να κάμει κι αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι. Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλέψει, να βγάλει ολίγα λεπτά, διά να περάσει πτωχικά τας εορτάς. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά. Κόπιασε να αργάζεις τομάρια! Το δικό μας το τομάρι θέλει άργασμα.»
Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον διά τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευε να ζήσει υπό τον όρον να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν διά το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμεταλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνει μίαν ψάθαν, επί τής οποίας ηνάγκαζε τούς αέργους να εξαπλώνονται. Είτα έβαλλε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καεί, παρά να σηκωθεί από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης κι εδικαιούτο να φάγει δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο κι έφευγε το πύρ, δεν ήτον σωστός τεμπέλης κι έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύσει παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!
Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας, και την άλλην ήτο Παραμονή. Το γαλόπουλον δεν έπαυσε να το ονειροπολεί και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευθεί;
Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθεί εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.
Εκεί, καθώς εστράφη να εμβεί εις το καπηλείον, βλέπει έν παιδίον της αγοράς με μίαν κοφίναν επ᾽ ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείει ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα. Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά κι εφαίνετο να αναζητεί οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθει εις το καπηλείον διά να ερωτήσει. Έπειτα είδε τον Παύλον κι εστράφη προς αυτόν:
― Ξέρεις, πατριώτη, τουλόγου σου, πού είναι δω χάμω το σπίτι του κυρ Θανάση του Μπελιοπούλου;
― Του κυρ Θανάση του Μπε…
Αστραπή ως ιδέα έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
― Μου ᾽πε τον αριθμό και τον εξέχασα… τώρα γλήγορα έπιασε σπίτι δω χάμω, σ᾽ αυτό το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστύτερα καθότανε παραπέρα, στο Γεράνι.
― Του κυρ Θανάση του Μπελιοπούλου! ηυτοσχεδίασεν ο μαστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα, μέσα, στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πώς να πω; είναι γενιά του… την έχει λύσε-δέσε, σ᾽ όλα τα πάντα… οικονόμισσα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω να πω, ανιψιά του… εφώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πώς φώναξε:
― Κυρα-Παύλαινα, κόπιασ᾽ εδώ να πάρεις τα ψώνια που σου στέλνει ο κύριος… ο αφέντης σου.
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελε τόσον διά τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με την γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις έν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.
Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, οπού έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν με τα παράθυρα κλεισμένα, κι επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Τό βράδυ, αφού ενύκτωσεν, επήγε με τόλμην, από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου, κι έκρουσε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.
― Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ᾽ έξω. Χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;
Ουκ ήν φωνή ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια τής κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασε.
Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριών ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ᾽ ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένον μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις τα κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθεί εις τούς περιστερώνας περίτρομα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον την νύκτα εναντίον των οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ρογχάλισμα τής αυλής κοιμωμένης.
Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
―Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, να ᾽χουμε και καλό ρώτημα… τι γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μόχεις, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθεί το σπίτι… Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήρθε μεσάνυχτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζε όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά.. κλειδώθηκε μες στην κάμερα, και δεν ήξερε τι να κάμει… Είπε και ο κουνιάδος σου… καλό κελεπούρι ήτον κι αυτό, μαθές… και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβο μη ξαναέλθει κείνος που ᾽χε το γάλο και μας φέρει και την αστυνομία… ήτον φόβος να μην προσβαλθεί κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοια αστεία να μην τα κάνεις, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπει από το σπίτι μου εμένα! Τ᾽ άκουσες;
Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά:
― Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;
― Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, διά τον φόβο των Ιουδαίωνε. Κοίταξε μη σε νοιώσει από πουθενά κείνος ο σκιας, ο κουνιάδος σου, πάλε…
― Είναι μέσα;
―Ή μέσα είναι ή όπου είναι έφτασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ηκούσθη τώ όντι μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά διά τον νυκτερινόν επισκέπτην.
―Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήτον ο γάλος;
Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτον ο μαστρο-Δημήτρης, ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
― Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
― Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα, άφ᾽σε τ᾽ αυτά! Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλικάρια. Ό,τι έγινε έγινε, να πας να δουλέψεις, να μου φέρεις κι εμένα τα νοίκια μου. Τ᾽ ακούς;
― Τ᾽ ακούω.
― Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδίου είπε:
― Την υγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε και συ πέντε, κι άλλα πέντε, δέκα.
Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάξει αυτά.
― Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, είπεν η Στρατίνα· το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν…
― Δρόμο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο και δουλειά!
Καλά Χριστούγεννα!