Όταν η αξία της ζεστασιάς καθορίζεται από την τελευταία προσφορά του ιδιώτη παρόχου στο πλαίσιο της μέσης οριακής τιμής, τότε εμείς θα την αναζητήσουμε κάνοντας μια επίσκεψη στην Πλάκα της δεκαετίας του 1970. Εκεί, θα συναντήσουμε το αγόρι της Οδού Ονείρων.
«Αν κουραστείς απ’ τους ανθρώπους, κι είν’ όλα γύρω γκρεμισμένα / μην πας ταξίδι σ’ άλλους τόπους, έλα σε μένα» Νίκος Γκάτσος
Τα πρώτα τραγούδια που παρουσίασε ο Γιώργος Μαρίνος σε θεατρική σκηνή ήταν του Μίκη Θεοδωράκη. Αργότερα, τα ηχογράφησαν σε δίσκο η Μαίρη Λίντα και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Υπήρξε μαθητής του Εθνικού Θεάτρου. Θαμπώθηκε από τη Λαμπέτη και το Χορν. Απέκτησε σπίτι δίπλα στον Κουν. Οδηγός μας, απόψε, ο Πέτρος Παράσχης, με τον Ασπρόμαυρο Θίασό του, αρχικά αυτοβιογραφικές αναφορές, έπειτα, κείμενα για το ραδιόφωνο, από το radiofono.gr.
Ο πιο γοητευτικός άνθρωπος για τον ίδιο ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Έλεγε, τότε, ότι ο Γκάτσος ήταν δωρισμένος άνθρωπος και ο ίδιος είχε την εξυπνάδα να ακούει, μαθαίνοντας εκπληκτικά διδάγματα από εκείνους και το Γιάννη Τσαρούχη. Με τη Λαμπέτη δε χρειάζεται να έχεις ταλέντο. Έχει ταλέντο αυτή για όλους. Τόση δα ευαισθησία να έχεις και να την κοιτάς στα μάτια, αρκεί!
Τότε, στη Μνησικλέους τον προσλαμβάνουν σε μια υπόγεια μπουάτ. Αναρωτιέται ο ίδιος, τι θέλει η αλεπού στο παζάρι, αλλά εντούτοις πείθεται, ενώ μέχρι εκείνη την περίοδο δεν είχε τραγουδήσει ποτέ, δεδομένου ότι οι 100 δραχμές ήταν αρκούντως βοηθητικές! Εκεί είχε δανεικό πιανίστα, από το απέναντι κέντρο, ο οποίος ερχόταν στα διαλείμματα για να τον συνοδεύσει. Έλεγε τέσσερα τραγούδια και μετά παρλάτες στα τραπέζια. Από τη μπουάτ Κατακόμβη, μετακομίζει στη μπουάτ Ταβάνια. Κατακόρυφη άνοδος, σαρκάζεται ο ίδιος. Από το 1973 και για λιγότερο από μια εικοσαετία, θα βρεθεί στη Μέδουσα. Το 1970, ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο.
Εκεί αρχίζει το σόου. Οι εταιρείες δεν ήξεραν πού να τον κατατάξουν. Δεν ήξεραν τι τραγούδια να του δώσουν. Όλα γίνονται στις ζωντανές παραστάσεις. Εκτός των άλλων, δεν μπορούσε, να υπερασπιστεί και τον εαυτό του. Μοναδική διέξοδος, η τηλεόραση. Η ευρύτερη επικοινωνία με το κοινό. To παρακάτω, από την παράσταση, στον Αστερισμό της Μέδουσας. Η συνάντηση με τη Λίνα Νικολακοπούλου, το Σταμάτη Κραουνάκη και το Γιάννη Ξανθούλη. Τους ιδανικούς για να αναβιώνουν τους παιδικούς του μύθους.
Κάποτε, κάποιος, θέλοντας να οριοθετήσει το στίγμα του στο χώρο είπε πως το επάγγελμά του ήταν Γιώργος Μαρίνος. Μάγκας από ένστικτο, έντιμος από συνείδηση. Τραγουδάει, μονολογεί, σωπαίνει. Οι σιωπές του, γεμάτες συναίσθημα. Κάθε του επιστροφή, κάθε αναμέτρηση με το μύθο του, ήταν υπέρ του. Έγινε ο κόσμος σκηνικό, μια νύχτα στο Βοτανικό. Να φύγουν οι υποβολείς, να σβήσουνε οι προβολείς. Είσαι μεγάλος σταρ αγάπη μου, ο χρόνος είναι ψεύτης.
Αμεριμνησία, απέχθεια για τον καιροσκοπισμό, ρομαντισμός. Αδυνατούσε να μπει σε καλούπια όπως αυτό του νέου κύματος. Παρά τη φαινομενική ελαφρότητα, κατελήφθη όπως μια πεταλουδίτσα που χάνεται στο φως. Σαγήνη και μέθη με ένα άγγιγμα, χωρίς κλακέτες. Μοναχικός την εποχή του 1980. Καυτηριάζει την αστική τάξη, ιδίως με τα επαρχιώτικα χαρακτηριστικά και μυστικά της. Το 1971, ο Άκης Πάνου, σε μια αντισυμβατική συνεργασία, γράφει τραγούδι για το Γιώργο Μαρίνο.
Είναι σε μόνιμη σύγκρουση με το χάος μέσα του και την καθημερινότητα γύρω του. Έχει επιλέξει το σαρκασμό και τη φάρσα για να γίνει και με αυτά τα εργαλεία, αποδεκτός από το κοινό του. Με το μαύρο χρώμα, βασικό του βίου του, αποδίδει τους προβληματισμούς του, αποτέλεσμα ποιητικής ευφυίας και κοινωνικής συνθήκης. Εμπλέκει προκλητικές έννοιες και εικόνες σάτιρας και ζόφου. Ενίοτε κυριαρχεί η παραδοξότητα, η ανησυχία και η νοσηρότητα της ελληνικής κοινωνίας. Το 1993, συμμετέχει στο δίσκο του Χρήστου Νικολόπουλου, με τίτλο, Δική μου η χαρά.
Σε αυτό το σημείο, δίνουμε το λόγο στο μέγα ραδιοφωνικό, Γιώργο Παπαστεφάνου:
Δεν μάς έφτανε ολόκληρη παράσταση που είχαμε δει στην πίστα, θέλαμε και δεύτερη στο καμαρίνι του, όπου τον συναντούσαμε για να τού πούμε πόσο ωραία είχαμε όλοι μας περάσει. Κι ο Γιώργος, φορώντας το άσπρο του μπουρνούζι, μάς υποδεχόταν με τα αστεία του, όλος χαρά, γεμάτος κέφι, ακούραστος λες μετά από τόσες ώρες πρόγραμμα. Εκείνες οι βραδιές με τον Γιώργο Μαρίνο ήταν πραγματικά μοναδικές.
Κι ούτε θα ξαναγίνουν. «Η πίστα έχει ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα» μού είχε πει ο Γιώργος τον Μάρτιο τού 1976, όταν με την Μίκα Ζαχαροπούλου γυρίζαμε στην Μέδουσα τη Μουσική βραδιά που τού είχαμε αφιερώσει. «Το πλεονέκτημα είναι η αμεσότητα. Η επικοινωνία με το κοινό. Αλλά για να την πετύχεις, πρέπει να είσαι ο εαυτός σου. Δεν μπορείς να χτίσεις ένα ρόλο, όπως γίνεται στο θέατρο. Κι αυτό είναι το μειονέκτημα».
Ο Γιώργος ξεκίνησε απ’ το θέατρο, απ’ την «Οδό ονείρων», αλλά δεν έμεινε εκεί. Η μόδα των μπουάτ που είχε ήδη αρχίσει μαζί με τη δεκαετία τού ‘60, τού έδειξε ποιος τελικά θα ήταν ο χώρος του. «Ταβάνια», «Ρήγας», «Μέδουσα», ήταν μακρύς ο δρόμος. Με τον Γιώργο να φτάνει στην κορυφή, πρώτος κι ασυναγώνιστος. Λοιπόν, τα σκαλιά τής Μέδουσας θα σάς προτείνω να κατεβούμε πάλι όπως παλιά, για να ξαναζήσουμε για λίγο εκείνες τις αξέχαστες στιγμές.
Όταν τα φώτα μες στη νύχτα, μάς δείχνανε το δρόμο το γνωστό. Εκεί, όπως μάς λέει το τραγούδι, μάς προσμένει «η γνώριμη γωνιά η στολισμένη. Κι είναι σαν να μάς δένει εκείνη η ψευδαίσθηση η γλυκιά. Να η συντροφιά μας», συνεχίζει το τραγούδι. «Δίπλα μας καθίστε και τραγουδήστε.
Ποιός δεν ζητά τής μιας βραδιάς χαρά;». Κι εγώ με τη σειρά μου, αφού σάς ευχηθώ καλή χρονιά, θα σάς παρουσιάσω ένα-ένα τα μέλη αυτής τής χαρούμενης παρέας. Γιώργος Μαρίνος και Μαρίνα. Ο Βλάσσης Μπονάτσος, η Σοφία Χρήστου, η Μαρία Λιαπίκου. Α, ναι, και ο Τάκης Αντωνιάδης. Και βέβαια η ορχήστρα με τον Νίκο Δανίκα, τον μαέστρο της, που για χρόνια φρόντιζε το μουσικό μέρος τού προγράμματος, συμμετέχοντας και στα αστεία τού Γιώργου κάπου-κάπου.
Το κομμάτι που ακούμε είχε γίνει επιτυχία στη Γαλλία το 1973 από τον Michel Fugain και τους Big Bazar. Ο Λευτέρης Κογκαλίδης στο τηλέφωνο θυμόταν και τα λόγια στα γαλλικά: Chante la vie chante, comme si tu devais mourir demain. «Τραγούδα τη ζωή, τραγούδα σαν να ήταν να πεθάνεις αύριο». Με τους στίχους τού Παύλου Μάτεσι, το τραγούδι έγινε «Φώτα μες στη νύχτα». Με φώτα, πολλά φώτα, λοιπόν, και με τραγούδι και χορό, επιστρέφουμε στη Μέδουσα και στο 1976 για μια «Μουσική βραδιά» με τον Γιώργο Μαρίνο.
Στις αρχές τής δεκαετίας τού ‘60, όταν διευθυντής τής εταιρίας ήταν ακόμα ο Αλέκος Πατσιφάς, η Fidelity είχε κυκλοφορήσει ένα δίσκο 45 στροφών με 4 τραγούδια και με τον γενικό τίτλο «Σημεία και τέρατα».
Ο Φαίδρος Μπαρλάς είχε γράψει τους στίχους και ο Πάνος Τριανταφυλλίδης, ο μπαμπάς τής Νίκης Τριανταφυλλίδη, είχε βάλει τη μουσική. Ο Γιώργος Μούτσιος ήταν ο ερμηνευτής και όλος ο δίσκος ήτανε δείγμα αυτού που λέμε «μαύρο χιούμορ». Αν και παίζαμε το δίσκο στο ραδιόφωνο, τα τραγούδια δεν έλεγαν να απογειωθούν. Και τότε τα παρέλαβε ο Γιώργος Μαρίνος στα «Ταβάνια».
Συνήθως το κοινό ήταν καλό κι ο κόσμος ξακαρδιζότανε, καθώς ο Μαρίνος έβαζε όλη τη φαντασία, την τσαχπινιά, την εξυπνάδα και το κέφι του στο «Τέρας», την «Ποππαία», τον «Κροκόδειλο». Και φυσικά, μαζί με τα γέλια, το χειροκρότημα έπεφτε ασυγκράτητο. Κάποιο βράδυ όμως, την ώρα που ο Γιώργος τα’ δινε όλα κάτω απ’ τους προβολείς, κάποιος απ’ το κοινό αντέδρασε χυδαία. Ο Γιώργος σταμάτησε ευθύς και γυρνώντας προς την μεριά τού θεατή είπε «Εγώ ό,τι κάνω, το κάνω εδώ κάτω απ’ τα φώτα. Εσύ, αν είσαι τόσο άντρας όπως υποστηρίζεις, έβγα να ξαναπείς αυτό που είπες, όχι μέσα στο σκοτάδι, αλλά εδώ που είμαι εγώ, φανερά μπροστά σε όλους». Δεν ξέρω από ποια πόρτα εξαφανίστηκε ο θρασύδειλος θεατής, πάντως δεν είδαμε ποτέ το πρόσωπό του. Τα σκέπτομαι και τα θυμάμαι όλα αυτά, όταν διαβάζω κατά καιρούς όσα γράφονται για την υγεία τού Γιώργου. Έχω κι εγώ χρόνια να τον δω, αλλά προτιμώ να τον θυμάμαι όπως τον πρωτοείδα στην «Οδό ονείρων» το καλοκαίρι τού 1962.
Τότε τού πήρα και την πρώτη του συνέντευξη για το περιοδικό «Το πρώτο», ένα ηλιόλουστο πρωινό στον Εθνικό μας κήπο. Μετά συναντηθήκαμε φαντάροι στον στρατό. Στο Επιτελείο πρώτα, στο Ραδιοφωνικό Σταθμό τών Ενόπλων ύστερα. Με τον Γιάννη Σπανό και τον Κώστα Κωτούλα τον προλάβαμε στην «Κατακόμβη» και ενθουσιασμένοι, μιλήσαμε στον Νίκο Καζή για να τον πάρει στα «Ταβάνια». Ακολουθεί «Ο Ρήγας» και φτάνουμε και στη «Μέδουσα». Εκεί εμφανιζόταν ο Γιώργος το 1976, όταν γυρίσαμε για την τηλεόραση τής ΕΡΤ μια Μουσική βραδιά, αξέχαστη για όλους μας.
Η δεκαετία του 1970, είναι για την ιστοριογραφία, η εποχή της ενασχόλησης με την επίμαχη μνήμη. Γίνεται αναψηλάφηση των τραυμάτων και οι εκρήξεις μνημονικού περιεχομένου, πρέπει να ενταχθούν σε μια ενιαία συλλογική, δίχως θρησκευτικό περιεχόμενο αλλά με βιομηχανικά χαρακτηριστικά, αφήγηση. Η βιομηχανοποιημένη εξόντωση, με καταβολές από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η προσπάθεια εξάλειψης συγκεκριμένων ανθρώπων εξαιτίας των χαρακτηριστικών τους. Με συστηματικό και μεθοδικό τρόπο. Χωρίς την απευθείας αντιπαράθεση. Δίχως τα θύματα να έρχονται σε σύγκρουση με τους θύτες. Πρέπει να απαλειφθούν για αυτό που είναι, για εκείνο που υποστηρίζουν. Αν τα παραπάνω σας θυμίζουν την αντιμετώπιση που είχε ο Γιώργος Μαρίνος από τα αστικά μέσα ενημέρωσης, από το 2000 κι έπειτα, καλώς σας τα θυμίζουν. Αναφερόμαστε στην επιστημονικοποίηση του φόβου.
Για το τέλος κρατήσαμε το απόσταγμα. Από το 2008, και μετά από κυρίως θεατρικές παραστάσεις, ο Γιώργος Μαρίνος αποσύρεται. Πιθανώς, συνειδητοποιεί πως τo βάθος και η απήχηση του παρελθόντος είναι ισχυρότερη από το παρόν και σίγουρα από το μέλλον. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, παραμένει ο ίδιος, οι παραστάσεις και οι ηχογραφήσεις του, ακριβό μπαχάρι για το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Η απόδειξη ότι τα όρια είναι ψευδαισθήσεις και ότι η εξάρτηση από την αδρεναλίνη, δεν είναι απαραιτήτως, κακή υπόθεση.