Home >> Ποίηση >> Απαγγελίες του Αυγούστου

Απαγγελίες του Αυγούστου

Οι βαλίτσες του φθινοπώρου σε σταθμούς όπου δεν βρίσκεται κανένας γνώριμος ούτε και κουνάει κάποιος μαντήλι για εμάς. Καλοκαίρι στην πόλη, με τους ποιητές συντροφιά και χωρίς πολλά λόγια.

Η «Άγνωστη» Ατιμία

(Άγνωστοι, στο Βόλο, γράψανε στον ομαδικό Τάφο

των εκτελεσμένων από τους Γερμανούς πατριωτών

αγκυλωτούς σταβρούς και τη φράση: «Καλά σας κάναν»)

Δεν είτανε κατάμαβρη νυχτιά κακού χειμώνα,

πού χε καρφώσ’ η παγωνιά  τ’ αργά νερά στη χούνη

και μανιασμένος ο θρακιάς ξερίζωνε τα δέν­τρα.

Ούτε κι ουρλιάζαν πεινασμένοι στα φαράγγια οι λύκοι

κι όλα, μεγάλα και μικρά, τα ζωντανά ζαρώ­ναν

στα  καταφύγια κ’ οι  φτωχοί στ’ αχεροκάλυβά τους

κ’ έτσι, να πεις, την ατιμία δεν είδε ανθρώπου μάτι!

Τέτοι’ ατιμία, που ξεπερνά και την κορφή τ’ Ολύμπου,

ψηλότερ’ από την κορυφαία τιμή σου, Μεσο­λόγγι!

Είτανε μήνας Αλωνάρης, ντάλα μεσημέρι,

που  ξεφαντώνανε  στα  κλώνια  ασίγαστα  τζιτζί­κια,

στη θάλασσα των αμπελιών μελώναν τα στα­φύλια

και βίγλιζε στη δεμοσιά με χίλια μάτια ο ήλιος

κι   από   τον ήλιο  πιότερο  λαμπάδιαζεν  ο   τάφος.

Κι άξαφνα εράγ’ η Κόλαση και ξέρασε ποτάμι

όση βρωμιά χε κατακάτσει μέσα της αιώνες

και χύθηκεν ακράταγη να καταπιεί τον τάφο

κι όλην φαρμάκωσε την πλάση και  την Ιστορία!

Κ’ η Μάνα, η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,

σαν έγειρε και διάβασε όσα δε λέει το στόμα:

«καλά σάς κάναν», έχασε το φως των ομμα­τίων της.

Τυφλή αντικρίζει τ’ αβριανά, τυφλή τα περα­σμένα.

Δεν είταν ένας μήτε δυο, παρ’ όλ’ η Προδο­σία!

Κι αν δεν βαριέσαι, βάλε την να πιάσει τον εαφτό της.

Κώστας Βάρναλης

ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ

 

Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου

Εκείνο που εννοώ. Θέλει να ’χε άγριες πείνες άπνοιας

        ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που τ’ όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς
        ευώνυμο
Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ’ αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται
Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ’ τον αέρα
Του επιστρέφεται. Τόσο απ’ τα ίδια της παιδιά η Ευ-
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις
        φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες
        αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ’ αμοιβή πράττει
        το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
                                       όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ’ αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς
Αψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν
Ασπασμούς απ’ τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου
        να διαβάζεις
Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα
Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνος
Και κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να
        επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός
Απ’ τον δικό του άμβωνα
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ’ ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»
Κι υστέρα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή
Ομήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ’ άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου
Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε παρ’ όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς
                                                                          όπως συνήθως στην αγάπη
Όμως απ’ τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική
        ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία
Εάν εξακολουθούμε να ’μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες
        τότε
Η ώρα θα ’ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
                                           συντελεσμένη σ’ έναν κήπο με υάκινθους
Οπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που απ’ την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται
                         πάνω σε μπλε Ιουλίτας.
Οδυσσέας Ελύτης

Γιάννης Ρίτσος, «Αύγουστος»

Το φως είναι μαύρο, καμένο απ’ τη ζέστη σαν ανθρώπινο σώμα.
Πόδια γυμνά, δυνατά, βαμμένα απ’ τη θάλασσα ή το μούστο.
Στήθια κρουστά, σφιγμένα στις παλάμες του ήλιου. Ο αγωγιάτης,
ο αμπελουργός, ο βαρκάρης, οι τρεις του θυγατέρες
κρέμονται πάνω από βαθιά, χρυσά πηγάδια. Πάνω στ’ αλώνια
λιχνίζουνε μεγάλα στάχυα. Μες στα μάτια των παιδιών
χώνονται τ’ άχυρα. Τρέχουν. Τ’ αμπέλια είναι απέραντα
σαν τη δόξα ή την άγνοια. Λίγο να κάνεις να σκύψεις
θα βουλιάξεις ακέριος στο γαλάζιο. Τα παράθυρα πνίγηκαν κιόλας
μέσα στο χώμα. Και τούτα τα κόκκινα λουλούδια του κήπου
είναι από κείνα τα πανάρχαια αγάλματα, πλαγιασμένα, σε στύση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *