Οι βαλίτσες του φθινοπώρου σε σταθμούς όπου δεν βρίσκεται κανένας γνώριμος ούτε και κουνάει κάποιος μαντήλι για εμάς. Καλοκαίρι στην πόλη, με τους ποιητές συντροφιά και χωρίς πολλά λόγια.
Η «Άγνωστη» Ατιμία
(Άγνωστοι, στο Βόλο, γράψανε στον ομαδικό Τάφο
των εκτελεσμένων από τους Γερμανούς πατριωτών
αγκυλωτούς σταβρούς και τη φράση: «Καλά σας κάναν»)
Δεν είτανε κατάμαβρη νυχτιά κακού χειμώνα,
πού χε καρφώσ’ η παγωνιά τ’ αργά νερά στη χούνη
και μανιασμένος ο θρακιάς ξερίζωνε τα δέντρα.
Ούτε κι ουρλιάζαν πεινασμένοι στα φαράγγια οι λύκοι
κι όλα, μεγάλα και μικρά, τα ζωντανά ζαρώναν
στα καταφύγια κ’ οι φτωχοί στ’ αχεροκάλυβά τους
κ’ έτσι, να πεις, την ατιμία δεν είδε ανθρώπου μάτι!
Τέτοι’ ατιμία, που ξεπερνά και την κορφή τ’ Ολύμπου,
ψηλότερ’ από την κορυφαία τιμή σου, Μεσολόγγι!
Είτανε μήνας Αλωνάρης, ντάλα μεσημέρι,
που ξεφαντώνανε στα κλώνια ασίγαστα τζιτζίκια,
στη θάλασσα των αμπελιών μελώναν τα σταφύλια
και βίγλιζε στη δεμοσιά με χίλια μάτια ο ήλιος
κι από τον ήλιο πιότερο λαμπάδιαζεν ο τάφος.
Κι άξαφνα εράγ’ η Κόλαση και ξέρασε ποτάμι
όση βρωμιά χε κατακάτσει μέσα της αιώνες
και χύθηκεν ακράταγη να καταπιεί τον τάφο
κι όλην φαρμάκωσε την πλάση και την Ιστορία!
Κ’ η Μάνα, η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
σαν έγειρε και διάβασε όσα δε λέει το στόμα:
«καλά σάς κάναν», έχασε το φως των ομματίων της.
Τυφλή αντικρίζει τ’ αβριανά, τυφλή τα περασμένα.
Δεν είταν ένας μήτε δυο, παρ’ όλ’ η Προδοσία!
Κι αν δεν βαριέσαι, βάλε την να πιάσει τον εαφτό της.
Κώστας Βάρναλης
ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ
Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να ’χε άγριες πείνες άπνοιας
ο ΑύγουστοςΓια να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι καιΣτον ουρανό ένα μπλε που τ’ όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούςευώνυμοΣτο βάθος όμως είναι μπλε ΙουλίταςΛες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτείΠου βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ’ αντίκρυ τα όρηΚαι μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεταιΑν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ’ τον αέραΤου επιστρέφεται. Τόσο απ’ τα ίδια της παιδιά η Ευ-Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρειςφορέςΤον παραστήσει ο ύπνοςΣτον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακεςαν όχι καιΚινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναιΜαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμαΠοιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ’ αμοιβή πράττειτο άδικο;Μια συγχορδία η ζωήόπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεταιΚαι είναι αυτός που λέει στ’ αλήθεια τι πετά ο φτωχόςΚαι τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάςΑψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήενΑσπασμούς απ’ τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεταιΟ κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοιΣε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένουνα διαβάζειςΑχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων ταΔιαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνοςΚαι κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση ναεπιμηκύνει ώστεΠιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλόςΑπ’ τον δικό του άμβωναΣύννεφο συνοφρυωμένο που τ’ ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»Κι υστέρα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχήΟμήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις καιΣυνεχίζεις στου κήπου τ’ άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σουΑύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτηςΚαι θα μείνουμε παρ’ όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείςόπως συνήθως στην αγάπηΌμως απ’ τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετικήανεβαίνειΜισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγίαΕάν εξακολουθούμε να ’μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι πουΔιαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνεςτότεΗ ώρα θα ’ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρίαΚαι η τελειότης η άκρασυντελεσμένη σ’ έναν κήπο με υάκινθουςΟπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιόΠου μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπότανΒλέπεις κείνο που απ’ την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαράΝα χαράζεταιπάνω σε μπλε Ιουλίτας.Οδυσσέας Ελύτης
Γιάννης Ρίτσος, «Αύγουστος»
Το φως είναι μαύρο, καμένο απ’ τη ζέστη σαν ανθρώπινο σώμα.
Πόδια γυμνά, δυνατά, βαμμένα απ’ τη θάλασσα ή το μούστο.
Στήθια κρουστά, σφιγμένα στις παλάμες του ήλιου. Ο αγωγιάτης,
ο αμπελουργός, ο βαρκάρης, οι τρεις του θυγατέρες
κρέμονται πάνω από βαθιά, χρυσά πηγάδια. Πάνω στ’ αλώνια
λιχνίζουνε μεγάλα στάχυα. Μες στα μάτια των παιδιών
χώνονται τ’ άχυρα. Τρέχουν. Τ’ αμπέλια είναι απέραντα
σαν τη δόξα ή την άγνοια. Λίγο να κάνεις να σκύψεις
θα βουλιάξεις ακέριος στο γαλάζιο. Τα παράθυρα πνίγηκαν κιόλας
μέσα στο χώμα. Και τούτα τα κόκκινα λουλούδια του κήπου
είναι από κείνα τα πανάρχαια αγάλματα, πλαγιασμένα, σε στύση.