Ρεμπέτικο και Πειραιάς πάνε χέρι χέρι. Το μεγάλο λιμάνι. Το ένα δένει με το άλλο. Η λεβεντιά, η μαγκιά και το κοσμοπολίτικο. Όλα ξεκινούν με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πατέρας των θεών, ο Δίας πικράθηκε και ο Απόλλωνας για να ξεστοχάει του έδωσε το ρεμπέτικο. Για να πάψει από τον Όλυμπο να βλέπει τα μικρασιατικά παράλια και να του έρχονται δάκρυα. Αυτά σύμφωνα με το ρεμπετολόγο Πετρόπουλο. Η μυρωδιά του λιμανιού γέννησε αμέτρητα τραγούδια, στην ερωτιάρικη ώρα της Πειραϊκής και στο απόβραδο στο Πασαλιμάνι.
Όποιος κατεβαίνει από το πλοίο και πηγαίνει προς το σιδηροδρομικό σταθμό βλέπει το άγαλμα του Καραϊσκάκη. Παλαιότερα, το 1929 θα έβλεπε χαμόσπιτα, καφενέδες, γλυκό καφέ τούρκικο, ομιλίες για χαμένα σπίτια και κτήματα, καπνούς στο μαγκάλι, τούρκικο χασίς, το Μπάτη να παίζει είτε δικά του τραγούδια είτε του Παπάζογλου. Άσματα για λαχανάδες. Κωδικοποιημένες γλυκές νότες στη σκληρή ζωή. Ο Πειραιάς ήταν η πατρίδα του ηχογραφημένου ρεμπέτικου. Αν και οι πρώτες καταγραφές ξεκινούν στην Αμερική και στην Τουρκία, ήδη, από το 1904.
Τα ρεμπέτικα φανερώθηκαν στο τέλος του 19ου αιώνα στα αστικά κέντρα. Σε Αθήνα, Πειραιά, Λάρισα, Ερμούπολη, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη. Σε μουσικά καφενεία με την επωνυμία Καφέ Αμάν. Στίχοι, σε ελεύθερο ρυθμό και μελωδία. Αυτοσχεδιασμοί με το “αμάν αμάν” μεταξύ τους. Το συριανό ρεμπέτικο το χόρευαν με όμορφα στολίδια, λατερνατζήδες και μαχαίρια. Ταμπούρλα και οι απαραίτητες πενταροδεκάρες για να συντηρηθεί η οικογένεια.
Όταν έγιναν δημοφιλή, ο αμανές έπαψε να κυριαρχεί. Στα πρώτα καφέ, πλανόδιοι τσιγγάνοι μουσικοί είχαν ένα μικρό χώρο στο μαγαζί. Τα κυριότερα όργανα ήταν το σαντούρι, η φλογέρα, το βιολί και το ούτι. Μικρά κύμβαλα και ντέφια χρησιμοποιούσαν δύο γυναίκες οι οποίες ερμήνευαν, κιόλας. Από το 1821 και έπειτα, την Ελλάδα κατατρέχει η διαφθορά, η καταπίεση και οι διώξεις. Μέσα στις φυλακές φτιάχτηκαν όργανα και γράφτηκαν τραγούδια. Εκεί επικρατεί ο μπαγλαμάς για προφανείς λόγους. Αργότερα, ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι απαγορεύτηκαν αλλά η σοφία του χρόνου τα είχε ταξιδέψει στους παράνομους. Κουτσαβάκηδες, μάγκες, τσίφτες, έφτιαχναν μικρές περιθωριακές ομάδες.
Εκκεντρικά ντυσίματα με το να φοριέται μόνο το ένα μέρος του σακακιού. Οι κουτσαβάκηδες σύχναζαν στον Κολωνό μιλώντας την ιδιωτική τους αργκό. Το ρεμπέτικο ήταν γέννημα θρέμμα ανθρώπων έξω από το σύστημα. Στις τουρκικές πόλεις το χασίς ήταν νόμιμο. Εκεί περίπου το 1890. Στην περιοχή της Τρούμπας και της Μπάρας στη Θεσσαλονίκη ευδοκιμούν οι τεκέδες με τους ναργιλέδες. Τα θέματα των τραγουδιών ήταν ο υπόκοσμος, η φυλακή και το χασίς.
Το ώριμο ρεμπέτικο εμφανίζεται το 1910. Πρωτεύοντα ρόλο παίζει η μεγάλη ιδέα και ο μάταιος πόλεμος. Η ανταλλαγή πληθυσμών με κριτήριο το θρήσκευμα. Οι πρόσφυγες έρχονται και μένουν με τσουβάλια σε αποθήκες που επίταξε το κράτος. Κατοικούν, τελικά σε μια σειρά τόπων πέριξ της Αθήνας. Το πιο γνωστό καφενείο, στην Πειραιώς, ήταν η Μικρασία. Του Εμμανουήλ Χρυσαφάκη. Οι πρόσφυγες ζούσαν ξεχωριστά από τους υπόλοιπους Έλληνες. Σπρωγμένοι μέσα στις υποπολιτισμικές ομάδες με τους χαλαρούς δεσμούς. O Σκαρβέλης, ο Νταλγκάς συναντιέται με τη Μαρίκα την Πολίτισσα. Τα ρεμπέτικα της ακουστικής παράδοσης γίνονται αστική μουσική. Το 1930 είναι η απαρχή της θεμελίωσης του ρεμπέτικου διότι τότε, εδραιώνεται και η ιστορία αποκτά πλατύ κοινό και οι ηχογραφήσεις διαδίδουν τη μουσική σε περισσότερο κόσμο.
Οι πιο πολλοί μάγκες δεν ήταν ρεμπέτες. Αυτοί κάπνιζαν χασίς και τα μάγκικα, το γλωσσικό τους ιδίωμα ήταν η γλώσσα των χασικλήδων. Τα προπολεμικά ρεμπέτικα αναφέρονται σε εξαρτήσεις. Ξεχειλίζουν από τους τεκέδες και διαχέονται στην κοινωνία. Ξύλινες καλύβες, κολλημένα δωμάτια. Φωτιά αναμμένη, κάψιμο θυμαριού ή αμυγδαλιάς για το ναργιλέ. Τα συστατικά. Κακοφτιαγμένες πίπες από καρύδες. Η ζωή ήταν σκληρή και ο ναργιλές γλυκός. Έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν. Οι μάγκες που κάπνιζαν σπάνια έπιναν. Αυτό τους έκανε νευρικούς. Όταν έγιναν δύσκολα τα πράγματα στους καφενέδες, μεταφέρθηκαν στους λόφους του Πειραιά.