Ο Μάρκος Βαμβακάρης, η δωρική κολόνα και ο θεμέλιος λίθος της νεοελληνικής μουσικής έφυγε σαν σήμερα πριν 46 χρόνια.
Πριν καλά – καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης.
Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.
«Λίγο πριν πάω στρατιώτης, το 1924 ή αρχή το 25, άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι του, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα, που σπάνε τα κόκκαλα στο μαγαζί. Λογάριασα τον όρκο μου ιερό και απαράγραπτο» (Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία, επιμέλεια: Αγγελική Βέλλου – Καϊλ, εκδόσεις Παπαζήση, σ. 105-106 ).
Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να ‘ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).
Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια. Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο.
Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ’ ένα μαγαζί της παραλίας και όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του. Από το βιβλίο του Μάνου Τσιλιμίδη, για το Μάρκο Βαμβακάρη, με τίτλο «Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΓΚΑΣ» εκδόσεις Κάκτος, αντιγράφουμε:
“Ολος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου.
Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί.
Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν….. Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά Λες και μου΄ χεις κάνει μάγια Φραγκοσυριανή γλυκιά…
Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή”.
Οι Ρεμπέτες, οργανικό κομμάτι του λαού, σάρκα από τη σάρκα του, προλετάριοι, λούμπεν, ερωτικοί και εξεγερμένοι, δεν μπορούσαν να μην τραγουδήσουν τους αγώνες και τα πάθη αυτού του τόπου μέσα στην Κατοχή και φυσικά, την Αντιστασιακή εποποιία.
Αλλά τα έργα τους δεν έγιναν ευρύτερα γνωστά γιατί ακόμα και στα νεότερα χρόνια τα αντιμετώπισαν ως προϊόν υποκουλτούρας. Επίσης, τα έργα τους δεν έγιναν γνωστά για τον ίδιο λόγο που οι επίσημες αρχές προτιμούν να γιορτάζουν την έναρξη του πολέμου αντί για την Απελευθέρωση, γιατί η Απελευθέρωση ήταν έργο της Αντίστασης την οποία ματοκύλισε το μεταπολεμικό κράτος αγκαλιά με τους συνεργάτες του φασισμού – πώς λοιπόν, η ρεμπέτικη μουσική και στιχουργική τέχνη να παρουσιαστεί ως εκείνη η τέχνη που συμβάδισε με τους αγώνες του λαού;
Εμβληματικό τραγούδι της περιόδου είναι το «Χαϊδάρι» του Μάρκου Βαμβακάρη, τραγούδι το οποίο δεν δισκογραφήθηκε αλλά οι στίχοι του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικό το 1947. Το τραγούδι αυτό μαζί, με το χαμένο και άγνωστο σε εμάς, επίσης αντιστασιακό, «Στην Κοκκινιά την κόκκινη» , δείχνουν επίσης ότι η Αντίσταση του λαού οδήγησε σε μία νέα πρωτότυπη και δυναμική κοινωνική συνειδητοποίηση σπάζοντας κυριολεκτικά τα ιδεολογικά δεσμά και στεγανά χρόνων – ο ίδιος ο Συριανός ρεμπέτης δηλώνει ότι κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού σε βασιλικούς και βενιζελικούς (1915-1936), ο συνθέτης ήταν φιλοβασιλικός αλλά στη διάρκεια της Κατοχής, ενθουσιασμένος από την Εθνική Αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, μετακινήθηκε αριστερότερα, όποτε και σύνθεσε τα δύο τραγούδια.
Ας δώσουμε το λόγο και στον ίδιο το Μάρκο Βαμβακάρη για να μας αφηγηθεί τη ζωή του:
Τράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ’ την αρχή ως το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα ‘χει στη δική του την ιστορία.
Έχω σκοπό να τη δημοσιέψω κιόλας την ιστορία μου.Η χριστιανή που μου κάνει το γραμματικό λέει πως οι πρώτοι χριστιανοί ξεμολογιόντουσαν δυνατά, μπρος σε όλο τον κόσμο, κι όλος ο λαός τους συγχωρούσε και ξαλάφρωναν για καλά. Όμως τώρα ο κόσμος είναι χαλασμένος και ξέρω πως σήμερα θα βρεθούνε πολλοί που θα σκεφτούνε πως έπρεπε να ντραπώ να ομολογήσω πολλά πράματα. Εγώ θα πάρω το θάρρος τους τέτοιους να μη τους λογαριάσω.
Ο άνθρωπος για να λέγεται αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μπορεί να ‘ρθει και στη θέση του άλλου, του ομοίου του. Γιατί απ’ όσα θα σας πω και τα παθήματα και τα φταιξίματα ίδια είναι. Και τα φταιξίματα είναι κι αυτά παθήματα.
Δεν εγεννήθηκα κακός ούτε σκέφτηκα ποτές μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα. Και γι’ αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σε έναν κόσμο που εγώ πρώτος του τραγούδησα τις χαρές και τις λύπες του, τα πλούτη και τη φτώχεια του, την ορφάνια του και την ξενιτιά του.
Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράφω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγνώμη και η συγχώρεση.
Γι’ αυτό όσοι θα διαβάσετε την ιστορία μου, φίλοι ή ξένοι, γνωστοί ή άγνωστοι, και μάλιστα οι γνωστοί μου, να ‘ρθητε να μου σφίξτε το χέρι και να μου πήτε ένα ανοιχτόκαρδο γεια σου. Να μου πείτε πως όλα περάσανε, ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Να μου πείτε πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε.
Τώρα όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν, και την παλιά μου ζωή τη θυμάμαι σαν ένα κακό όνειρο που όταν θα το ιδείς τινάζεσαι από το κρεβάτι σου. Έτσι περίπου τινάζομαι όταν αναπολώ την περασμένη μου ζωή και θυμηθώ τις κακές στιγμές της».
«Ήτανε δύσκολη για τον Μάρκο η ζωή, πολλά τα εμπόδια στη μέση και μαζί η γαμιόλα η αρθρίτιδα που του παραμόρφωνε τα δάχτυλα. Και δίπλα του εγώ, γιος και τακίμι, που μ’ αγαπούσε και καταλάβαινε πως είχα κι εγώ καημό για τις μουσικές, τα στιχάκια και τα τέλια, κι ότι ίσως ήτανε της μοίρας μου να γίνομαι η σκιά και η συνέχειά του. Τον ακολουθούσα πάντα για να τον κοιτάζω, να τον φροντίζω, να του κουβαλάω το μπουζούκι, να του συμπαραστέκομαι στη στενοχώρια του, να τον έχω φύλακα άγγελο να με προστατεύει απ’ το ποικιλόμορφο πουταναριό της νύχτας, να τον ακούω να μου μιλάει, να τον βλέπω να δακρύζει, να λέει πως δεν έχει να μου πάρει κανταΐφι και πως όταν κονομήσουμε θα μου αγοράσει ολόκληρο το ταψί και μαζί ένα ποδηλατάκι και δυο καινούρια πουκάμισα. Ό,τι υποσχόταν, το ‘κανε. Στο λέω με τιμιότητα. Ο λόγος του είχε βάρος, βάση, σκοπό και καθοδήγηση. Ό,τι έλεγε ήταν για μένα ευαγγέλιο. Ποτέ δεν πέταγε κουβέντες της πούτσας, δεν έβγαινε απ’ το στόμα του ο λόγος ο σάπιος».
«Εκεί, στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, καταστάλαζε το όνειρο της μέρας. Κι απ’ αυτό το υλικό, από τα όνειρα των ανθρώπων, ο Μάρκος έφτιαχνε τα τραγούδια του. Κι οι άνθρωποι, όλοι αυτοί οι θεόφτωχοι και οι ρέστοι, άκουγαν τα δεινά και τα πάθη τους να γίνονται τραγούδι, το τραγούδαγαν, ξεγελιόντουσαν και συνέχιζαν να ζουν. Ο Μάρκος νταραβερίστηκε με όλους, καλλιέργησε τον ποιητικό του λόγο και τραγούδησε για ό,τι έβλεπε γύρω του, γι’ αυτά που στα μάτια του γυαλίζανε σπουδαία. Κι ο κόσμος τον αγαπούσε γιατί με το τραγούδι του γιάτρευε απ’ τ’ αγκάθι την ψυχή τους. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις». Στέλιος Βαμβακάρης
Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα και ο Στράτος Διονυσίου. Το εγχείρημα σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα.