Η χοντροκομμένη κοινωνία μας και τα σμήνη των μαζικών μέσων ενημέρωσης είναι απληροφόρητα για το τι σημαίνει η παρουσία του Στέλιου Καζαντζίδη για τον νεοελληνικό πολιτισμό. Είναι ένα φίλτρο διάμεσο που μετατρέπει τη μεγάλη τέχνη σε λαϊκή παρηγοριά. Αφομοίωσε το ρεμπέτικο, τον Τσιτσάνη, τον Γκάτσο, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Βίρβο, τον Άκη Πάνου, τον Νικολόπουλο ήταν ένας φάρος του πρόσκαιρου αρχιπελάγους του τραγουδιού. Λόγος απλός και καθημερινός.
Το 1975, για πρώτη φορά ο Καζαντζίδης απευθυνόταν στον κόσμο του με ένα μήνυμα και όχι απλά με νέα τραγούδια. Προϊόν της συνεργασίας του με το Χρήστο Νικολόπουλο και τον Πυθαγόρα, πιστοποιούσε τη θέση του μέσα στην εποχή. Ο δίσκος ήταν το Υπάρχω και είχε κυρίως, ερωτικό περιεχόμενο. Εγκαταλείπονται οι δίσκοι 45 στροφών για χάρη των μεγάλων. Πλέον, οι παλιοί, πιο φθηνοί, ξεκινούν να μπαίνουν στο περιθώριο. Ο Καζαντζίδης είχε αρχικά τις επιφυλάξεις του για το συγκεκριμένο μουσικό περιβάλλον, ενώ ο ίδιος ο δημιουργός έλεγε χρόνια μετά ότι το προόριζε για μια, τελικά ατελέσφορη, συνεργασία με το Δημήτρη Μητροπάνο. Με αφορμή την επερχόμενη ταινία για τη ζωή του τραγουδιστή και το κλίμα της νέας διάστασης, πλέον, στον κινηματογράφο σκεφτήκαμε να καλέσουμε τον ίδιο σε μια συλλογή με τους σταθμούς της ζωής του.
Στο ένθετο Νησίδες της Εφημερίδας των Συντακτών, το Σαββατοκύριακο 6-7/7/2024 φιλοξενούν συνέντευξη του σκηνοθέτη της ταινίας, Γιώργου Τσεμπερόπουλου στον Ιάσωνα Τριανταφυλλίδη.
«Όταν με πήραν και μου είπαν για μια ταινία για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη, ρώτησα καταρχάς αν υπάρχει σενάριο. Μου είπαν “ναι” και δώσαμε ραντεβού για την επομένη ώστε να πάω να ρίξω μια ματιά. Πήγα, είδαμε το σενάριο και ήταν οπωσδήποτε κάτι που είχε ένα ενδιαφέρον. Κόψαμε κάτι, ράψαμε, γιατί κάποια κομμάτια μ’ άρεσαν, άλλα λιγότερο, όμως δεν είχα ουσιαστικά προβλήματα μ’ αυτό όπως θα μπορούσε να είχε συμβεί σε ανάλογες περιπτώσεις. Και τότε ήταν που είπα τη φράση που σκοτώνει: “Ναι, αλλά Καζαντζίδη έχετε;”. Κι αρχίσαμε να ψάχνουμε όλες τις πιθανές και απίθανες λύσεις. Είδαμε γνωστούς και αγνώστους-ενώ βέβαια οι περισσότεροι πια χρησιμοποιούν δυστυχώς τους ίδιους και τους ίδιους ηθοποιούς και μπορεί να δεις τον ίδιο ηθοποιό σε τρεις διαφορετικούς ρόλους από το μεσημέρι ως το βράδυ στην ελληνική τηλεόραση. Οπότε σίγουρα δεν μπορεί μια τέτοια περίπτωση να ερμηνεύσει κάποιον σαν τον Καζαντζίδη.
Τότε λοιπόν αυτό το… “βρoμόπαιδο” [σ.σ. το λέει αστειευόμενος, δείχνοντας τον υπεύθυνο του κάστινγκ της ταινίας που είναι και ο καλύτερος υπεύθυνος κάστινγκ στην Ελλάδα για ελληνικές ή ξένες ταινίες που γυρίζονται εδώ], ο Μάκης Γαζής, μου λέει “να προτείνω κι εγώ κάποιον;”. Και μας προτείνει τον Χρήστο Μάστορα.
Ούτε είχε πάει το μυαλό μου προς τα εκεί, ούτε την καριέρα του είχα παρακολουθήσει έως τώρα για να έχω σωστή άποψη γι’ αυτόν. Ωστόσο τον γνώρισα, τον κοίταξα στα μάτια, μίλησα μαζί του ακόμα και για θέματα άσχετα και είδα μπροστά μου έναν άνδρα με ευαισθησία καλλιτέχνη, έναν άνθρωπο με καθαρό πρόσωπο που θα μπορούσε να αποδώσει τη γιγάντια αυτή προσωπικότητα. Τις επόμενες μέρες στο γραφείο του μάνατζέρ του, του Γιάννη Κουτράκη, ανάμεσα σε πολύ κόσμο τον κοιτούσα και έπιανε το βλέμμα μου το βλέμμα του από τις πιο περίεργες γωνίες. Ήμουν πλέον πεισμένος πως ναι αυτός είναι ο Καζαντζίδης μας. Και τότε είπα “παιδιά, αρπάχτε τον και στείλτε τον στη Νέα Υόρκη στο Actors Studio για τρεις μήνες για να μάθει να παίζει”, μιας και ηθοποιός δεν ήταν. Ο χρόνος όμως είχε ήδη περάσει και αυτά παραήταν πολυτέλειες. Βρέθηκε εναλλακτική λύση να κάνει κάποια σεμινάρια με τον σωστό άνθρωπο και μετά να αρχίσουμε τις πρόβες… Και να που τώρα είμαστε στα γυρίσματα. Αν δεν έβρισκα “Καζαντζίδη”, δεν θα γύριζα τον “Καζαντζίδη, γιατί πριν απ’ όλα πρέπει να ξεκαθαρίσω πως κι εγώ είμαι θαυμαστής του Καζαντζίδη»… Εδώ, ολόκληρο το κείμενο: https://www.efsyn.gr/nisides/439079_gyrizeis-ton-kazantzidi-mono-ean-eheis-enan-kazantzidi
Ο λόγος στον Στέλιο Καζαντζίδη: Θέλω να δώσω χαρά σε αυτόν που θα με ακούσει. Με αυτό το σκεπτικό παίρνω την κιθάρα στα χέρια μου… Κάποιες φορές στη δουλειά μου μάζεψα πολλά άσχημα πράγματα. Τότε, πήρα τη μεγάλη απόφαση και είπα ότι δεν μου ταιριάζει αυτή η ζωή. Γεννήθηκα στη Νέα Ιωνία. Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε πρόσφυγες. Νύχτα μέρα τραγούδαγαν τον πόνο τους. Αυτά τα ακούσματα είχα από μικρό παιδί. Μετά, ανέβηκα στο χωριό, λίγο μετά το Κιλκίς, στα σύνορα με τους Βούλγαρους, λόγω κατοχής και γνώρισα το περήφανο κλάμα. Άλλο δράμα εκεί. Το ποντιακό. Θεέ μου δώσμου μάτια να βλέπω… Οι άνθρωποι ήταν ξένοιαστοι. Υπήρχε αγάπη για τη ζωή. Στο προσφυγικό στοιχείο υπάρχει η μητριαρχία. Οι γείτονες έλεγαν πως ήταν αδερφομένοι με τους Τούρκους και ακόμα και τότε δεν ήξεραν γιατί έφυγαν. Όλοι είχαν τη νοσταλγία να δουν τι έγινε το σπίτι τους. Τις καρδιές του καρπουζιού!
Το πρότυπό μου ήταν ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Υπάρχουν μουσικές που είναι αδικημένες από στίχους και στίχοι που είναι αδικημένοι από μουσική. Αλλά όταν το τραγούδι συνουσιαστεί με το στίχο, τότε είναι το τέλειο! Οι ικανότητες μιας φωνής μπορούν να ανεβάσουν ένα τραγούδι. Για εμένα, η μεγάλη φωνή είναι το πάθος. Σημασία έχει τι δίνεις στον κόσμο την ώρα που τραγουδάς. Ο κόσμος κατατάσσει τον τραγουδιστή. Στο χωριό έδιναν κεράσματα γλυκό του κουταλιού. Κάτι σπάνιο γιατί δεν υπήρχε ζάχαρη. Οι γυναικούλες του χωριού με κερνούσαν και έτσι κατάλαβα πως κάτι αξίζα. Στο παλκοσένικο ήμουν στη δεύτερη γραμμή, μόλις ήρθα στην Αθήνα. Οι θαμώνες επέβαλαν στους μαγαζάτορες να με φέρουν μπροστά. Για να με βλέπουν και όχι μόνο να με ακούνε. Τον πατέρα μου τον ξυλοφόρτωσαν στη Μακεδονία και έγινε φυματικός. Τότε, ανασκουμπώθηκα. Πούλησα νερό, κάστανα, δούλεψα σε εργοστάσιο με κασμίρια. Εργάστηκα με μάσκα γιατί αλέθαμε στρατιωτικό υλικό. Ένα μεσημέρι, τηγάνιζε γαύρο η μητέρα μου, ένας γείτονας με άκουσε να τραγουδάω. Πέρασε μέσα. Δεν με διέκοψε αλλά με άφησε να τραγουδάω. Μετά μου πρότεινε να γίνω τραγουδιστής σε συγκρότημα. Τότε, τις μπριζόλες τις αγόραζαν οι προύχοντες! Πέρασαν τρεις μήνες και έτσι μπήκα στο πνεύμα της δουλειάς.
Χάρηκα όταν είδα να με συνοδεύουν όργανα. Ήταν μουσικοί ποιότητας. Πάντα το ρεπερτόριό μου ήταν πονεμένα τραγούδια. Στη συνέχεια βρέθηκε ο Μπάμπης ο Βασιλειάδης και με πήγε στο Στέλιο Χρυσίνη και την Κολούμπια. Στην αρχή με προόριζαν για ρεμπέτικο τραγούδι αλλά έκαναν λάθος. Είχαν μαγκιά στην έκφραση και δεν μου ταίριαζαν. Με τον Τσιτσάνη βρήκα το δρόμο μου. Ο καλός δάσκαλος είναι αυτός που βλέπει τις ικανότητες του μαθητή και τις φέρνει στον κόσμο. Η γιαγιά μου ήταν μοιρολογίστρα στην Τουρκία και με δίδαξε τον πόνο και τις στερήσεις. Όταν έβλεπα θλιμμένη τη μάνα μου, πήγαινα στο αυτί της, της έλεγα τραγούδια και πήγαινε να κοιμηθεί ήσυχα.
Είχα πολλά τραγούδια που για διάφορους λόγους δεν ακούστηκαν. Αξιόλογα και σημαντικά τραγούδια που τα καρύδωσε η εταιρία. Στο τραγούδι ” Η κοινωνία με κατακρίνει“, έσπασε το φράγμα του ήχου. Τότε, φύγαμε από τη συνοικία και ήρθαμε στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Τότε, βγάζαμε δίσκο κάθε σαράντα μέρες. Η αμοιβή μου τα πρώτα δέκα χρόνια ήταν ένα δισκάκι μικρό. Δηλαδή, 22.50 δραχμές. Τα μεγάλα τραγούδια γίνονταν από το παράπονο και την αδικία. Δεν χρησιμοποίησα ποτέ ναρκωτικά. Αντλούσα δύναμη από τον κόσμο. Ο Τσιτσάνης είχε μανία καταδιώξεως μαζί μου. Με τη Μαρινέλλα γνωριστήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Δούλευε με τον Τόλη Χάρμα.
Μας έδεσε το ψάρεμα. Ο μπαμπάς της, με δέκα μέτρα πετονιά μεγάλωσε τέσσερα παιδιά. Την πρώτη βραδιά που την άκουσα, πήγαμε και ψαρέψαμε με τη βάρκα του μπαμπά. Εκεί είδα τις ικανότητές της. Μετά, το ντουέτο μας ήταν σπάνιο. Μια βεντούζα. Έπιανε πουλιά στον αέρα. Ήταν τσακμάκι. Πάντα βοηθούσε και έπαιρνε πρωτοβουλίες στα τραγούδια του Χατζιδάκι.
Τα τραγούδια σήμερα τα ακούς και τα ξεχνάς μέσα στη Βαβυλωνία των Ελλήνων συνθετών. Έχουμε δύο στιχουργούς μεγάλους. Ο Κολοκοτρώνης, ο Βίρβος αλλά και ο Πυθαγόρας με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Η Ευτυχία έγραφε σπάνια τραγούδια. Όπως και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Θόδωρος Δερβενιώτης. Όλοι οι συνθέτες έγραφαν σπουδαία. Έστρωσαν κώλο και δεν έγραφαν τραγούδια σλόγκαν. Τον ανθρώπινο πόνο τον κρύβουν. Πρέπει να πας στις γειτονιές για να τον βρεις. Αν δεις τηλεόραση νομίζεις ότι όλοι ζουν στη Σουηδία και αλείφουν βούτυρο στο ψωμί.
Τη γυναίκα μου τη Βάσω, τη γνώρισα το 1978, στη Θεσσαλονίκη στο μεγάλο σεισμό. Ήταν στο τσαντίρι. Ήταν σεισμόπληκτη και ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος από την πλευρά της. Πριν με γνωρίσει, έβγαζε το μεροκάματο σε βιοτεχνία και με άκουσε.
Θα ήθελα να συναντήσω τους χθεσινούς μου φίλους. Τους καπεταναίους. Έτσι δίνουμε και χαρίζουμε ζωή. Με το κρασάκι μας και ένα μεροκάματο. Αν κάναμε μια γιορτή του τραγουδιού, θα καλούσα την Αλεξίου. Έχει μεγάλη φωνή και αυτή και η Πίτσα Παπαδοπούλου. Ικανές φωνές που κλαίνε και όμως, λένε κακά τραγούδια για να μπαίνουν στο πνεύμα της εποχής. Όσο πιο ακατανόητα γράφει κανείς, τον χειροκροτούν και λένε, μπράβο! Αυτός γράφει ωραία…
Μέρος της ζωντάνιας μου το χρωστάει στη γυναίκα μου. Με προσέχει. Η διατροφή μου είναι προσεγμένη, το ίδιο και ο ύπνος μου! Ο έρωτας είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή. Ο σωστός έρωτας και όχι ο σκληρός. Κάνει τον άνθρωπο να πετάει στα ουράνια!
Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!
Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!Μανόλης Αναγνωστάκης
Η στήλη αφιερώνει το κείμενο στους παντοτινούς, ραδιοφωνικούς, συνοδοιπόρους, Νίκη Συρίγου, Νίκο Οικονόμου και Νίκο Νικολακόπουλο!