Τη δεκαετία του 1950, μια σχολή κλασικής μουσικής αρνήθηκε να δεχτεί την αίτηση μαύρης μαθήτριας. Έπειτα από χρόνια, μερικά απορριμματοφόρα προσπάθησαν να ακυρώσουν κάποια συναυλία της η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε πάνω σωρούς από φέρετρα! Ήταν η μουσική ιέρεια της ένοπλης πάλης που πιάστηκε στα δίχτυα της οικογενειακής βίας, των ουσιών, για να γαληνέψει τον πόνο, και στις δαγκάνες του αμερικανικού κράτους με αιχμή του δόρατος τη φορολογική μηχανή. Οι δράσεις της ήταν τόσο σημαντικές διότι ενεργοποίησαν πληθυσμούς οι οποίοι δολοφονούνταν καθημερινά, σαν πειθήνια όργανα στη μεταφυσική παγίδα της μη βίας. Κυρίες και κύριοι, η Νίνα Σιμόν ανεβαίνει στη σκηνή, κάθεται στο πιάνο και στη μέση του τραγουδιού παίζει Μπαχ!
Η Νίνα Σιμόν ήταν ένας βράχος. Λείος από τις άγριες αναμετρήσεις με το κύμα και έτοιμη να συγκρουστεί με την εκάστοτε εξουσία. Σε ηλικία 12 ετών επήλθε το ρήγμα με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Οι γονείς της προσπάθησαν να καθίσουν στην πρώτη σειρά της σχολικής εκδήλωσης για να θαυμάσουν το παιδί τους. Όμως, οι διοργανωτές τους σήκωσαν και τους τοποθέτησαν στην τελευταία σειρά γιατί μπροστά έπρεπε να κάθονται οι λευκοί. Η νεαρή Γιουνίς Kάθλιν Γουέιμον, σταμάτησε την παράσταση και απαίτησε οι γονείς της να επιστρέψουν εκεί όπου πρωτοκάθισαν…
Αργότερα, αποφάσισε να σπουδάσει κλασική μουσική στο Curtis Institute of Music αλλά οι πόρτες ήταν κλειστές γιατί ήταν μαύρη και φτωχή. Για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές της, αναγκάζεται να παίξει πιάνο σε μαγαζί στο Ατλάντικ Σίτι. Ο υπεύθυνος τη δελεάζει με 90 δολάρια την εβδομάδα αν, παράλληλα, τραγουδούσε. Ασχολείται με εκείνο που αγαπά και παλεύει με τις προκαταλήψεις της οικογένειάς της καθώς η μητέρας της αναφέρει πως η μικρή Γιουνίς παίζει τη μουσική του διαβόλου. Τη τζαζ και τα μπλουζ. Το καλλιτεχνικό της όνομα το αποκτά για να μην την εντοπίσουν οι γονείς της. Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει ασυλλόγιστα και δεν ρωτάει τίποτα. Μόνο τρέχει. Το Νίνα προέρχεται από την ιδέα ενός αγοριού που έβγαιναν, τότε, και το Σιμόν από τη Σιμόν Σινιορέ που θαύμαζε στον κινηματογράφο.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, προτού αντιληφθεί τα ταξικά χαρακτηριστικά της αναμέτρησης με το κεφάλαιο, αναζητά τη μοίρα που δεν νικιέται με την περιφρόνηση και καρπίζει με τις αμφιβολίες και εκφωνεί λόγους για τη μελλοντική, άκακη, σύμπραξη στους κόκκινους λόφους της Τζώρτζια, μεταξύ πρώην σκλάβων και αφεντικών. Φορά το χιτώνα της ανέφικτης επανάστασης χωρίς βίας. Στον αντίποδα, η Νίνα Σιμόν, παρότι σέβεται τις απόψεις του Κινγκ, αντιπροτείνει την ένοπλη πάλη ενάντια στους λευκούς καταπιεστές.
Το παρακάτω τραγούδι το έγραψε όταν η φασιστική Κου Κλουξ Κλαν διαπράττει βομβιστική επίθεση σε εκκλησία στην Αλαμπάμα όπου σκοτώνονται τέσσερα κοριτσάκια.
Η Τζένη των Πειρατών στρώνει καθημερινά τα σεντόνια σε κακόφημο ξενοδοχείο κοντά στο λιμάνι. Οι πελάτες, χρησιμοποιώντας το χρήμα ως προσωπικό τους φετίχ, θεωρούν ότι το προσωπικό είναι δούλοι προς εξευτελισμό και για όλα τα χατίρια. Μέχρι που μια μέρα, μπαίνει στο λιμάνι ένα πειρατικό πλοίο με πενήντα κανόνια. Οι πειρατές ισοπεδώνουν όλο το λιμάνι εκτός από το ξενοδοχείο. Σκοπός τους είναι να σώσουν τη Τζένη και να κάνουν ό,τι τους ζητήσει. Εκείνη τους προστάζει να μην αφήσουν κανέναν ζωντανό!
Όταν είχε προγραμματίσει συναυλία στη Νέα Υόρκη, πήρε αεροπλάνο από το Μοτγκόμερι. Όμως, ο κυβερνήτης της Αλαμπάμα δεν το άφησε να προσγειωθεί δίνοντας εντολή να γεμίσει ο αεροδιάδρομος από απορριμματοφόρα. Τελικά, κατέληξαν στο Τζάκσον του Μισισίπι όπου νοίκιασαν μονοκινητήριο αεροσκάφος και εις εκ των συντελεστών αναγκάστηκε να καθίσει πίσω πίσω, παρέα με τον ενισχυτή διότι δεν μπορούσε να απογειωθεί από το βάρος στην καμπίνα και η μύτη έπρεπε να σηκωθεί από το έδαφος! Στη συναυλία τους περίμενε η εθνοφρουρά και έπειτα μια μεγάλη πλατφόρμα. Η τελευταία ήταν καλυμμένη με κουρτίνες. Κάτω από τις κουρτίνες ήταν φέρετρα ως υποστυλώματα! Ήταν η παραχώρηση, ευγενική χορηγία, από τα τοπικά γραφεία τελετών των μαύρων.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ συναντά τη Νίνα Σιμόν σε φιλανθρωπική εκδήλωση. Της τείνει το χέρι και πριν προλάβει να μιλήσει, τον κοιτάζει στα μάτια, παίρνει το λόγο εκείνη και του λέει ορθά κοφτά πως δεν είναι οπαδός της μια βίας. Ο Απόστολος της μη βίας το αποδέχεται και προσθέτει ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ίσως ήταν η στιγμή που και συνειδητοποιεί ότι πρέπει να ξεκινήσει να συνομιλεί με τα πιο ριζοσπαστικά κινήματα των μαύρων όπως επίσης και με όσους μιλούν για οικονομική και όχι μονάχα φυλετική ισότητα.
Εξαιτίας φορολογικών υποχρεώσεων προς το αμερικανικό δημόσιο, έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της στη νότια Γαλλία. Η εξάρτηση από τις ναρκωτικές ουσίες ήταν τέτοια που την έκανε να καθυστερεί στις συναυλίες της ή και να απαιτεί, λόγω καχυποψίας, να υπάρχουν τα χρήματα, σε φάκελο, επάνω στη σκηνή. Κι όμως, παρά την όποια αγανάκτηση του κοινού, η πρώτη νότα στο πιάνο ήταν αρκετή και αρκούντως ικανή να σβήνει κάθε σύννεφο και να μεταφέρει τον κόσμο στον ωκεανό της μουσικής της.
Εξάλλου, ο τζίρος από τις ναρκωτικές ουσίες είναι ανυπολόγιστος και είναι από τις πρωτεύουσες δοσοληψίες ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Η χρήση είναι ένας άτυπος τρόπος καταστολής και κοινωνικού ελέγχου. Όπως συμβαίνει στις Η.Π.Α και αποτελεί, συνολικά, το αγγλοσαξονικό μοντέλο, συρρικνώνεται η κοινωνική πολιτική και το κράτος πρόνοιας και στη θέση τους μπαίνουν ομάδες αυτοβοήθειας και κοινωνικής αλληλεγγύης οι οποίες δεν κοστίζουν τίποτα. Όσοι έχουν χρήματα μεταφέρονται στα ιδιωτικά θεραπευτήρια ενώ οι υπόλοιποι θα δοκιμάζουν τις αποτυχημένες θεραπείες με την υποκατάσταση οπιωδών. Οδεύουμε προς το πρότυπο των χώρων εποπτευόμενης χρήσης δεδομένου ότι το κόστος της παροχής της υποκατάστασης είναι μεγαλύτερο από την ίδια τη θεραπεία. Παύει να θεωρείται η εξάρτηση κοινωνικό φαινόμενο και νοείται πλέον ως ιατρικό- βιολογικό πρόβλημα.
Ο Νίκος Καζαντζάκης συγγράφει την Ασκητική, περίπου 10 χρόνια πριν τη γέννηση της Γιουνίς. Σε μια αποστροφή του γραπτού εντοπίζουμε το νόημα της ζωής της σπουδαίας Νίνας Σιμόνε: “Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή. Μονάχα έτσι ισοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου”.