Η αδυναμία της στήλης προς το Μάνο Χατζιδάκι είναι δεδομένη. Από τις πιο τίμιες, καθαρές μουσικές εργασίες του δημιουργού ήταν πως εξευγένισε τον κόσμο του ρεμπέτικου τραγουδιού. Πήρε τη γύρη από αυτόν και σκάρωσε τα μεγάλα αριστουργήματα όπως, οι Πασχαλιές από τη νεκρή γη (1962) και οι Δεκαπέντε εσπερινοί (1964). Πήρε από το χέρι το Μάρκο Βαμβακάρη και, πρωτίστως, το Βασίλη Τσιτσάνη και ανέδειξε τα μουσικά τους έργα.
Στο μικρό βιβλιαράκι με τίτλο: Μάνου Χατζιδάκι Εγκώμιον (15/6/1994), ο Μίκης Θεοδωράκης αναγνωρίζει την αξία του φίλου του. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε την άνοιξη του 1945 τότε που και οι δύο ξεκίνησαν για να γίνουν μουσικοί συμφωνικής μουσικής. Στη διαδρομή τους άλλαξαν πορεία αλλά συνέχισαν να συναντιούνται. Ο ένας επισκεπτόταν τον άλλο σε Νέα Σμύρνη και Παγκράτι, αντίστοιχα. Ήταν φυσικό να παίζουν τις συνθέσεις τους στο πιάνο. Είχαν διαφωνίες αλλά εκείνες τους έφερναν πιο κοντά. Ο Θεοδωράκης έλεγε πως συμφωνούσε κατά βάθος με το Χατζιδάκι ως προς την ορθότητα και την εντιμότητα της σκέψης του. Επιπλέον, είχε μια από τις καλύτερες δισκοθήκες του κόσμου και κανείς στην Ελλάδα δεν γνώριζε καλύτερα τη μουσική του 20ου αιώνα απ’ότι ο Μάνος.
Μετά τον εμφύλιο ο Χατζιδάκις ήταν, ήδη, πολύ γνωστός. Κυρίως από τις μελωδίες για το θέατρο μαζί με τον Κάρολο Κουν. Όταν παρουσίασαν το Λόρκα, ο Μίκης δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό και να μην παρευρεθεί σε αυτήν την πρεμιέρα μαζί τη Μυρτώ. Ήταν παράνομος. Κάθισε στα πίσω καθίσματα για να κρύβεται. Μαγεμένος από τη θεσπέσια μουσική του “Μεγάλου Ερωτικού”, τού έστειλε ένα μικρό σημείωμα το οποίο, ο δεύτερος, φύλαξε και του το έδειχνε συχνά, με μεγάλη συγκίνηση. Ο Μίκης υπέθετε ότι κάτι τέτοιο συνέβη τόσο για τα καλά λόγια όσο και για τους κινδύνους που αψήφισε για να είναι κοντά του σε εκείνη την ξεχωριστή στιγμή.
Τη δεκαετία του 1950 ο Χατζιδάκις βρήκε το δρόμο του που αργότερα έγινε το ίδιο μονοπάτι και για το Θεοδωράκη. Ήταν το θέατρο, το ελληνικό χορόδραμα, ο κινηματογράφος. Τον βοήθησαν να σωθεί από τις φαντασιώσεις των προτύπων της δυτικής μουσικής και να ακολουθήσει έναν προσωπικό και βαθύτατα ελληνικό δρόμο.
Ο Χατζιδάκις ήταν διαφορετικός και ήταν περήφανος για αυτό. Είχε τη μεγάλη δύναμη να το δείχνει σε δύσκολους καιρούς γιατί το θεωρούσε πράξη ελευθερίας και ολοκλήρωσης. Θα έλεγα ότι ήταν διαφορετικός παντού και σε όλα, απ’όλους μας. Το εκπληκτικό ήταν πως γνώριζε πριν ακόμα το υποψιαστούν οι άλλοι, τα πάντα! Ήταν οικείος. Πάντα μέχρι του σημείου που εκείνος ήθελε. Θα έλεγα ότι είχε ένα κύρος που μπροστά του δεν έβγαινε δεύτερη γνώμη. Γιατί ο Χατζιδάκις δεν έγινε μεγάλος, γεννήθηκε μεγάλος. Έτσι, καταλήγει ο Μίκης.