Home >> Αφιέρωμα >> Γιάννης Παπαϊωάννου: Εσύ θα μετανιώσεις κάποια μέρα

Γιάννης Παπαϊωάννου: Εσύ θα μετανιώσεις κάποια μέρα

Ο πατέρας του καμαρότος στα καράβια, με καλό μισθό αλλά σπάταλος. Η μητέρα κρατούσε τα οικονομικά του σπιτιού. Γεννήθηκε στην Κίο της Μικράς Ασίας στις 18/1/1913 και έφυγε στις 3/8/1972 σε αυτοκινητικό ατύχημα στο Πέραμα, πηγαίνοντας για ψάρεμα στη Σαλαμίνα, μετά από τη δουλειά.

Με την καταστροφή της Μικράς Ασίας με τη μάνα και τη γιαγιά του αποχώρησαν κακήν κακώς. Ενώ είχαν μεγάλη περιουσία, έφεραν μαζί τους μια μαξιλαροθήκη και μερικά εικονίσματα. Η θάλασσα ήταν γεμάτη αίμα, μπαούλα.

Χαλασμός κόσμου, δυστυχία. Ανέβηκαν με τρόμο στο καράβι. Θεωρούσαν ότι θα τα κανόνιζε το κράτος και θα επέστρεφαν. Βέβαια, οι Τούρκοι είχαν, ήδη, μπει στο χωριό τους.

Τα μαρτύρια άρχισαν όταν στο καράβι δεν υπήρχε νερό. Έπιναν θάλασσα. Έπιναν από τα σωληνάκια του ατμού του πλοίου. Στη Σαμοθράκη το νερό είχε βατράχια.

Οι γυναίκες με τα μαντήλια τους το φίλτραραν και το έδιναν στα παιδιά. Στον Πειραιά, πείνα, αδικία, περιφρόνηση. Στο Κερατσίνι καραντίνα. Οι ντόπιοι τους έκλεβαν μέχρι και τα παπούτσια.

Στον Άγιο Διονύση παραπήγματα. Στις Τζιτζιφιές, φτώχεια, κατατρεγμός, τσαντίρια. Μόλις τέσσερα σπίτια, τότε, στην περιοχή. Στα 14 χρόνια του, οι θείοι του έφτιαξαν δίχτυα και τον πήραν στο καΐκι. Δούλεψε με τον Ζέππο που τον έκανε και τραγούδι.

Συνέχισε να δουλεύει στις οικοδομές. Έκανε τον μαραγκό σε άλλον θείο του. Έπρεπε να ζήσει και να βοηθήσει την οικογένειά του. Ήθελε να φάει πέντε φασολάδες και έτρωγε μία!

Στον Πειραιά ήρθε σε επαφή με το μπουζούκι. Τον γλυκό ήχο. Ο Θανάσης, ένας ανισόρροπος μπουζουκτσής ερχόταν στις Τζιτζιφιές. Τα παιδιά τον κορόιδευαν και έδειχναν προθέσεις για να του σπάσουν το όργανο που έβγαζε το ψωμάκι του. Ο Παπαϊωάννου τού πρότεινε προστασία με αντάλλαγμα να του μάθει να παίζει και εκείνος.

Βέβαια, όλα ξεκίνησαν όταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου άκουσε το Μινόρε του Τεκέ, ίσως τον Ιανουάριο του 1932 στην Ελλάδα, καθώς, για πρώτη φορά ηχογραφήθηκε στην Αμερική, το 1931. Κάπως έτσι, η ιδέα να ασχοληθεί με το όργανο και, γενικότερα, με τη λαϊκή αστική μουσική τού εντυπώθηκε στο υποσυνείδητο.

Ίσως, ήταν ένας συγκερασμός της υφιστάμενης κοινωνικής πραγματικότητας με την αδικία. Πρώιμα στάδια έως την αναζήτηση των ταξικών συνθηκών που υποχρέωναν και υποχρεώνουν τους ανθρώπους να ζουν στην ανέχεια.

Μέχρι τότε, ακούγονταν τα τραγούδια του δασκάλου. Του Μάρκου Βαμβακάρη. Το 1933. Πριν βάλει το μπουζούκι ο Μάρκος, ακούγονταν μικρασιάτικοι αμανέδες. Εκτιμούσε τον Τούντα, τον Περιστέρη, τον Γιοβάν Τσαούς. Το πρώτο δικό του τραγούδι ήταν η Φαληριώτισσα.

Το 1953 άνοιγε το δρόμο των συνθετών στα ταξίδια για την Αμερική. Πήγε εκεί για να συναντήσει τους απόδημους Έλληνες. Σχεδίαζε να παραμείνει για ένα μήνα αλλά τελικά, παρέμεινε, ένα χρόνο. Μαζί του, το 1954 είχε τη Ρένα Ντάλλια με την οποία αποτέλεσαν ένα από τα δημοφιλέστερα ντουέτα της δεκαετίας του 1950. Έπαιξαν στα καλύτερα μαγαζιά της Νέας Υόρκης. Το παρακάτω, με τη Ρένα Ντάλλια είναι από ηχογράφηση στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Φαληριώτισσα ήταν το εισιτήριο για τον ODEON. Όταν τον ειδοποίησαν να πάει να γραμμοφωνήσει ήταν με τα ρούχα της δουλειάς. Γεμάτα ασβέστη. Τα πρώτα ποσοστά από το δίσκο ήταν εξωφρενικά για την εποχή.

Πήγε τα λεφτά στη μάνα του αλλά εκείνη δεν τα δεχόταν. Έλεγε, σύμφωνα με τις δεισιδαιμονίες της εποχής και τα λόγια από μια γειτόνισσα, ότι η μηχανή που ακούγεται η φωνή του γιου της, του απορροφά του την απορροφά και την εξαφανίζει κιόλας!

Τα ποσοστά για τους πρώτους δύο μήνες ήταν 44 χιλιάδες. Δεν κράτησαν ούτε για 44 μέρες! Γιατί όπως έλεγε, τα σάβανα δεν έχουν τσέπες! Παρόμοια επιτυχία έκανε και η Μοδιστρούλα. Όμως, ο Παπαϊωάννου απέφευγε κάθε φορά να μιλήσει για το συγκεκριμένο τραγούδι και την ιστορία που έκρυβε πίσω του.

Το 1940 ξαναπήγε φαντάρος στον πόλεμο. Πήγε οδηγός στην Αλβανία. Αργότερα, ήθελε να πάει στη Μέση Ανατολή αλλά τον εμπόδισε μια φωτογραφία που έστειλε στη μάνα του, Χρύσα, επειδή εκείνη νόμιζε πως είχε χάσει τα χέρια του, καθώς τα είχε κρατημένα πίσω.

Στην κατοχή έκλεισαν τα εργοστάσια δίσκων. Έπαιζαν όπου βρουν για το φαγητό. Δούλευε υπερβολικά, στο μαγαζί του Μάριου στην Ομόνοια. Όπως έλεγε, μεροκάματο να βγαίνει για το τσουκάλι.

Από το 1970 το λαϊκό τραγούδι και οι παραγωγοί που τρέχουν τα διάφορα θέματα ψάχνουν, μανιωδώς, για τα λεφτά. Ενώ η φύση των συνθέσεων είναι η τροφή του λαού. Το τραγούδι είχε πέσει σε άσχημα χέρια. Αυτά και άλλα πολλά εξομολογείτο ο Γιάννης Παπαϊωάννου στο βιβλίο Ντόμπρα και Σταράτα, των εκδόσεων Κάκτος, σε επιμέλεια του Κώστα Χατζηδουλή.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *