«Είμαι ένας Γερμανός συνθέτης που γεννήθηκε στο Αιγαίο και ένας Κρητικός τραγουδοποιός που έζησε στο Παρίσι».
Σκηνικό, τα Ιμαλάια. Ντόπιοι, υψιπετείς μουσικοί διασκευάζουν τα Δακρυσμένα Μάτια του Γιάννη Θεοδωράκη. Ο μελωδός της Ρωμιοσύνης, Μίκης, αναπαύεται στα Χανιά. Ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας, όπως σημειώνει και ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Γεννήθηκε το 1925 στη Χίο, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η κρητική καταγωγή του πατέρα του αλλά και οι Μικρασιάτες πρόγονοι από την πλευρά της μητέρας του, τον καθορίζουν ουσιαστικά. Έλεγε, μάλιστα, ότι από έναν πρόγονό του, τον Θεοδωρομανώλη, ξακουστό λυράρη στην Κρήτη των τελών του 1800, πήρε την έφεση για τη μουσική.
«Ήμουν κλεισμένος σε τρεις κύκλους. Πρώτος ήταν ο οικογενειακός κύκλος. Μου έδωσε μεγάλη χαρά και ευτυχία, για την οποία ευγνωμονώ τους δικούς μου. Δηλαδή ό,τι γεύση ευτυχίας έχω στη ζωή μου, την έχω από την οικογένειά μου. Ένα οικογενειακό περιβάλλον που βασίλευε η μεγάλη αγάπη, η χαρά, η ευτυχία, η αλληλεγγύη, το τραγούδι, το κέφι».
Αρχές της δεκαετίας του 1940 άκουσε την 9η του Μπετόβεν στον κινηματογράφο. «Ήταν πραγματικά ένας κεραυνός! Κεραυνός! Έπεσα κεραυνόπληκτος, αρρώστησα!». Σημειώνει ο ίδιος.
Το 1943, στην Αθήνα, περνά την πόρτα του Ωδείου Αθηνών. Εκεί, έχει δάσκαλο το Φιλοκτήτη Οικονομίδη. «Δεν υπάρχει, νομίζω, για ένα μουσικό, βαθύτερο, ηδονικότερο, δυνατότερο συναίσθημα από τη στιγμή που ανακαλύπτει τη μουσική. Αυτές οι στιγμές είχαν ονόματα του Μπαχ, του Χέντελ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Μπερλιόζ, του Βάγκνερ…Μια απέραντη χαρά και ευγνωμοσύνη για ό,τι μας χάρισαν. Και μια δίψα ανελέητη να μάθουμε τη γλώσσσα τους, να βρούμε τα κλειδιά για να ανοίξουμε τους μουσικούς δρόμους των ήχων».
Γενικότερα, μεταξύ 1940-1943, δηλαδή σε ηλικία 15-18 ετών, μελοποίησε για πρώτη φορά και την «Άνοιξη» και την «Πρωτομαγιά» του Διονύσιου Σολωμού. Την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης ξεκίνησε να γράψει την «Πρώτη Συμφωνία» του, προστρέχοντας στο τέλος της στον Σολωμό, στην «πολύανθη Πρωτομαγιά» του, την Πρωτομαγιά την ιδωμένη από τον Σολωμό για πρώτη φορά ως μια ευρύτερα κοινωνική, πολυσήμαντη γιορτή. «Μελετώντας τον αδιάκοπα, ανακάλυπτα διαρκώς νέα μουσική: μια παράξενη αρμονία γέμιζε το πνεύμα μου. Και θα περνούσαν δεκαετίες ασταμάτητης επαφής και αναζήτησης του “ήχου“ μέσα στον σολωμικό στίχο, μέχρι την “Τρίτη Συμφωνία“ μου, στην οποία θα μελοποιούσα εκείνη τη στροφή που χτύπησε βαθιά μέσα μου στα 1940: “Τώρα που η ξάστερη / νύχτα μονάχους / μας ηύρε απάντεχα / και εκεί στους βράχους / σχίζεται η θάλασσα / σιγαλινά“… Και δεν ήταν οι μόνοι στίχοι του για τους οποίους έγραψα μουσική, καθώς την ίδια παγκόσμια αρμονία, το ίδιο ηθικό αίτημα με τον Σολωμό αναζητούσα και αναζητώ σε όλη μου τη ζωή και με όλη μου την τέχνη», προσέθεσε.
Παίρνει μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη του 1944 μέσα στις γραμμές του 1ου Τάγματος Εφεδρικού ΕΛΑΣ, με βάση τη Νέα Σμύρνη.
«Εάν υπήρχε επιτύμβιο επίγραμμα-κατά το αισχύλειο-που θα επιθυμούσα να χαραχτεί στον τάφο μου, θα ήτανε: Πολέμησε το Δεκέμβρη». Η επιθυμία του, έγινε πράξη.
Τον Ιούλιο του 1947 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Ικαρία. Εκεί, θα ακούσει τον «Καπετάν Αντρέα Ζέππο» από μια ομάδα εξόριστων Πειραιωτών. «Και αυτό ήταν το δεύτερο σοκ της ζωής μου», μετά την 9η του Μπετόβεν.
Το χειμώνα του 1949 εξορίζεται στη Μακρόνησο και βασανίζεται φρικτά. Σύμφωνα με τον ίδιο, το εγώ έγινε, οριστικά, εμείς. «Η μάχη θα δοθεί για το ‘εμείς΄, υπέρ του ανθρώπου εναντίον των κανιβάλων. Η ασθένεια των κανιβάλων είναι το ‘εν αρχή το κέρδος’. Ακολουθεί η υποτίμηση του ανθρώπου».
Το 1954 με υποτροφία εγκαθίσταται στο Παρίσι. Συνεχίζει το συμφωνικό του έργο και γράφει τα σπουδαιότερα έργα του, «Τρεις σουίτες», «Το μπαλέτο Αντιγόνη» και το «Κονσέρτο για πιάνο».
Το 1958, στη γαλλική πρωτεύουσα, φτάνει ταχυδρομικώς, ένα δέμα. Είναι η επανέκδοση του Επιτάφιου. Ο Γιάννης Ρίτσος εσωκλείει το εξής σημείωμα: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από το Μεταξά στα 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός».
Ο δημιουργός όταν αναφέρεται στο έργο, δηλώνει: «Ευθύς μόλις το διάβασα, άρχισα να γράφω τα τραγούδια, αυθόρμητα, δίχως καμία ανάγκη, καμία πρόθεση θα έλεγα. Και η μουσική βγήκε αυτή που βγήκε. Λαϊκή. Γιατί άραγε; Καταρχήν νομίζω από ανάγκη να παρακολουθήσω την ίδια διαδικασία με το Ρίτσο, καθώς παίρνει τους δρόμους, τα δυνατά στοιχεία από τα μοιρολόγια και τη δημοτική μας ποίηση και-όντας πάντοτε Ρίτσος-θέλει να είναι συνάμα ο οποιοσδήποτε λαϊκός ποιητής, η οποιαδήποτε χαροκαμένη μάνα, η λαϊκή μούσα». Σε αυτά τα λόγια, το δικό μας σχόλιο υπογραμμίζει πως για πρώτη φορά στη μουσική του αναδύεται ένα περιεχόμενο με πρωτόφαντη μορφή η οποία άλλαξε την τροπή της νεότερης ποίησης. Κάτι τέτοιο γίνεται ευρέως κατανοητό και στην αναμέτρηση του συνθέτη με το λευκό χαρτί στη εξορία, στη Ζάτουνα και τις εργασίες, Αρκαδία Ι, ΙΙ, ΙΙΙ. Με άλλα λόγια, καθορίζεται η προσωπική του αισθητική. Η σχέση μορφής και περιεχομένου.
Ο Γιάννης Ρίτσος είπε για το Θεοδωράκη ότι “έφερε την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του”. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο πως ο δημιουργός συνάντησε και ενέταξε στο έργο του, τους λαϊκούς δρόμους του Βασίλη Τσιτσάνη, το δημοτικό τραγούδι, αλλά και την αρχαία τραγωδία, το βυζαντινό μέλος, το κλασικό τραγούδι, τη συμφωνική μουσική, τα ορατόρια, το ρυθμό ¾ αλλά και παιδικά τραγούδια, όπως για παράδειγμα το «Κοιμήσου αγγελούδι μου», του Κώστα Βίρβου ή το «Θα σου δώσω ένα χρυσό τόπι» του Mπρένταν Μπίαν σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα. Πάντοτε, με ακατέργαστη γλυκύτητα.
Νοηματικές νησίδες
Η μαζική κουλτούρα έχει δημιουργήσει έναν ιδιότυπο φετιχισμό και ατομισμό της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Είναι δύσκολο να πειστεί και να ενταχθεί-συσπειρωθεί σε συλλογική συνείδηση και δράση, ένας καλλιτέχνης. Εάν, τελικά, ενταχθεί, σε βιωματικό επίπεδο δημιουργεί καταλυτικούς πολλαπλασιαστές ισχύος. Ωστόσο, το σύνηθες, είναι να δεσπόζει η εξοντωτική διαδικασία της σύγχρονης χειροναξίας, η επανάληψη μοτίβων. Παράλληλα, οι δημιουργικές δυνατότητες περιβάλλονται με φωτοστέφανο μυστηρίου και έτσι δίνεται η αχλύ της αγοραίας λαμπρότητας. Ο άνθρωπος ο οποίος είναι υποκείμενο εκτελεστικής χειροναξίας, θεωρεί ότι δι αντιπροσώπων μπορεί να αναπληρώσει το κενό δημιουργικότητας του. Άρση της προηγούμενης κατάστασης δε σημαίνει, απλά, απάλειψη. Άρση, σημαίνει απάλειψη του διπόλου ηθικής και πολιτικής ιδιοτέλειας. Στην τελευταία είναι έντονο το ζωώδες στοιχείο, με απουσία συναρμογής σκοπών, μέσων και τρόπων. Δηλαδή, την αναγκαία σκοποθεσία. Γι’αυτό ο πολιτικός Θεοδωράκης είναι εξίσου σημαντικός με το μουσικοσυνθέτη.
Διατηρούμε, ακλόνητη την πίστη πως το μέτρο της μνήμης είναι το αίσθημα που προκαλείται τη στιγμή της απώλειας. Κάπως έτσι, η καλλιτεχνική εργασία είναι μη αποξενωμένη από το κοινωνικό εποικοδόμημα. Οι αισθήσεις του ανθρώπου δημιουργούνται από την αλληλεπίδραση. Αποτελούν αποτέλεσμα της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση και την κοινωνία. Η ανθρωπιά των αισθήσεων διαμορφώνεται μέσα από την εργασία. Οι αισθήσεις αποκτούν αντικείμενο και το αντικείμενο διαμορφώνει την αίσθηση. Ο Θεοδωράκης κάνει μια τομή στα μουσικά δρώμενα της Ελλάδας, διότι, από τις αρχές του 15ου αιώνα μέχρι σήμερα και κυρίως στο μεσοπόλεμο και τις μετεμφυλιακές συνθήκες, κυριαρχεί η ανάγκη του ατομισμού. Ένας ιδιοτελής ναρκισσισμός ο οποίος ανάγεται σε μέτρο αγάπης. Επικρατεί, ο νοσηρός εγωισμός.
Ο δημιουργός σε συνέντευξή του στη Ρουμπίνη Σούλη, στις 23/7/1995 για την εφημερίδα Ριζοσπάστης, μεταξύ άλλων, δήλωσε:
«Σήμερα -όπως και χθες- τα μουσικά κατεστημένα κινούνται γύρω από δύο διεθνείς πλέον άξονες: τον λαϊκό και τον έντεχνο. Η λαϊκή μουσική κυριαρχείται από την παντοδυναμία της αγγλοσαξονικής μουσικής pop, επιτρέποντας σε κάθε χώρα την ύπαρξη τοπικών μουσικών ιδιωμάτων με περιθωριακή σημασία, που δεν θα θίγουν τα κυριαρχικά οικονομικά και ηθικοπλαστικά τους συμφέροντα. Αυτό συμβαίνει σε περιοχές με ανάπτυξη όπως η δική μας, όπου η «μορφωτική ολοκλήρωση», όπως την εννοεί και τη θέλει ο καπιταλισμός, δεν έχει ακόμα συντελεστεί και όπου υπάρχουν «πολιτιστικές διαβαθμίσεις». Έτσι, οι πιο προχωρημένοι -κυρίως νέοι- κοινωνικά έχουν φτάσει στην pop, ενώ οι υπανάπτυκτοι και οι εν εξελίξει είναι πελάτες εγχώριων υποπροϊόντων, που όμως κι αυτά ελέγχονται από τις διεθνείς εταιρείες, που νέμονται και τη χώρα μας και που ουσιαστικά είναι κλάδοι, παραρτήματα και εκπρόσωποι της αγγλοσαξονικής pop μουσικής». Και παρακάτω: «Στην ουσία, η πράξη συνένωσης του λαϊκού με το έντεχνο αντιστοιχεί με εκείνη του Προμηθέα, που έσπασε το μονοπώλιο των θεών δίνοντας τη φωτιά στους ανθρώπους. Το έλλογο, το έντεχνο στοιχείο είναι εκείνο που κρατούσαν πάντοτε μονοπωλιακά δικό τους οι ιθύνουσες τάξεις».
Αν θυμηθείς τ’ονειρό μου… σε περιμένω να ‘ρθεις, Νικός Γκάτσος, 1960
Και τώρα τι λέτε; Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι κι από εκεί στο Σείριο; Ο μάγος Χατζιδάκις υποδέχεται τον Απολλώνιο και Διονυσιακό Θεοδωράκη!
Όταν δεν διήυθυνε την ορχήστρα ανοίγοντας τα χέρια του όπως ένα άλμπατρος, ο Μίκης έγραφε για το Διόνυσο σε μια εποχή, το 1985, όπου η επαναστατική αδιαλλαξία ήταν δέκα και είκοσι χρόνια, νέα ιστορία. «Όσοι αγάπησαν κείτονται νεκροί… Όσοι προσκύνησαν είναι οδηγοί». Ο Διόνυσος έλαβε μέρος στη μάχη του Μακρυγιάννη, το Δεκέμβρη του 44. Κηδεύεται στις 10/12 όταν οι Άγγλοι καταλαμβάνουν την Ακρόπολη. Περιστοιχίζεται από έφηβους και νύμφες.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, αφού ηχογραφεί τον Επιτάφιο με τη φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη και στέλνει τις κόπιες σε φίλους του στην Ελλάδα, από τη Νέα Υόρκη και αφού προηγουμένως, το 1976, έχει δώσει στο Θεοδωράκη να ερμηνεύσει το κορυφαίο έργο εκείνου και του Νίκου Γκάτσου, Ελλαδογραφία, καταγράφει κάποιες σκέψεις: «Κάθε φορά που θέλησα να παίξω σοβαρά, βρήκα απεριόριστη τη συμπαράσταση του φίλου μου Μίκη Θεοδωράκη, εξαίσιου τεχνίτη των ήχων και των αισθημάτων. Είναι αλήθεια πως πολλές φορές διαφωνήσαμε στο παρελθόν μα πάντα στα δευτερεύοντα και στα τριτεύοντα, ποτέ στα πρώτα και πρωταρχικά. Σ’ αυτά υπήρξαμε πάντα συναγωνιστές. Έτσι και τώρα με τον Σείριο. Θέλω να παίξω τον τροχονόμο και τον αρχειοθέτη μιας μουσικής ελληνικής κι επιλεγμένης, που θα ασκήσει επιρροή και σε προέκταση παιδεία, σε ακροατές που δεν έχουν ακόμα εφησυχάσει σε δημοσιογραφικές και κομματικές «υποδείξεις» περί Μουσικής και περί Τέχνης γενικά. Μόλις έμαθε ο Θεοδωράκης το καινούριο παιχνίδι μου, δεν έχασε καιρό, βάζει φτερά κι έρχεται να με βρει στο Σείριο – εκεί που, καθώς γνωρίζετε, «κατοικούν παιδιά» κι εγώ μαζί τους. Και μου ’φερε τη Φαίδρα και τον Διόνυσό του.
Πολύ χάρηκα την εμπιστοσύνη του. Και φρόντισα μαζί μ’ αυτόν, μέσα σε αρκετά μερόνυχτα εργασίας, ν’ αποκτήσουν τα πρόσωπα αυτά όλη την ερωτική έλξη που οφείλουν να έχουν, σαν κορυφαία έργα από την πιο πρόσφατη εργασία του. Με τον Διόνυσο ο Μίκης Θεοδωράκης πραγματοποιεί κάτι που μόνο ένας αληθινός τεχνίτης της μουσικής μπορούσε να πραγματοποιήσει. Μια οικοδομημένη προέκταση του λαϊκού, μέσα στην περιοχή του προβληματισμένου έντεχνου τραγουδιού. Πρέπει να προσέξετε πολύ τον Διόνυσο, αφού χαρείτε τη συγκίνηση της πρώτης επαφής μαζί του. Για να διαπιστώσετε τι πάει να πει «έντεχνη λαϊκή μουσική» στα ικανά χέρια ενός γνήσιου μουσικού. Και πως, μες από ευρηματικούς μελωδισμούς και συναρπαστικούς συνδυασμούς ήχων, ξεδιπλώνεται ένα έργο, που μαζί με την εντατική ατμόσφαιρά του, περιέχει μέσα του πικρά μηνύματα των χαλεπών καιρών που ζούμε. Το επικό στοιχείο του Θεοδωράκη στην απόλυτη ωριμότητά του και μακριά από τις μεγαλόπρεπες εκτονώσεις των δρόμων. Το επικό, τέλεια συγκερασμένο με την ελεγεία των πολιτικών απογοητεύσεων και του ενεδρεύοντος Θανάτου. Νιώθω περήφανος που ο Σείριος ανάμεσα στα παιδιά που τον κατοικούν, συμπεριέλαβε και τον συγκλονιστικό ΔΙΟΝΥΣΟ του Μίκη Θεοδωράκη».
Κατακλείδα. Υπάρχει ένας όρος στη ψυχολογία και την κοινωνική ψυχολογία ο οποίος καλείται, ως δέος. Είναι υποσυνείδητη κατάσταση υποβολής. Μια υποταγή σε μυστικιστική, μεταφυσική, υπερβατική κατάσταση. Εμείς, στη συνάντησή μας, με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη, κρατάμε το δέος, αφήνουμε εκτός το φόβο και μετατρέπουμε τη μυστικιστική εξωγενή δύναμη σε μυσταγωγική τέρψη!