Home >> Μουσική >> Mη με λησμόνει

Mη με λησμόνει

Με εμφανή τα σημάδια της θλίψης, έπειτα από την παρέλευση του εθνικού πένθους, και πάντοτε με την υποσημείωση ότι θα επανέλθουμε στο έργο του σε καλύτερες συνθήκες, αποχαιρετούμε το Μίκη Θεοδωράκη με στίχους του Διονύσιου Σολωμού, του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Γιάννη Ρίτσου. Βαθύτατη πίστη μας πως έχουν οργανική συνάφεια με την πολιτική και συνθετική, εβδομηντάχρονη, πορεία του μελωδού της Ρωμιοσύνης. Το κράμα Απόλλωνα και Διόνυσου.

Στοχασμοί του ποιητή, Σολωμός, αποσπάσματα

Εφάρμοσε εις την πνευματική μορφή την ιστορία του φυτού, το οποίον αρχινάει από το σπόρο και γυρίζει εις αυτόν, αφού περιέλθει, ως βαθμούς ξετυλιγμού, όλες τες φυτικές μορφές, δηλαδή τη ρίζα, τον κορμό, τα φύλλα, τ’ άνθη και τους καρπούς. Εφάρμοσέ την και σκέψου βαθιά την υπόσταση του υποκειμένου και τη μορφή της τέχνης. Πρόσεξε ώστε τούτο το έργο να γένεται δίχως ποσώς να διακόπτεται.

(…)

Σκέψου βαθιά και σταθερά (μία φορά για πάντα) τη φύση της Ιδέας, πριν πραγματοποιήσεις το ποίημα. Εις αυτό θα ενσαρκωθεί το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, η Πατρίδα και η Πίστις.

(…)

Ο θεμελιώδης ρυθμός ας στυλωθεί εις το κέντρο της Εθνικότητος και ας υψώνεται κάθετα, ενώ το νόημα, από το οποίο πηγάζει η Ποίηση, και το οποίο αυτή υπηρετεί, απλώνει βαθμηδόν τους κύκλους του.

(…)

Πραγματοποίησε τούτη την Ιδέα: όλοι οι ανθρώπινοι δεσμοί —πατρός, αδελφού, γυναικός— ριζωμένοι εις τη γη, και με αυτούς ο ενθουσιασμός της δόξας· — τους αρπάζεται η γη, και τοιουτοτρόπως αναγκάζονται να ξεσκεπάσουν εις τα βάθη της την αγιοσύνη της ψυχής τους. Εις τον πάτο της εικόνας πάντα η Ελλάδα με το μέλλον της. Από την αρχή ώς το τέλος περνάνε από πόνον εις πόνον έως τον άκρον πόνο· τότε έτρεξε η θάλασσα, και η ψυχή τους έπλεε εις την πίκρα και ετρέκλιζαν ωσάν μεθυσμένοι. Τότε ο εχθρός τούς ζητεί να αλλαξοπιστήσουν. Ο Άγιος Αυγουστίνος λέγει, ότι ο Σταυρός είναι η καθέδρα της αληθινής σοφίας· επειδή όσα ο Ιησούς εις τρεις χρόνους εδίδαξε με το Ευαγγέλιο, όλα τα ανακεφαλαίωσε εις τρεις ώρες απάνου εις το Σταυρό.

(…)

Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος, μέσα εις τον οποίο κινιέται η πολιορκημένη πόλη, να ξεσκεπάζει εις την ατμοσφαίρα του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας, για την υλική θέση, οπού αξίζει τόσο για εκείνους οπού θέλουν να τη βαστάξουν, όσο για εκείνους οπού θέλουν να την αρπάξουν· και, για την ηθική θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος. Τοιουτοτρόπως η υπόθεση δένεται με το παγκόσμιο σύστημα. — Ιδές τον Προμηθέα και εν γένει τα συγγράμματα του Αισχύλου. — Ας φανεί καθαρά η μικρότης του τόπου και ο σιδερένιος και ασύντριφτος κύκλος οπού την έχει κλεισμένη. Τοιουτοτρόπως από τη μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλες ενάντιες δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Δυνάμωσις»

Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει

να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.

Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,

αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει

και νόμους κ’ έθιμα κι απ’ την παραδεγμένη

και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει.

Από τες ηδονές πολλά θα διδαχθεί.

Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·

το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.

Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώσι.

“Σχήμα της απουσίας”, Γιάννης Ρίτσος

“Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –

Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα

σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.

Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.

Τα βράδια του καλοκαιριού, την ώρα που κλείνουν τα δημόσια πάρκα
και τα μικρά κορίτσια με τις παραμάνες τους γυρίζουν στα σπίτια τους
κι άλλα μικρότερα μες στα καρότσια τους, κοιμισμένα κιόλας,
πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία, τα πεθαμένα κορίτσια,
ωχρά, με μαραμένα μαλλιά, κρατώντας στα δεμένα χέρια τους
τις ξερές ανθοδέσμες τους, σα μικρά ποιήματα
που δεν πρόφτασαν να τα μάθουν απ’ έξω.

Στέκουν από μακριά και κοιτάζουν τις κορδέλες και τα παιχνίδια κρεμασμένα στα περίπτερα,
τη φωτισμένη, ταπεινή βιτρίνα του γειτονικού ψιλικατζίδικου
αφήνοντας σε κάθε βήμα τους ένα χώρο εσωτερικό που τον γεμίζει αμέσως
μια σκιά μενεξεδένια και ρόδινη. Φτάνουν ως έξω απ’ το σπίτι τους,
κοιτούν το κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο,
υψώνουν μια στιγμή το χέρι, μα δε χτυπούν τη γρίλια. Από μέσα
ακούνε οι γονείς το χτύπημα’ αφήνουν την πετσέτα να πέσει στο τραπέζι
σα να πέφτει ένα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στο χρόνο. Ανοίγουν την πόρτα.

Δεν είναι τίποτα. Βλέπουν μονάχα
τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο
και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους.

Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της –
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.

Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται ‘κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.

Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.
Τι ‘ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα; Κι αυτά τ’ αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες ‘κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ’ τον αγέρα του μικρού λυγμού του. Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.

Δε μας γνωρίζει τίποτα. Μα εσύ επιμένεις αόρατη
να μας γνωρίσεις πάλι με τη ζωή – να συμμαχήσουμε. Αν είναι
το βλέμμα σου μέσα στο βλέμμα μας, δε θ’ αρνηθούμε
να δούμε, να μιλήσουμε, να κινηθούμε. Αυτός ο νέος
ίσως μια μέρα και να σ’ αγαπούσε. Ετούτα τα κορίτσια
ίσως και θα ΄ταν φιλενάδες σου. Σε τούτο το σχολείο
θα πήγαινες μεθαύριο. Κι έτσι μέσα στη νύχτα
που φεύγουμε ξένοι, μπρος σε δυο σειρές ακατοίκητα σπίτια,
κάτω από γλόμπους χωρίς αχτίνες σαν κλεισμένα χέρια,
μια γλάστρα ποτισμένη που στάζει απ’ το παλιό μπαλκόνι
εμπιστεύεται πάλι τον ήχο της σ’ εμάς’ μια πόρτα
μισανοιγμένη, ξαγρυπνάει για ΄μας κι αυτός ο ξύλινος πάγκος
παρατημένος καταμεσής στην ερημιά, εμάς περίμενε να καθίσουμε, ξέροντας
πως κάπου εκεί, σ’ ένα μοναχικό παράθυρο, κρεμασμένο
ψηλά στη νύχτα, εσύ, πίσω απ’ το δαντελένιο κουρτινάκι,
περιμένεις να σου χαμογελάσουμε”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *