Ο Μανόλης Αναγνωστάκης θεωρείται ο πιο αντιπροσωπευτικός ποιητής από την ομάδα εκείνων των μεταπολεμικών ποιητών που αποκαλούνται «κοινωνικοί» ή «πολιτικοί» ποιητές ή ακόμη και «ποιητές της ήττας». Τον χαρακτηρισμό «πολιτικός», του επέδωσε ένα σημαντικό μέρος της κριτικής σε μεγάλο βαθμό δικαιωματικά. Όχι μόνον, γιατί το έργο του συνιστά μια συγκλονιστική αλληγορική μαρτυρία των περιπετειών της Αριστεράς και του κόσμου της στην τραγική εποχή της Κατοχής και του Μεταπολέμου, ένα σπαρακτικό ντοκουμέντο μιας ανελέητης πραγματικότητας, την οποία αναπαράστησε με «χαμηλή φωνή» -τρυφερά εμπιστευτική, εξομολογητικό τόνο που αποπνέει την αμεσότητα της ζωντανής προσωπικής επαφής και λιτότητα η οποία φθάνει στην υπερβολή (Beaton, 1996, 251). Ούτε, πάλι, επειδή η ετικέτα που του προσέδωσε η κριτική ανταποκρίνεται στην ιδεολογική και κομματική συνέπεια με την οποία υποστήριξε τον αριστερό χώρο και βρίσκει τη νομιμοποίησή της στην αναγωγή του από την Ανανεωτική Αριστερά της Μεταπολίτευσης σε εμβληματική μορφή και ποιητική συνείδηση της παράταξης, και μάλιστα χωρίς αντίρρηση από τον ίδιο. Είναι, κυρίως, επειδή στο ποιητικό του έργο είδε την σύντηξη μιας μακρόβιας «ποιητικής και πολιτικής ηθικής» σ’ ένα «όλον» συνεκτικό και αδιαίρετο, το οποίο συναρτάται ευθέως με την πολιτική μνήμη και τον πολιτικό στοχασμό.
1. Η πολυσημία της ποίησης του Μ. Αναγνωστάκη
Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ οι πολιτικές θέσεις του Αναγνωστάκη ήταν δεδομένες κι ο ίδιος υπήρξε ένα βαθιά πολιτικοποιημένο άτομο, στον ποιητικό του λόγο δεν παρεισφρέουν στοιχεία πολιτικής κατήχησης, που θα τον ενέτασσαν στον «κανόνα» της στρατευμένης Αριστεράς ούτε και προωθούνται επαναστατικά μηνύματα ή μεγαλόπνοα μαχητικά κηρύγματα εν είδει διακοινώσεων μιας αποκεκαλυμμένης αλήθειας (Χατζηβασιλείου, 1997, 32). Δεν υπάρχει «άλλος ποιητής με τόσο «στρατευμένο» πολιτικό βίο», συνηγορεί ο Νάσος Βαγενάς στις κριτικές καταθέσεις του για τον Αναγνωστάκη, «που να διοχετεύει χάρη στην υψηλή αισθητική του συνείδηση τόσο λίγα στοιχεία της ιδεολογικής του ταυτότητας στο ποιητικό του έργο αποδεικνύοντας στην πράξη ότι η πολιτική διάσταση της ποιητικής του αποτελεί μία μόνον από τις συντεταγμένες της, και μάλιστα, όχι την κύρια» (Βαγενάς, 1996, 129).
Την άποψη αυτή συμμερίζεται και επικροτεί ο ίδιος ο Αναγνωστάκης σε μια μακρά συνομιλία του με τον συγγραφέα Μισέλ Φάις το 1992 (Αναγνωστάκης, 2011, 59). «Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά … νομίζω ότι … είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί», εκμυστηρεύεται ερμηνεύοντας τον ακατανόητο για πολλούς αυτόν συνδυασμό σε αναφορά με τα ειδοποιά γνωρίσματα εκείνης, της φορτωμένης «φουντωμένα πολιτικά πάθη» εποχής, που δεν επέτρεπαν την ερωτική ποιητική έκφραση εκτός του πολιτικού της πλαισίου.
Αδιάψευστες αποδείξεις της βίωσης από τον ποιητή του ερωτικού και του πολιτικού στοιχείου σε αξεδιάλυτη συνύφανση μεταξύ τους, εντοπίζονται στις πρώτες κιόλας Εποχές του, που γράφτηκαν μεταξύ 1941 και 1944, σε διφορούμενου νοήματος στίχους οι οποίοι συσκοτίζουν το ποιητικό αντικείμενό του επιτρέποντας την πρόσληψη και τη νοηματοδότησή τους είτε ως πολιτικών είτε ως ερωτικών.
«Θα ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χουμε πια τι να πούμε / Θα καθόμαστε απέναντι και θα
κοιταζόμαστε στα μάτια / Η σιωπή μου θα λέει: «Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να
στο πω»[«θα ‘ρθει μια μέρα…», Εποχές Ι, (1945)]
«Κι εγώ π’ αγκάλιασα το κάθε τι που πέρασε μπροστά μου / Αυτήν που ζητούσα δεν τη συνάντησα
ούτε στα πιο μεθυσμένα όνειρά μου» [«VIII», Εποχές ΙΙ, (1948)]
«Άσε να φτύσω το φαρμάκι της ψεύτρας σου ύπαρξης / Άσε να οραματιστώ τις νεκρές
αναμνήσεις μου» [«Πέντε μικρά θέματα», Εποχές Ι, (1945)]
Εξίσου πολύσημη η στιχοποιία και στο τρίπτυχο του δεύτερου κύκλου του ποιητικού έργου του Αναγνωστάκη «Οι Συνέχειες 1, 2, 3» (1953-1962) -στον οποίο επεκτείνει το ποιητικό χρονικό των τριών «Εποχών» του, της κατοχής, των μετά την απελευθέρωση και της «φυλάκισής του, για να πραγματευθεί την τελευταία φάση του δράματος βαδίζοντας πάνω στα πιο ζοφερά μονοπάτια του τραγικού»(Λαμπρίδης, 1996, 37)- «επιτρέπει τη λοξή ερμηνεία των στίχων ως εκφραστικών μέσων της ιδεολογίας του αριστερού κινήματος αλλά και των προσωπικών συναισθημάτων του ποιητή,» «της αδυναμίας επικοινωνίας ή μιας ερωτικής απογοήτευσης» (Βαγενάς, 1996, 298):
«Έλα να παίξουμε… / Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου / Ήταν για μένα μια φορὰ η αγαπημένη / Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη» («Το σκάκι», Η Συνέχεια Ι, (1954) )
Ή επιτρέπει, επίσης, τη διαπίστωση των υπαρξιακών του αγωνιών μπροστά «στις απόπνοιες και τα αδιέξοδα ενός αποσυντιθέμενου κόσμου, που μετατρέπουν την πίκρα σε απόγνωση, την καθημερινότητα σε μόνη θεμιτή συμφορά» (Αργυρίου, 1996, 33) και συνθλίβουν τον κοινωνικά ευαισθητοποιημένο ποιητή. O ποιητής, έτσι, καταφεύγει στη σιωπή, ως εξίσου δραστική μορφή έκφρασης με την πράξη, για να διασώσει την αξιοπρέπεια και την προσωπική του ελευθερία και να περισώσει κάτι από την ανθρωπιά του (Λαμπρίδης, 1996, 39).
«Τεντώσου απορρίπτοντας των λόγων σου την πανοπλία / Κάθε εξωτερικό περίβλημά σου περιττό / Και της Σιωπής το μέγα διάστημα, έτσι, /Τεντώσου να πληρώσεις συμπαγής». [«Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι …», Η Συνέχεια Ι, (1954)]