Λίγες ημέρες πριν το θάνατό του, τον Ιούνιο του 1994 ο Χατζιδάκις δίνει συνέντευξη στις εφημερίδες Καθημερινή και Ελευθεροτυπία, τη Γιώτα Συκκά και το Φώτη Απέργη, όταν και επέστρεψε από την Αμερική για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στην καρδιά του. Παρελαύνουν ο δάσκαλός του, Μενέλαος Παλλάντιος, ο Μάρκος Βαμβακάρης, η Μελίνα Μερκούρη, η Ορχήστρα των Χρωμάτων, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και η συμφιλίωση με το θάνατος.
Ο Χατζιδάκις ομολογεί πως ήταν κακός μαθητής στο ωδείο, στα 17 του χρόνια. Ο δάσκαλός του Μενέλαος Παλλάντιος, απαιτούσε σκηνοθεσία. Έγραφε μουσική στην κουζίνα με τη μητέρα του. Αυτό έπαιξε ρόλο κατά τον ίδιο στην ομαλότητα και στην ποίηση που εμπεριέχεται στον άνθρωπο. Δεν βρίσκεται στην ατμόσφαιρα.
Έμαθε μουσική μελετώντας και ακούγοντας. Με την ορχήστρα των Χρωμάτων, ξεχρεώνει στο δάσκαλό του. Είχε μια τάση να μην είναι σαν όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Οι γονείς του τον αγαπούσαν. Μέσα από την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του, ήθελαν, κατά τον ίδιο, να εισπράξουν το αποτέλεσμα του.
Αναφορικά με το ρεμπέτικο, ομολογεί πως πήγαινε με τόλμη και με άγνοια νεότητας. Επικρατούσε κωδικοποιημένη συμπεριφορά. Οι διαφορές λύνονταν με μαχαίρια. Με ένα φίλο του, ιδιοφυές παιδί, μυήθηκε στον κόσμο. Τον αναφέρει στη Μελισσάνθη. Του έδωσε την αιτία να ενδιαφερθεί σε εποχή, 1945-47, όπου όποιος κρατούσε μπουζούκι τον έπιανε η ασφάλεια.
Με το Μάρκο Βαμβακάρη γνωρίστηκαν όταν πήγε στην ταβέρνα να τον ακούσει. Έπινε και έτρωγε, με λίγη ρετσίνα. Ο Μάρκος παρενέβη όταν οι μάγκες πήγαν να τον προπηλακίσουν και τους κλώτσησε. Έτσι το 1948, στη διάλεξη για το λαϊκό τραγούδι, στο θέατρο Τέχνης, ο Μάρκος παίζει τη μουσική του μετά τα όσα είπε για το ρεμπέτικο. Τον καιρό εκείνο, ενοχοποιήθηκε ο συνθέτης από τον αστικό τύπο.
Τότε το κατεστημένο δεν επενεργούσε μέσα του. Έλεγε πως ήταν μεγαλοαστός ως ιδιοσυγκρασία. Ποιητής ως καλλιέργεια και σαν αληθινή ιδιοσυγκρασία μέσα του, ήταν λαϊκός. Η αληθινή αριστερά για τον ίδιο, έπρεπε να περιέχει μέσα της κάθε άνθρωπο που δεν συμβιβάζεται με τον καταναλωτισμό και έχει ανησυχίες. Η αριστερά σημαίνει μια διαρκής ευαισθησία και μια διαρκής επανάσταση. Όχι μια επανάσταση που εφησυχάζει. Είχε μάθει να αντιδρά στο σύστημα και τόνιζε πως σπούδαζε να είναι ελεύθερος.
«Το πεντάλεπτο σχόλιο του Τρίτου κάθε Κυριακή στις 2 το μεσημέρι και την επανάληψη κάθε Τετάρτη στις 8 βράδυ, δεν είναι πολιτικό, όπως νόμισαν μερικοί σαν το πρωτοαναγγείλαμε. Είναι η Πολιτική του Τρίτου πάνω στα διάφορα καλλιτεχνικά και κοινωνικά θέματα του τόπου. Φυσικά το ύφος των σχολίων δεν διεκδικεί βραβείο εκλαϊκευμένης έκφρασης, χωρίς πάλι αυτό να σημαίνει πως είναι δυσνόητο και βαρυσήμαντο. Απλούστατα, είναι ένα παιχνίδι εκφραστικό που φιλοδοξεί να παρέχει, να παρουσιάζει, με τρόπο ευχάριστο την κατά την κρίση του Τρίτου, σωστή άποψη του «θέματος». («Τρίτο Πρόγραμμα», τεύχος 2, 6-12 Μαίου 1978)
Τη Μελίνα τη γνώρισε και την ερωτεύτηκε σε ηλικία 18 ετών όταν εκείνη ήταν 23. Η πρώτη τους συνάντηση ήταν στην παράσταση που έγραψε μουσική. Στην τσαρίνα. Έτσι, έγιναν φίλοι. Η Μελίνα ήταν το ερωτικό πρόσωπο της Ελλάδας.
Με το νεανικό θίασο της ΕΠΟΝ, ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη, ο τραγουδοποιός κατέφυγε σε ένα πορνείο για να σωθεί και εκεί, χρόνια μετά, συναντήθηκε με την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Η αμαρτία είναι Βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος. Ο έρωτας από τη στιγμή που μπαίνει στη μέση η εκκλησία αποκτά ενοχές. Δεν ήθελε μπουζούκια για αυτή την προσπάθεια. Μια γοητευτική αντίστιξη. Η έννοια του λαϊκού τοποθετείται στην ουσία της. Ως προς το μουσικό και ως προς το στιχουργικό βάθρο.
Ο θάνατος της μητέρας του, τον συμφιλίωσε με την ιδέα. Πήγαινε στο νεκροταφείο απογευματινές ώρες και συμβιβάστηκε.