Σύμφωνα με τον ορισμό που αντιγράφω από το ΛΚΝ, γύφτος είναι: 1. (μειωτ.) ο τσιγγάνος της Ελλάδας: Γύφτοι στήσανε τα τσαντίρια τους έξω από τη Λάρισα. Γέμισε ο τόπος γύφτους. Ήρθε μια γύφτισσα να μου πει τη μοίρα μου. ΦΡ τρέμει / κρυώνει σαν ~, κρυώνει πάρα πολύ. ΠAΡ Είδε ο ~ τη γενιά* του κι αναγάλλιασε η καρδιά του. Όλοι οι γύφτοι μια γενιά*. 2. (παρωχ.) α. τεχνίτης σιδηρουργός. β. οργανοπαίχτης: Φώναξαν τους γύφτους στο πανηγύρι. 3. (μτφ.) α. άνθρωπος μικροπρεπής και φιλάργυρος: Είναι μεγάλος ~, πεντάρα δεν του παίρνεις από τα χέρια του. β. αυτός που ζει σε συνθήκες βρομιάς και ακαταστασίας: Γίναμε γύφτοι. Zούμε σαν γύφτοι. γ. άνθρωπος υπερβολικά μελαχρινός. γυφτάκι το YΠΟKΟΡ. γυφτάκος ο YΠΟKΟΡ. γύφταρος ο MΕΓΕΘ.
Παρόμοιο είναι και το λήμμα του λεξικού Μπαμπινιώτη, μόνο που παραλείπει τις παρωχημένες σημασίες του σιδερά και του οργανοπαίχτη, καθώς και (περιέργως) τη σημασία 3β. για τη βρομιά και την ακαταστασία.
Ξέρουμε, βέβαια, ότι οι τσιγγάνοι ήρθαν από την Ινδία. Οι Γάλλοι ονόμαζαν επίσης bohèmes τους τσιγγάνους, δηλαδή Βοημούς, επειδή όταν τους πρωτοείδαν, στις αρχές του 15ου αιώνα, θεώρησαν ότι έρχονταν από τη Βοημία, την Τσεχία. Σιγά-σιγά, η λέξη πήρε τη σημασία του ανθρώπου που ζει έξω από κανόνες, κυρίως του περιφερόμενου και φτωχού καλλιτέχνη ή ποιητή, και με τη σημασία αυτή πέρασε και στα ελληνικά ως μποέμ, καθώς και σε πολλές άλλες γλώσσες.
Όλοι οι γύφτοι μια γενιά, αλλά και πολλές γενιές, που ποιητικά τις απαριθμεί ο Παλαμάς στον Δωδεκάλογο του Γύφτου, στον έβδομο λόγο:
Γαντζάοι, Κατσίβελοι, Νετότσοι,
Σίντηδες, Ρόμοι, Ζαπαράδες,
κάθε όνομα, κάθε γενιά!
κ’ οι βουλγαρόγυφτοι απ’ το Δούναβη,
κ’ οι γύφτοι απ’ τη Μολδοβλαχία,
κι από την Κύπρο κι απ’ τον Καύκασο,
κ’ οι γύφτοι από τα Δωδεκάνησα.
κ’ οι μελαψοί κ’ οι αρκουδοτρόφοι,
κ’ οι ατσίγγανοι με τις μαϊμούδες
(…)
Ο ερχομός της άνοιξης ήταν για τους ανθρώπους πάντα ένα γεγονός μεγάλης σημασίας. Το χειμώνα η φύση πεθαίνει αλλά την άνοιξη ανασταίνεται. Οι γεωργοί μπορούν πλέον να ασχοληθούν με τις αγροτικές εργασίες, να φροντίσουν για την σοδειά τους, οι κτηνοτρόφοι να πάνε σε μέρη μακρινά για τη βοσκή των ζώων και τα ταξίδια για κάθε είδους εμπορική δραστηριότητα είναι λόγω καιρού περισσότερο ευνοϊκά και εύκολα.
Γι’ αυτό το λόγο οι γιορτές της άνοιξης, που αποσπώνται από την αιώνια ματαιότητα κατά Τάσο Λειβαδίτη, ήταν πολλές και γιορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια από όλους τους λαούς του κόσμου. Μια τέτοια γιορτή που έχει σωθεί μέχρι τις μέρες μας είναι και το Εντερλέζι, η μεγαλύτερη γιορτή των τσιγγάνων που ζουν στα Βαλκάνια. Με το Εντερλέζι οι τσιγγάνοι γιόρταζαν την επιστροφή της άνοιξης που τους επέτρεπε να μετακινηθούν από τόπο σε τόπο μιας και η ζωή τους για πολλά χρόνια ήταν νομαδική και η άνοιξη ήταν η καλύτερη εποχή για εμπόριο και για εργασίες στα χωράφια.
Σταδιακά μέσα στον χρόνο, το Εντερλέζι ταυτίστηκε με την γιορτή του Αγίου Γεωργίου η οποία μέχρι και σήμερα μαζί με τον 15Αύγουστο αποτελούν τις δύο μεγαλύτερες γιορτές των τσιγγάνων. Γιορτάζεται στις σλαβικές χώρες στις 6 Μαΐου με το παλιό ημερολόγιο και στις χώρες όπως η Ελλάδα με το νέο ημερολόγιο, στις 23 Απριλίου. Οι διάφορες βαλκανικές λέξεις για το Εντερλέζι όπως Herdeljez, Erdelezi είναι παραλλαγές της τουρκικής Hıdırellez που σημαίνει την γιορτή που σηματοδοτεί την αρχή της άνοιξης, η οποία εμφανίζεται περίπου 40 ημέρες μετά την εαρινή ισημερία. Στις περιοχές των Βαλκανίων που υπάρχουν τσιγγάνοι μουσουλμάνοι ή και άλλων θρησκειών παρ΄όλο που ο Άγιος Γεώργιος δεν ανήκει στην θρησκεία τους τον γιορτάζουν και τον τιμούν με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι χριστιανοί.
Όταν έγιναν χριστιανοί, οι τσιγγάνοι, κράτησαν τα σημαντικότερα από τα έθιμα τους και τα ενσωμάτωσαν στον χριστιανισμό. Υπάρχουν πολλές ιστορίες από την μυθολογία, ηρώων που σκοτώνουν δράκους, απελευθερώνουν βασιλιάδες και λαούς ολόκληρους. Μια τέτοια ιστορία ενός Ινδού ήρωα που σκότωσε τον δράκο Σακάν είναι κατά πολλούς το παλαιότερο κατάλοιπο πίστης της πρώτης πατρίδας, της Ινδίας δηλαδή, μεταφερμένη στο πρόσωπο του Aϊ Γιώργη.
«Ο καιρός των Τσιγγάνων», του Εμίρ Κουστουρίτσα, με τη μουσική του Γκόραν Μπρέγκοβιτς (με τον τίτλο Ederlezi Scena Djurdjevdana Na Rijeci) εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη το 1988. Στην ταινία υπάρχει η αναπαράσταση της γιορτής όπως γινόταν στους σλαβόφωνους λαούς και δείχνει την χρήση νερού, λουλουδιών, τραγουδιού και την γιαγιά του πρωταγωνιστή να κάνει την βούλα στο μέτωπο των παρευρισκόμενων.
Τέλος, μεταφερόμαστε στο Βερολίνο, το 1933. Η Νύχτα των Κρυστάλλων. Επικρατεί η φυλετική καθαρότητα με τη σύμπραξη του βιομηχανικού κεφαλαίου και οι διώξεις ξεκινούν. Εβραίοι, τσιγγάνοι, κομμουνιστές, άτομα με ειδικές ικανότητες και πάσης φύσεως αντιφρονούντες μπαίνουν στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών.
Βερολίνο 10 χρόνια μετά. Δεκαπέντε Νοεμβρίου του 1943: Ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ εκδίδει την πιο υποτιμημένη στην ιστορία του Ολοκαυτώματος διαταγή, με την οποία οι τσιγγάνοι εξομοιώνονταν με τους Εβραίους, όσον αφορά τη (μη) ανθρώπινη υπόστασή τους στην ναζιστική κοινωνία. Το, άμεσο, αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν κοντά ένα εκατομμύριο τσιγγάνοι να οδηγηθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως και οι Εβραίοι συμπολίτες τους και να βρουν φρικτό θάνατο στα κρεματόρια των Ναζί. Το δικό τους Ολοκαύτωμα το ονομάζουν στη γλώσσα τους Ποράιμος (Porrajmos), δηλαδή Αφανισμός.
Όπως έχει επισημανθεί «στα πρώτα χρόνια του Τρίτου Ράιχ οι τσιγγάνοι αποτέλεσαν ένα πρόβλημα για τη φυλετική ιδεολογία του Χίτλερ. Ήδη είχε επικρατήσει ως πιο αξιόπιστη η εκδοχή ότι οι τσιγγάνοι είχαν μεταναστεύσει περίπου τον 11ο αιώνα μ.Χ από την περιοχή Punjab της Ινδίας αφού η γλώσσα τους είχε αξιοσημείωτες ομοιότητες με τα ινδικά και την αρχαία σανσκριτική. Με άλλα λόγια εκείνοι μιλούσαν μία Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα, απόδειξη της Άρειας καταγωγής τους.»
Οι Ναζί όμως είχαν αποφασίσει να εξαφανίσουν τους τσιγγάνους αφού, ήδη, από το 1933 με την περίφημη έκθεση «το θαύμα της ζωής» είχαν εξαγγείλει το στόχο τους: να σταματήσουν την αναπαραγωγή της «ανάξιας να βιωθεί» ζωής. Τελικά, ο ναζιστής φυλετιστής Hans Gunther εμφιλοχώρησε έναν κοινωνικοοικονομικό παράγοντα στην θεωρία της φυλετικής καθαρότητας. Αν και παραδέχτηκε ότι οι τσιγγάνοι είναι, πράγματι, απόγονοι Άρειων, προσέθεσε ότι ανήκαν στις φτωχές τάξεις και ανακατεύτηκαν με τις «κατώτερες» φυλές κατά τη διάρκεια της περιπλάνησή τους. Αυτή η φυλετική επιμειξία με τον ταξικό προσανατολισμό η οποία εξηγούσε τη φτώχεια και το νομαδισμό τους, απειλούσε την άρεια ομοιογένεια. Οι τσιγγάνοι έγιναν, έτσι, άθελά τους ο λόγος να μπολιαστεί ο καθαρός ναζιστικός φυλετισμός με κοινωνικά κριτήρια και το 1935 με τους νόμους της Νυρεμβέργης μπήκαν στην κατηγορία των «α-κοινωνικών» και έτσι τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια και μαζί της το στάτους του ανθρώπου και του πολίτη.
Το 1942 ο Χίμλερ διέταξε τη μεταφορά των τσιγγάνων στο Άουσβιτς – Μπιρκενάου, διαταγή που αντιστοιχούσε στην απόφαση για την «τελική λύση» στο εβραϊκό «πρόβλημα». Το Νοέμβριο του 1943 οι τσιγγάνοι μπήκαν στο ίδιο επίπεδο με τους Εβραίους και τοποθετήθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης. Στις 2 Αυγούστου του 1944 εξοντώθηκαν σε θαλάμους αερίων όσοι είχαν απομείνει στο Άουσβιτς, σηματοδοτώντας μια από τις πλέον φρικτές ημέρες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ειρήσθω εν παρόδω, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης παρείχαν στους Γερμανούς βιομηχάνους δουλικά εργατικά χέρια, με μοναδικό αντίτιμο της πρόσκαιρη επιβίωση. Κάτι σαν τα γραφεία ευρέσεως εργασίας από την εγκληματική συμμορία της Χρυσής Αυγής, μόνο για Έλληνες, φυσικά!
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των τσιγγάνων που έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αγγίζει τις 800.000 ψυχές, ενώ και οι ναζιστικές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Κροατίας είχαν τη δική τους συνεισφορά στον μακάβριο απολογισμό. Όμως, ο δικός τους Αφανισμός παραμένει άγνωστος ίσως επειδή οι τσιγγάνοι δεν κατάφεραν ποτέ να συγκροτήσουν αστική τάξη ώστε να δημιουργήσουν την δική τους μεγάλη αφήγηση μέσα από έναν πολιτισμό γραφής ή κρατική οντότητα για να υποστηρίξει την υπόθεσή τους.