Η γυναίκα με τα χαρακτηριστικά φρύδια και τις περίτεχνες κοτσίδες, όπως την αποκαλούν πολλοί. Η ζωγράφος που έγινε σύμβολο για την Τέχνη της, την πολιτική της ιδεολογία, την “ατυχία” της. Η Magdalena Carmen Frida Kahlo Calderón. Η Φρίντα Κάλο. Γεννήθηκε την 6η Ιουλίου 1907 στο Coyoacán της Πόλης του Μεξικού από γερμανοεβραίο, μορφωμένο, άθεο πατέρα και ισπανομεξικάνα, Καθολική μητέρα. “Έφυγε” στις 13 Ιουλίου 1954. Η Φρίντα Κάλο. Η ερωτική, η ανεξάρτητη, η αλέγκρα. Το συνώνυμο της ψυχικής δύναμης.
“Τελικά μπορούμε ν’ αντέξουμε πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε ότι μπορούμε ν’ αντέξουμε.”
Στην ηλικία των έξι αρρώστησε από πολιομυελίτιδα μ’ αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι μικρότερο απ’ το άλλο και ημιπαράλυτο. Στα 18 της, 17 Σεπτεμβρίου 1925, ένα τραμ έπεσε πάνω στο λεωφορείο, στ’ οποίο επέβαινε με τον φίλο της, Αλεχάντρο Γκόμεζ Αρίας, και η σπονδυλική της στήλη έσπασε σε τρία σημεία. Παράλληλα, τραυμάτισε σοβαρά την λεκάνη και το πόδι της. Όλα αυτά οδήγησαν στο να υποβληθεί σε μια σειρά αμέτρητων επεμβάσεων (άγγιζαν τις 32). Το σχεδόν θανατηφόρο ατύχημα την ανάγκασε να μείνει ακινητοποιημένη για μήνες με ψυχολογικές μεταπτώσεις κι αφόρητους πόνους φορώντας έναν γύψινο κορσέ, ο οποίος, στην συνέχεια, αντικαταστάθηκε απ’ άλλους, μεταλλικούς υποστηρικτικούς κορσέδες.

“Σπασμένη Στήλη, 1944”
“Μη χτίσεις ένα τείχος γύρω απ’ τον πόνο σου. Μπορεί να σε καταβροχθίσει από μέσα.”
Τούτο τ’ ατύχημα στάθηκε η αφορμή, ώστε η Φρίντα να στρέψει το βλέμμα της στην ζωγραφική. Η ζωγραφική έγινε μοχλός και μέσο επιβίωσης. Έγινε τροχός έκφρασης κι επικοινωνίας.
“Ζωγραφίζω τον εαυτό μου, επειδή περνάω πολύ χρόνο μόνη μου και είμαι το θέμα που γνωρίζω καλύτερα.”
Προσάρμοσε ένα καβαλέτο στο κρεβάτι κι εγκατέστησε έναν καθρέφτη από πάνω, για να μπορεί να ζωγραφίζει το πορτρέτο της. Τα έργα της χαρακτηρίζονται απ’ τον έντονο συναισθηματισμό και την απεικόνιση της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας αλλά και της σεξουαλικότητάς της. Ταυτόχρονα, ενσωμάτωσε στα έργα της στοιχεία του μεξικανικού λαϊκού πολιτισμού, σύμβολα της ταυτότητάς της και την βαθιά της σύνδεση με την πατρίδα της. Τα έργα της αποτελούν, κυρίως, αυτοπροσωπογραφίες. Απεικονίζει τον εαυτό της στα περισσότερα απ’ τα 150 έργα της.


Φαίνεται να έχει δεχτεί κι επίδραση Ευρωπαϊκών ρευμάτων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο Ρεαλισμός, ο Συμβολισμός κι ο Υπερρεαλισμός (ακολουθεί συνοπτική αναφορά των όρων στο τέλος του αφιερώματος).
Αν και πολλοί την θεωρούν σουρεαλίστρια, η ίδια απορρίπτει τον χαρακτηρισμό. “Δεν ζωγραφίζω ποτέ τα όνειρά μου, εγώ ζωγραφίζω την δική μου πραγματικότητα”, έγραψε κάποτε.
Η οικογένειά της, ωστόσο, δεν μπορούσε να υποστηρίξει την καλλιτεχνική της δραστηριότητα οικονομικά, κυρίως μετά την ακριβή ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη, γι’ αυτό και την προέτρεψαν να εικονογραφεί βιβλία ιατρικής. Το 1929 έδειξε την δουλειά της στον Ντιέγκο Ριβέρα, τον οποίο είχε γνωρίσει στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μεξικού όπου σύχναζε, με σκοπό ν’ αξιολογήσει την δουλειά της, ώστε ν’ αποφασίσει αν πρέπει να συνεχίσει να ζωγραφίζει ή αν πρέπει να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένεια μ’ άλλον τρόπο.


“Σού αξίζει ένας εραστής που θα σ’ απαλλάσσει απ’ τα ψέματα και θα σού φέρνει ελπίδα, καφέ και ποίηση.” ή, αλλιώς, “Ψάξε να βρεις έναν εραστή που να σε κοιτάει σαν να είσαι κάτι μαγικό.”
Την ίδια χρονιά (1929) παντρεύτηκαν. Τον σύζυγό της, ωστόσο, και τον άνδρα που έμελλε να την “σημαδέψει” τον είχε δει για πρώτη φορά στην Escola Preparatoria, την οποία παρακολουθούσε ανάμεσα σε 2000 άτομα. Εκείνη ήταν μια απ’ τις 35 κοπέλες σ’ ολόκληρη την σχολή. Εκείνος, γνωστός τοιχογράφος, ζωγράφιζε τους τοίχους της σχολής.


Η μητέρα της ήταν αντίθετη μ’ αυτόν τον γάμο. Μέχρι και την τελευταία στιγμή μονολογούσε: “Ο γάμος ενός ελέφαντα με μία περιστέρα”…
Δεν τούς ένωνε μονάχα η ζωγραφική. Δεν τούς ένωνε αποκλειστικά ο πόθος. Μαζί μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές απόψεις, καθώς είχαν κοινές κομμουνιστικές πεποιθήσεις.
Στο σχολείο εντάχθηκε σε μια επαναστατική ομάδα. Ο Ντιέγκο την εντάσσει στο Κομμουνιστικό Κόμμα Μεξικού. Στην διάρκεια της ζωής της διατήρησε στενή επαφή μ’ εξόριστους πολιτικούς, όπως ο Λέον Τρότσκι.
Διατηρούσαν μια σχέση πέρα από κάθε σύμβαση. Ήταν θυελλώδης, συνοδευόταν από καβγάδες, απιστίες, χωρισμούς.
Η Φρίντα ανακαλύπτει ότι ο Ντιέγκο την απατά με την αδελφή της, Κριστίνα. Τούς πιάνει επ’ αυτοφώρω να κάνουν σεξ πάνω στο τραπέζι του στούντιο του ζωγράφου.

“Οι Δυο Φρίντες, 1939”
Το 1939 χώρισε προσωρινά απ’ τον Ριβέρα κι αποσύρθηκε στο Μεξικό, στο “Μπλε Σπίτι”, το σπίτι όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια, μεγάλο μέρος της ζωής της και, στην συνέχεια, μετά τον θάνατό της, έγινε Μουσείο. Εκεί ζωγράφισε τον πίνακα “Οι δύο Φρίντες”, στον οποίο απεικονίζει το δίλημμά της για το διαζύγιο. Η αυτοπροσωπογραφία εκφράζει την διχασμένη ταυτότητά της: μια Φρίντα ντυμένη σ’ ευρωπαϊκό στυλ αριστερά και μια Φρίντα με ρούχα ιθαγενών που δείχνει την αγάπη για τον άντρα της παρά τον πόνο του χωρισμού.
“Σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ το ίδιο μου το δέρμα.”
Σ’ όλη την διάρκεια του 1939 διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με τον φωτογράφο Νίκολας Μάρεϊ. Ο χωρισμός της με τον Ντιέγκο, όμως, δεν κράτησε πολύ. Σύντομα, μετά το διαζύγιο, το 1940, χώρισε με τον Μάρεϊ και ξαναπαντρεύτηκε με τον Ριβέρα, έχοντας και οι δυο πολλούς εραστές παράλληλα.
Η ίδια διατηρούσε πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις μ’ άνδρες και γυναίκες, όπως η Αμερικανίδα ζωγράφος Τζόρτζια Ο’ Κιφ, η Γαλλίδα ακτιβίστρια πολιτικών δικαιωμάτων Ζοζεφίν Μπέικερ και “η γυναίκα με το κόκκινο πόντσο”, η θρυλική Κοσταρικανή τραγουδίστρια, Τσαβέλα Βάργας.
«Δεν μπορούσαν, όμως, να ζουν ούτε μαζί ούτε χώρια», γράφει για την σχέση Κάλο – Ριβέρα η Γαλλίδα συγγραφέας Κλαιρ Μπερέστ…
“Δεν είμαι άρρωστη. Είμαι τσακισμένη. Αλλά χαίρομαι που ζω, όσο μπορώ ζωγραφίζω.”
Ο Ριβέρα, ως αναγνωρισμένος ζωγράφος, είχε μεγάλη ζήτηση στις Η.Π.Α. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο και, αργότερα, στο Ντιτρόιτ. Εκεί η Φρίντα έμεινε έγκυος κι ανέμενε με λαχτάρα τον ερχομό ενός παιδιού. Με καταπονημένο, ωστόσο, σώμα, απέβαλλε. Η θλίψη της για τις αποβολές της αποτυπώνεται στην Τέχνη της.

“Αξίζεις τα καλύτερα, γιατί είσαι ένας απ’ τους λίγους ανθρώπους που σ’ αυτόν τον μίζερο κόσμο συνεχίζουν να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους κι αυτό είναι το μόνο που μετράει στ’ αλήθεια”..
Κατά την διάρκεια της ζωής της η Φρίντα ήταν, κυρίως, γνωστή ως γυναίκα του Ριβέρα κι όχι ως ξεχωριστή καλλιτέχνης. Το 1938 ο Αντρέ Μπρετόν γνώρισε την Κάλο και τον Ριβέρα κατά το ταξίδι του στο Μεξικό. Εκείνος εντυπωσιάστηκε απ’ την δουλειά της, την κάλεσε να πάρει μέρος στην έκθεση μαζί μ’ άλλους σουρρεαλιστές ζωγράφους κι οργάνωσε μια έκθεση της προσωπικής της δουλειάς στο Παρίσι. Στην διάρκεια της ζωής της πραγματοποίησε τρεις μόνο εκθέσεις: στο Παρίσι, στην Νέα Υόρκη και στο Μεξικό.
“La Casa Azul”, το “μπλε σπίτι”, στ’ οποίο η Φρίντα, ακόμη, ζει…
Μετά τον θάνατό της, το 1957, ο Ντιέγκο δώρισε το “Μπλε Σπίτι”, ώστε να γίνει μουσείο και η Φρίντα Κάλο να παραμείνει ζωντανή αέναα… Το Museo Frida Kahlo αποτελεί κορυφαία επιλογή στην λίστα ταξιδιωτικών προορισμών στο Μεξικό και χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο έρχονται σ’.. επαφή με τ’ ανήσυχο πνεύμα της που έχει μπολιάσει τους τοίχους… Οι στάχτες της βρίσκονται στο κρεβάτι της μέσα σε δοχείο που φέρει το σχήμα του προσώπου της. Η ίδια ζήτησε να καεί κι όχι να ταφεί, καθώς, όπως χαρακτηριστικά τόνισε, “είμαι ξαπλωμένη το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου”…








Παρόλο που ο Ριβέρα έδωσε τα έργα τέχνης και τ’ αντικείμενα της Φρίντα Κάλο στο μουσείο, ζήτησε ένα μέρος τους να μείνει μακριά απ’ τα περίεργα βλέμματα των επισκεπτών. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που συγκεκριμένο προσωπικό αρχείο, τ’ οποίο περιλάμβανε περισσότερες από έξι χιλιάδες φωτογραφίες, μερικά σχέδια, γράμματα, φάρμακα και ρούχα, παρέμενε κλειδωμένο για πέντε ολόκληρες δεκαετίες σ’ ένα μπάνιο στην “Casa Azul”, αποκτώντας, έτσι, μια, σχεδόν, μυθική διάσταση.
Αυτό τ’ αρχείο αποκαλύφθηκε μόλις το 2003. Έκτοτε, κι έως το 2009, ο φωτογράφος και ιστορικός τέχνης Pablo Ortiz Monasterio ασχολήθηκε μ’ αυτό, επιλέγοντας φωτογραφίες κι επιμελούμενος το υλικό, συγκροτώντας την έκθεση «Frida Kahlo – Her photos». “Πρόκειται για μια συγκινητική ματιά στην προσωπική ζωή της Κάλο, στην καταγωγή και στις ρίζες της, στις φιλίες και στις ρομαντικές της σχέσεις, στην εύθραυστη υγεία της και στα προβλήματα που τής προκαλούσε διαρκώς, στις πολιτικές της τάσεις αλλά και στον ισχυρό ρόλο που έπαιξε η φωτογραφία στον βίο και το έργο της”, όπως έχει γραφεί.
“Σ’ αγαπώ όπως θ’ αγαπούσα έναν άγγελο. Είσαι σαν κρίνος, αγάπη μου.”
Η σχέση της με την φωτογραφία είναι τόσο ζωτική όσο και με την ζωγραφική. Και τα δυο τής επέτρεπαν να δημιουργήσει πολλαπλές εικόνες του εαυτού της. Ο πατέρας της, Γκιγιέρμο, ήταν φωτογράφος κι εκείνος τής έμαθε να ποζάρει. Εικάζεται ότι, ίσως, εκείνος αποτέλεσε επιρροή της για τις αυτοπροσωπογραφίες. Η Φρίντα πειραματίστηκε αρκετά μπροστά στον φακό υιοθετώντας διαφορετικά στυλ και μεταμφιέσεις. Συχνά – πυκνά ντυνόταν κι αγορίστικα. Η φωτογραφία (κι όχι η ζωγραφική) αποτέλεσε το πρώτο μέσο αυτοέκφρασής της
Ο Νίκολας Μάρεϊ, εξίσου φωτογράφος, όπως κι ο πατέρας της, στο επάγγελμα, πέρα απ’ το γεγονός ότι υπήρξε εραστής της, ήταν εκείνος που τράβηξε τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες, τις οποίες “έχουμε τώρα στα χέρια μας”. Απ’ το 1937 ως το 1948 υπολογίζεται ότι την φωτογράφησε περίπου 90 φορές.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1931, όταν ο φωτογράφος πορτρέτων, μετά το διαζύγιό του, ταξίδεψε στο Μεξικό. Δεν έχει “επιβιώσει” καμιά φωτογραφία του από εκείνο το ταξίδι παρά μονάχα ένα σημείωμα που χάραξε η Φρίντα πάνω σ’ ένα κέντημα. “Σ’ αγαπώ όπως θ’ αγαπούσα έναν άγγελο. Είσαι σαν κρίνος, αγάπη μου.”
Ο “Νικ”, όπως τον έλεγε, φωτογράφισε την Φρίντα στο ατελιέ και στο σπίτι της, με φίλους ή σε προσωπικές στιγμές, την ώρα που εκείνη ζωγράφιζε… Συνέχισε να την φωτογραφίζει ακόμη και μετά την λήξη της σχέσης τους. Σ’ εκείνη είχε βρει την ιδανική μούσα, καθώς αντιμετώπιζε τον φακό και το εαυτό της με πλήρη απελευθέρωση. Χάρη σ’ εκείνον υπάρχουν τα πιο εμβληματικά πορτρέτα της.






Παράλληλα, στην σύντομη ζωή της, φωτογραφήθηκε από μερικά απ’ τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς της. Φωτογράφους με τους οποίους είχε στενές σχέσεις κι αυτό φαίνεται απ’ την δυναμική που βγαίνει στ’ αποτέλεσμα.
Επιπρόσθετα, ήταν μια ένθερμη συλλέκτρια. Αντάλλασσε κι αποθήκευε ό,τι προσωπικό. Από οικογενειακά πορτρέτα ως στιγμιότυπα με φίλους αλλά και εικόνες κορυφαίων προσωπικοτήτων της εποχής της. Μάλιστα, φωτογράφιζε και η ίδια, όπως μαρτυρούν κάποια ευρήματα.
“Μόνο ένα βουνό μπορεί να γνωρίζει τον πυρήνα ενός άλλου βουνού”…
Ο 58χρονος σοβιετικός Λέον Τρότσκι καταφθάνει εξόριστος στο λιμάνι του Tampico μαζί με την σύζυγό του, Ναταλία.
Ο Τρότσκι, συνοδοιπόρος του Λένιν και κυνηγημένος απ’ τον Στάλιν, έγινε δεκτός στο Μεξικό από φίλους Τροτσκιστές αλλά και τον σύζυγο της Κάλο, ο οποίος έκανε ολόκληρο αγώνα, για να τούς παραχωρηθεί άσυλο προσφέροντάς τους ακόμα και το ίδιο του το σπίτι ως κέντρο φιλοξενίας.

Ανάμεσα στην Κάλο και τον Τρότσκι θα δημιουργηθεί μια σκανδαλώδης ερωτική σχέση, στην οποία, μάλιστα, αποδόθηκε κι ο χαρακτηρισμός “οι εραστές του Coyoacan”. Ωστόσο, η σχέση τους ήταν σύντομη. Η Φρίντα κι ο Λέον θα παραμείνουν στενοί φίλοι μέχρι την δολοφονία του, απ’ τον Ραμόν Μερκάντερ, Ισπανό κομμουνιστή, το 1940.
“Ο Ντιέγκο με κρατάει πίσω, θα περιμένω λίγο…”
Ένα ακόμα δεινό έμελλε να προστεθεί στην “φαρέτρα” της Κάλο, όταν το 1953 ακρωτηριάστηκε το δεξί της πόδι από γάγγραινα. Ως επακόλουθο, η ψυχολογική της κατάσταση επηρεάστηκε, η κατάθλιψη έγινε χειρότερη κι απέκτησε εξαρτητική σχέση με τα παυσίπονα. Προσπάθησε να δώσει τέλος στην ζωή της παίρνοντας υπερβολική δόση φαρμάκων αλλά για χάρη του Ντιέγκο και σκεπτόμενη πόσο θα τού έλειπε έκανε… υπομονή.
“Περιμένω με χαρά την έξοδο κι ελπίζω να μην επιστρέψω ποτέ.”
Πριν το “φινάλε” της, κατάφερε να κάνει πραγματικότητα ένα απ’ τα όνειρά της, την έκθεσή της στο Μεξικό. Εκεί μεταφέρθηκε μ’ ασθενοφόρο και την παρακολούθησε σ’ ένα κρεβάτι που είχε στηθεί στην κεντρική αίθουσα της “Galería de Arte Contemporáneo”.
Η Φρίντα, έπειτα από μήνες ταλαιπωρίας, κατά την διάρκεια των οποίων μετακινούνταν μ’ αναπηρικό καροτσάκι, “κατέληξε” στις 13 Ιουλίου 1954. Κάποιοι εικάζουν πως πέθανε από βρογχοπνευμονία έχοντας έντονο πυρετό και πόνους και κάποιοι, ελλείψει αυτοψίας, θεωρούν ότι τα “κατάφερε” κι έφυγε από υπερβολική δόση χαπιών.
Λίγο πριν, είχε ολοκληρώσει τον τελευταίο της πίνακα. Ήταν μία σύνθεση με καρπούζια, ένα κατ’ εξοχήν σύμβολο της “Ημέρας των Νεκρών”, καθώς, σύμφωνα με την μεξικανική παράδοση, απεικονίζονται να τρώγονται από νεκρούς ή να βρίσκονται δίπλα τους. Σ’ ένα κομμάτι καρπούζι μ’ έντονα χρώματα έγραψε: “Viva la vida”, δηλαδή, “Ζήτω η ζωή”!


Εικάζεται πως στο ημερολόγιό της έγραψε: “Περιμένω με χαρά την έξοδο κι ελπίζω να μην επιστρέψω ποτέ.”…

Ο Συμβολισμός στην τέχνη είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα του 19ου αιώνα που χρησιμοποιεί σύμβολα, για να εκφράσει βαθύτερες ιδέες, συναισθήματα και πνευματικές καταστάσεις, αντί ν’ απεικονίζει την πραγματικότητα κυριολεκτικά. Στόχος του είναι ν’ ανακαλέσει μια ψυχική διάθεση ή ν’ αποδώσει μια έννοια που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, παραπέμποντας σε κάτι που βρίσκεται πέρα απ’ την άμεση εμπειρία.
Ο Υπερρεαλισμός (ή Σουρεαλισμός) στην τέχνη είναι ένα κίνημα που επιδιώκει την έκφραση του ασυνείδητου και του ονειρικού κόσμου, παρακάμπτοντας τον λογικό έλεγχο, τους ηθικούς και αισθητικούς περιορισμούς. Βασίζεται στην ψυχαναλυτική θεωρία και χρησιμοποιεί τεχνικές όπως ο αυτοματισμός, για να δημιουργήσει παράλογες, φανταστικές και «παράξενες» εικόνες και συνθέσεις.
