Ο Νίκος Γκάτσος μες στα χρόνια της κατοχής άρχισε τη μετάφραση του Ματωμένου Γάμου, κι’ όλοι οι φίλοι του ζούσαμε καθημερινά τις δυσκολίες του, τις αμφιβολίες του, για τον κάθε στίχο, την κάθε λέξη χωριστά, μα και τις υπέροχες στιγμές που τελειωμένοι στίχοι ερχόντουσαν στ’ αυτιά μας – ήχοι μαγικοί πρωτοφανέρωτοι, πανάκριβα διαμάντια στην καρδιά μας, στολίδια ανεπανάληπτα στον Λόγο τον Ελληνικό, χωρίς να υποψιαζόμαστε κείνα τα χρόνια, πως η δουλειά του φίλου μας θα ξεπερνούσε τα όρια μιας δυνατής στιγμής και θα φτιάχνε τη μικρή της ιστορία. Το 1945, κυκλοφορούσε σε βιβλίο η εργασία αυτή, χωρίς να πάψουμε ούτε στιγμή να τη μιλάμε και να τη λέμε σαν προσευχή, κι όλοι μαζί, στο γραφικό τότε πατάρι του Λουμίδη, με τον Ελύτη, τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Βαλαωρίτη κι άλλους φίλους συντροφιά, να ζούμε σελίδα με σελίδα ένα έργο κι έναν ποιητή.
Εγώ ο νεότερος, είκοσι χρόνων τότε, ζούσα, ρουφούσα θα ‘ λεγα τις στιγμές των φίλων μου, με την ίδια ανάγκη πού ’χα να πιώ νερό, να κοιμηθώ και να υπάρξω – ενώ προσπαθούσα να τους μεταδώσω τους ήχους, πούχαν στο μεταξύ γεννηθεί μέσα μου, πότε διηγώντας τους και πότε σιγοτραγουδώντας. Η μουσική είχε αρχίσει να σχηματίζεται μέσα μου, με την ίδια δυσκολία που εκείνη την εποχή προσπαθούσαμε να υπάρχουμε. Γιατί μες στην πολύχρωμη απελπισία εκείνου του καιρού, μια μόνο φωνή είχε το τραγικό θάρρος να υπάρχει στέρεα κι αληθινή – το λαϊκό τραγούδι, αυτό που οι άλλοι αποκαλούσανε περιφρονητικά Ρεμπέτικο. Καθόλου τότε διάσημο κι αγαπητό στους αστούς, κι από τη γέννησή του ριγμένο στο περιθώριο και στην παρανομία, λειτουργούσε περήφανο, εκκλησιαστικό, βαθύτατα θρησκευτικό, πάνω στα δυο παντοδύναμα θέματα της μεταπολεμικής πραγματικότητας: στη διάθεση φυγής από ένα μαρτυρικό χώρο και στον ανικανοποίητο ερωτισμό. Και το ένα διαμάντι ερχότανε να προστεθεί στο άλλο, ανώνυμα και αθόρυβα, μα εντατικά, έτσι που αγκάλιαζε την ταλαιπωρημένη μας νεότητα σαν μαγική ηλιαχτίδα. Σωστά ευαίσθητος, υγιής, κάτω από τη διδασκαλία των φίλων και διδασκάλων, μαζί με όλα τ’ άλλα, αρνήθηκα τη “σοβαρή” μας μουσική, που η μίση ντυμένη με κουρέλια, παρίστανε την Ευρώπη, και η άλλη μισή, με φουστανέλες, την “αθάνατη Ελλάδα”, μες’ από επαρχιακούς στρατώνες.
Κι αγάπησα τις μελωδίες αυτές που μου συνειδητοποιούσανε βαθειά κι αναμφίβολα, σαν προγονική μου κληρονομιά, την πανάρχαια γενεσιουργό Άνοιξη, με την αμαρτωλή εφηβεία του Βυζαντίου, τη χριστιανική ταπεινοσύνη με το μεγαλείο του σταθερού και γρανιτένιου Ελληνικού ρυθμού. Την εποχή που έγραφα τη μουσική του Ματωμένου Γάμου, δυο μήνες πριν απ’ την παράσταση του στο θέατρο – την άνοιξη του 1948, στο ίδιο θέατρο, μιλούσα πρώτη φορά στους Αθηναίους για το Σύγχρονο Λαϊκό τραγούδι, το Ρεμπέτικο. Κι όπως ο Γκάτσος θέλησε να μεταφυτέψει τις Ισπανικές προσωδίες στους λαϊκούς ποιητικούς ρυθμούς της γλώσσας μας, έτσι κι εγώ προσπάθησα να προεκτείνω τους ρυθμούς αυτούς στις παντοτινές πηγές της νεοελληνικής ευαισθησίας.
Μάνος Χατζιδάκις, από το πρόγραμμα μουσικού αφιερώματος στο Λόρκα που έγινε στην Εθνική Πινακοθήκη στις 22/10/1987
Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν
Μουσική σύνθεση – πιάνο: Μάνος Χατζιδάκις
Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος
Ραδιοφωνική προσαρμογή: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Παίζουν: Bάσω Μεταξά – Μάνα, Ελένη Χατζηαργύρη – Νύφη, Τόνια Καράλη – Γυναίκα του Λεονάρδο, Άννα Ραυτοπούλου – Δούλα, Αθηνά Μιχαηλίδου – Ζητιάνα, Ρίτα Μουσούρη – Πεθερά, Σπυριδούλα Γιαννάτου – Κορίτσι, Θάνος Κωτσόπουλος – Λεονάρδο, Λυκούργος Καλλέργης – Πατέρας, Δημήτρης Μπάλλας – Γαμπρός, Κώστας Μπάκας – Φεγγάρι, Παντελής Ζερβός – Ξυλοκόπος, Γιώργος Λαζάνης – Παλληκάρι.