Ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την ημέρα που είδε το πρώτο φως της ημέρας το σύμβολο μίας Ελλάδας που στάθηκε και αντιτάχθηκε σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, πάλεψε τα καθεστώτα, βασανίστηκε και πολέμησε για την πατρίδα και μέσω της εσωτερικής του δύναμης μετέτρεψε τις εμπειρίες του σε ένα έργο, το οποίο συγκινεί τους ανθρώπους,διότι μιλά και συναντά απευθείας τις ψυχές τους, ο Μίκης Θεοδωράκης. Θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε την έως τώρα ζωή του αγωνιστή και μουσικοσυνθέτη με έναν διαφορετικό τρόπο.
Μερικά παγκόσμιας εμβέλειας ονόματα που συνεργάστηκαν μαζί του είναι και οι George Moustaki, Shirley Bassey, Dalida, Μελίνα Μερκούρη, Al Bano, Perry Como, Gisela May, Mary Hopkins, Marcel Mouloudji, Ορχήστρα Henry Mancini, Maria Del Mar Bonet, Aria Saijonmaa είναι μόνο ένα μέρος από τους καλλιτέχνες που τραγουδούν πασίγνωστες επιτυχίες του Μίκη Θεοδωράκη. Πρόκειται για μια έκδοση( Παγκόσμιος Μίκης) που, μέσα στο κλίμα της «ανακύκλωσης» του παλιού υλικού από τις εφημερίδες, σαφώς ξεχωρίζει –γι’ αυτό και η ξεχωριστή αυτή αναφορά- αφού πολλά από τα συγκεκριμένα τραγούδια κυκλοφορούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 θα αρχίσει ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που θα τελειώσει το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ. Θα φύγει στο εξωτερικό και θα δώσει δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που θα τον κάνουν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.
https://www.youtube.com/watch?v=a2s_c8ZALEw
“Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή, ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός, κάθε στιγμή πεθαίνουμε.Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή, κάθε στιγμή γεννιόμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο….
…Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω.
Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο.
Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες. Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος.
Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ δε με νοιάζει.
Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: “Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!” Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.
Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω.
Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη.
Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει….
Ποιο είναι το χρέος μου;
Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν’ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
Περπατώ στ’ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.
O νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει:
«Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου!
Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»
Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.
Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.
Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδίας που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.
Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος…
Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρη κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!
Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν’ αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»
Ξέρω τώρα δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευθερία….
…Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας. Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω!
Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ ακλούθα μου!
Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.
Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.
Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες:
Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους να ζητάς συντρόφους!
https://www.youtube.com/watch?v=5QAgxwyKUss
Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι ευτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.
Η μάνα κοιτάει μπροστά, κατά την κόρη η κόρη κοιτάει κι αυτή μπροστά, πέρα από του αντρός της το κορμί, κατά το γιο να πώς πορεύεται στη γης ετούτη ο Αόρατος.
… Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση κλείσε τον!
Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.
Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ’ ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.
Ποιο είναι το χρέος μας; Ν’ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν’ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.
Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη…”.
Νίκος Καζαντζάκης (αποσπάσματα από την Ασκητική)
«Δημόσιος ο ίδιος ως σύμβολο, ως κοινός τόπος αναφοράς, ως κομβικό σημείο που πάνω του τέμνονται οι πολλοί δρόμοι της σύγχρονης ιστορίας, της τέχνης, της ανθρώπινης περιπέτειας, καταφέρνει ωστόσο [ο Μίκης Θεοδωράκης] να παραμένει ο μοναχικός ιδιώτης ενός γλαυκού ουρανού που με την αυθορμησία παιδιού ονομάζει τα πράγματα κι αυτά τον ακολουθούν στο παιχνίδι της κάθε λεπτού δημιουργίας. […]
Των πόθων της ψυχής του είναι εν τέλει καταγραφή τα ποιήματα, τα μικρά χαρτιά-καθρέφτες που πάνω τους κοιτάζεται απροσποίητος, ανυπεράσπιστος και χωρίς βάρος. Θαυμάζει, απογοητεύεται, θρηνεί, περιμένει, λυπάται, διαπιστώνει, αλλά πιστώνει την οφειλή. Αύριο θα επανέλθει. Απ’ “ένα δρόμο ανηφορικό, γεμάτο ζεστή βροχή που τελικά καταλήγει σε ποτάμι”. Ή, αλλιώς, απ’ τη μουσική. Τη μουσική, κύριε Θεοδωράκη!»
Aνώτατα μετάλλια χωρών, μουσικά αποκόμματα, ήδη, από τη δεκαετία του 1960 από τον πατέρα του μέσω των δημοσιευμάτων, μια αρπαγή από τις φυλακές του Ωρωπού και άλλες μυθιστορηματικές ιστορίες. Η ζωή ενός μεγαλοφυούς, ενός τάνκερ το οποίο ασφυκτιά στα στενά περάσματα της ελληνικής λίμνης.
Υ.σ.2 Σας παραθέτουμε και τη θεατρική παράσταση “Ποιός τη Ζωή μου…” όπως αυτή έλαβε χώρα στη Μακρόνησο και συγκέντρωσε 4000 θεατές.