Η ιστορία γράφεται από τους νικητές, λέει η γνωστή ρήση, όμως ο Γκαλεάνο έχει θέσει ως προγραμματικό στόχο της συγγραφικής του πορείας να γράψει την ιστορία που δεν πρόλαβαν να γράψουν οι ηττημένοι, οι αφανείς, οι αδύναμοι, οι ”ελάσσονες”, αλλά και αυτοί που τόλμησαν στο πέρασμα των αιώνων να ορθώσουν το ανάστημά τους σε κάθε μορφή εξουσίας, να δώσει φωνή σ’ αυτούς που δεν μπόρεσαν να μιλήσουν. Στους Καθρέφτες ο Γκαλεάνο γράφει μια ”σχεδόν παγκόσμια ιστορία”, που ξεκινά από τους κοσμογονικούς μύθους και την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη και φτάνει μέχρι την αυγή του 21ου αιώνα. Σε εξακόσια αφηγήματα-βινιέτες που αναπτύσσονται χρονολογικά αλλά και θεματικά, μιλά για τον αγώνα του ανθρώπου για ζωή, για την ομορφιά, τις γυναίκες και τους άνδρες, για τον πόλεμο, την φτώχεια, τις κοινωνικές ανισότητες και τον ρατσισμό, για τον επεκτατισμό και την αδηφαγία της Δύσης, για τη φύση και την καταστροφή της, για το ποδόσφαιρο και τα ΜΜΕ.
Ο δουλέμπορος που περισσότερο αγαπούσε την ελευθερία είχε ονομάσει τα καλύτερά του πλοία ”Βολταίρος” και “Ρουσό”.
Μερικοί τους είχαν δώσει ευλαβικά ονόματα: ”Ψυχή”, ”Ευσπλαχνία”, ”Προφήτης Δαυίδ”, ”Ιησούς”, ”Άγιος Αντώνιος”, ”Άγιος Μιχαήλ”, ”Ιάκωβος”, ”Άγιος Φίλιππος”, ”Αγία Άννα”, ”Άμωμος Σύλληψη”.
Άλλοι εκδήλωναν την αγάπη τους για την ανθρωπότητα, τη φύση και τις γυναίκες: ”Ελπίδα”, ”Ισότητα”, ”Φιλία”, ”Ήρωας”, ”Ουράνιο Τόξο”, ”Περιστέρι”, ”Αηδόνι”, ”Κολιμπρί”, ”Επιθυμία”, ”Αξιαγάπητη Ντέπυ”, ”Μικρή Πόλυ”, ”Αγαπημένη Σεσίλια”, ”Φρόνιμη Χάνα”.
Τα πιο ειλικρινή πλοία έφεραν ονόματα όπως ”Υποτέλεια”, και ”Φρουρός”.
Όταν ένα φορτίο με εργατικά χέρια πλησίαζε το λιμάνι, δεν σήμαιναν σειρήνες, ούτε έριχναν πυροτεχνήματα για να αναγγείλουν τον ερχομό τους. Δεν ήταν ανάγκη. Ο κόσμος το καταλάβαινε από την μπόχα.
Το εμπόρευμα με τη φριχτή μυρωδιά βρισκόταν στοιβαγμένο στα αμπάρια. Οι σκλάβοι ήταν καλά δεμένοι και ακίνητοι μέρα νύχτα, ώστε να μην χαραμίζεται ούτε σπιθαμή από τον πολύτιμο χώρο. Κατουρούσαν και αφόδευαν ο ένας πάνω στον άλλο, έτσι αλυσοδεμένοι όπως ήταν αναμεταξύ τους από το λαιμό, τους καρπούς και τους αστραγάλους, και όλοι μαζί σε μεγάλες σιδερένιες μπάρες.
Πολλοί πέθαιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Κάθε πρωί, οι φύλακες πετούσαν τους μπόγους στη θάλασσα.
Οι άθλιες βάρκες με τους μετανάστες που καταποντίζονται στη θάλασσα είναι τα δισέγγονα εκείνων των δουλεμπορικών.
Οι σημερινοί σκλάβοι, που δεν ονομάζονται πια έτσι, έχουν την ίδια ελευθερία που είχαν και οι πρόγονοί τους, όταν τους χτυπούσαν με το μαστίγιο και τους πετούσαν στις φυτείες της Αμερικής.
Δεν φεύγουν: τους αναγκάζουν. Κανείς δεν μεταναστεύει επειδή το θέλει.
Από την Αφρική κι από πολλά άλλα μέρη, οι απελπισμένοι προσπαθούν να γλιτώσουν από τον πόλεμο, την ξηρασία, τη χέρσα γη, τα μολυσμένα ποτάμια και την άδεια τους κοιλιά.
Το εμπόριο ανθρώπινης σάρκας αποτελεί σήμερα μία από τις καλύτερες εξαγωγικές δραστηριότητες του Νότου.
Απόσπασμα από βιβλίο του Eduardo Galeano, Καθρέφτες Μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία, μετάφραση: Ισμήνη Κανσή (Εκδ. Πάπυρος)