Υπάρχει άραγε εξουσία, είπε ο πρώτος τυφλός. Δεν φαντάζομαι, αλλά και να υπάρχει, θα είναι μια εξουσία τυφλών που θέλουν να κυβερνούν τυφλούς, σαν να λέμε το τίποτα θέλει να οργανώσει το τίποτα.
Αναπνέουμε το ίδιο σκοτάδι κι όμως ο καθένας αλλιώς παραπατά, άλλα βήματα, βρε αδερφέ, και καλά κάνει, αλλά γιατί τόσο εξόφθαλμα να στερούμαστε προσανατολισμού.
Γιατί να έχουμε προσανατολισμό θα με ρωτήσετε και καλά θα κάνετε. Έτσι για αλλαγή, να πούμε ότι η βάρκα θα πάει παρακάτω, που σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και κινούμαστε σε πορείες αντίθετες και πώς να κάνει δουλειά ο βαρκάρης κι αυτός τυφλός είναι ο έρμος.
Και δε μιλώ για πρωθυπουργό στο όνομα του βαρκάρη, γιατί ο βαρκάρης ξέρει τουλάχιστον ένα κουπί να το πιάνει, με αυτό βγάζει το ψωμί του, μ’ αυτό και την κυρά του.
Ας ξεκουνάγαμε τη βάρκα, έστω δυο λεύγες παρακεί, να αλλάξουμε νερά και παραστάσεις, να κατουρήσουμε κι αλλού κι ας επιστρέψουμε μετά πίσω στο μόλο, ούτως ή άλλως το σκοινί μας βγήκε λίγο, βάρκα κι αυτή με περιλαίμιο σκύλου, σαν κι αυτούς που οδηγούν κάποιους τυφλούς.
Σε μια χώρα – συγχωρέστε μου τη λέξη για άλλη μια φορά – όπου οι τυφλοί πολλαπλασιάζονται όσο δίνονται συντάξεις αναπηρίας και κατορθώνουν οι τυφλοί να ‘χουν δυο μάτια αετίσια κάθε που στέκονται ουρά να την τσεπώσουν, χάθηκε να τσοντάρουμε να πάρουμε και λίγο σκοινί παραπάνω για τη βάρκα;
Ζοσέ Σαραμάγκου, απόσπασμα, Περί Τυφλότητος, εκδόσεις Καστανιώτη, Σεπτέμβριος 2010