Home >> Αφιέρωμα >> «Η μοίρα έριξε τα ζάρια της κι έζησα»

«Η μοίρα έριξε τα ζάρια της κι έζησα»

Το Μαουτχάουζεν είναι ένα οριακό γεγονός. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι που πέρασαν από ΄κεί και δεν μπόρεσαν να προσφέρουν έπειτα απ΄ αυτήν την οδυνηρή εμπειρία κάτι αντίστοιχο με τον Ιάκωβο. Δεν έγινε η μετατροπή σωστά. Είναι θέμα αυτουνού που το βιώνει. Καμιά φορά δεν είναι ακριβώς το να πάθεις κάτι, αλλά μια περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα. Εμένα με σημάδεψαν τα χρόνια ΄73-΄74. Βγαίναμε τότε από την παιδικότητα και ήταν σαν να πηδήσαμε την εφηβεία και κάναμε δύο τρία βήματα μαζεμένα μπροστά. Οι καταλήψεις του ΄79-΄80 και η μετάλλαξη που ακολούθησε στην ελληνική κοινωνία.

Δεν είναι μόνο το Μαουτχάουζεν αλλά οτιδήποτε αφορά τη μοίρα του ανθρώπου. Εγώ έρχομαι τραυματισμένος από τη Νάξο δώδεκα χρονών παιδί. Κι εκεί που είχα μια παιδική μυθολογία και μια καταπληκτική ζωή, ταλαιπωρούμαι σε νυκτερινό σχολείο, τρώω τη λογοτεχνία όπου τη βρίσκω, αλλά μένω με το τραύμα ότι δεν τελείωσα ποτέ το Γυμνάσιο. Αυτό είναι το τραύμα. Και μετά πάω στο Μαουτχάουζεν. Και αν δεν είχα σπουδάσει στην τεχνική σχολή σχεδιαστής… Αμέσως μετά την καραντίνα χρειάστηκε να γράφω τις κάρτες και τις καρτέλες στην παράγκα. Ήμουν ο γραμματέας της παράγκας. Διαφορετικά θα μ΄ έστελναν σ΄ ένα συνεργείο εξόντωσης. Η τύχη συνεχίστηκε. Μετά με βάλαν σε ένα τεχνικό γραφείο που ήταν αρχιτέκτονες, πολιτικοί μηχανικοί, καμιά δωδεκαριά άνθρωποι. Πηγαίναμε εκτός του στρατοπέδου και χαράζαμε κάποια έργα. Θυμάμαι ότι εκεί βρήκα τυχαία ένα σημειωματάριο με μια κάτοψη του στρατοπέδου. Το βλέπει ο μανιακός επικεφαλής των Ες-Ες και μας κατηγορεί όχι για κατασκοπεία, αλλά ότι κάποιος άφησε αυτό το χαρτί. Και καθώς μας έχουν για εκτέλεση, σ΄ έναν ανήφορο, το ηθικό τους είναι πεσμένο- γιατί όλα αυτά γίνονται μετά το Στάλινγκραντ- κατεβαίνει μια μοτοσυκλέτα με καρότσι και του έρχεται το καρότσι επάνω του. Και τον σκοτώνει. Και μετά η τύχη μετατρέπεται. Και πέφτω πάνω σ΄ έναν διευθυντή της ΑΕG από την Αθήνα. Κι αυτός με βολεύει σ΄ ένα γραφείο το οποίο ήταν η πολιτική διεύθυνση του στρατοπέδου. Με έβαλαν στο νεκροταφείο της υπηρεσίας που ήταν ένα δωμάτιο όλο ράφια και καπελοθήκες. Από ΄κεί ήταν οι ζωντανοί κρατούμενοι και από ΄δώ οι πεθαμένοι. Κι έπρεπε κάθε μέρα να παίρνω τον κατάλογο και να ελέγχω τις καρτέλες ζωντανών και πεθαμένων. Κι αργότερα, η τύχη πάλι αλλάζει. Με βλέπει κάποιος να ζωγραφίζω και μου δίνει να κάνω κάτι καρτ-ποστάλ με γελάδες. Μου δίνανε λίγο παραπάνω ψωμάκι. Και σαλάμι. Και περνάω τρέλα… Μαθαίνουμε ξαφνικά ότι διάφοροι Τσέχοι και Ισπανοί που πιάναν χαρτιά στα χέρια τους εκτελούνται όλοι επειδή ξέρουν πολλά. Κι εγώ ήξερα πάρα πολλά. Κι ερχόταν η σειρά μου. Αλλά τους πρόλαβε ο Πάτον. Έρχεται αρκετά γρήγορα. Ο στρατηγός Πάτον. Και πολύ πριν φτάσει ο Πάτον, δεκαπέντε μέρες πριν ο διοικητής τού στρατοπέδου γίνεται άφαντος. Ο υποδιοικητής στέλνει κομάντος. Παίρνει εντολή από τον Χίμλερ να τον εκτελέσει. Και γίνεται άφαντος κι αυτός. Χάνονται ο ένας μετά τον άλλον. Κι έτσι πριν μπει ο Πάτον μάς είχαν παραδώσει σε μια πολιτοφυλακή. Και ω του θαύματος, ω του γούστου μάλλον, οι πολιτοφύλακες αυτοί, καμιά εκατονπενηνταριά, ήταν η ορχήστρα της Όπερας του Λιντς. Ντυμένοι με τις στολές της όπερας από το βεστιάριο. Κι αυτούς τους είχαν στείλει να μας φυλάνε. Αλλά ήδη τα ζάρια της μοίρας είχαν πέσει. Και επέπρωτο να ζήσουμε.

Πηγή: Εφημερίδα Τα Νέα, 6 Ιουνίου 2009

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *