Η κινητή γέφυρα
Η οδός Σεντ-Αντουάν διεμβολίζει τη Βαστίλλη. Μοιάζει με τεράστιο πολιορκητικό κριό που ετοιμάζεται να την εκπορθήσει. Η πόλη συρρέει απ’ όλες τις μεριές. Ταμπουρώνονται πίσω από κάθε πόρτα της οδού ντε Ραμπάρ, κάτω απ’ όλα τα δέντρα της μεγάλης αλέας του Αρσενάλ, πίσω από κάθε σωρό με ξύλα της οδού ντε Μαρέ. Τη Βαστίλλη την αγκαλιάζει η ανθρωπότητα. Δεν πρόκειται όμως για καλοκάγαθες ορδές που πάνε σε ζωοπανήγυρη και επιστρέφουν, είναι ένα πλήθος οπλισμένο με λόγχες, σούβλες, σκουριασμένα σπαθιά, δικράνια, παλιοσουγιάδες, παλιοντούφεκα, δόρατα και κατσαβίδια. Τα όπλα στραφταλίζουν μέσα σε μια απίθανη οχλοβοή.
Η έφοδος ξεκίνησε από παντού και πουθενά, και με ντουφεκίδι και με πετροβόλημα. Οι ιαχές έπαιξαν κι αυτές τον ρόλο τους. Οι βλαστήμιες, επίσης. Ήταν ένας μέγας πόλεμος χειρονομιών και λέξεων. Το κινούμενο, εκφραστικό πλήθος πετούσε πέτρες και παλιά καπέλα. Προκαλούσε φριχτό σαματά, όπου κυριαρχούσαν oι βωμολοχίες. Τους στρατιώτες και την τάξη που εκπροσωπούσαν τούς στόλιζαν με όλα τα δυνατά επίθετα: σκατοκερατάδες, σκατόβλαχοι, καθίκια, σκατιάρηδες, κλανιάρηδες, κουράδες και οτιδήποτε έχει σχέση με σκατά οποιουδήποτεχρώματος, κόκκινα, μπλε, κιτρινωπά. Όλες αυτές τις βρισιές μάλιστα τις εκτόξευαν κοροϊδευτικά. Και ξαφνικά ακούστηκε ένας ακόμα πυροβολισμός κάπου από ψηλά στους πύργους. Όπως και το πρωί, έτρεξαν όλοι να προστατευτούν, με πρόσωπα καταϊδρωμένα. Ένας άντρας σερνόταν στο έδαφος στη μέση της αυλής. Στηρίχτηκε για λίγο στον αγκώνα του και βόγκηξε. Πίσω απ’ τις πόρτες, κάτω απ’ τα πρόστεγα, το πλήθος άρχισε να βγάζει έναν πνιχτό ρόγχο που ανέβαινε προς τα τείχη· έμοιαζε να έρχεται από τους εγκαταλειμμένους δρόμους, απ’ τις άδειες πλατείες. Ο τραυματίας κειτόταν ακίνητος, με τα μακριά του μαύρα μαλλιά. Ο ήλιος τόνιζε το αίσθημα της απελπισίας. Σε λίγο το μουρμουρητό ακουγόταν πιο καθαρά, το πλήθος επαναλάμβανε ρυθμικά με φωνή βαριά: «Δολοφόνοι! Δολοφόνοι!». Άρχισαν μαζικά να ξεμυτίζουν απ’ τα υπόστεγα· μικρές ομάδες έβγαιναν απ’ τη σκιά και φώναζαν όλο και πιο δυνατά: «Δολοφόνοι!». Ο λόγος δεν αφήνει ίχνη, αλλά σπέρνει τον όλεθρο στις καρδιές. Θυμόμαστε για όλη μας τη ζωή μια λέξη, μια φράση που μας άγγιξε. Στο εσωτερικό του φρουρίου οι στρατιώτες έκαναν πίσω, σαν ένα μικρό κύμα που υποχωρεί. Δοκίμασαν ένα τρομερό αίσθημα μοναξιάς. Τα υγρά, μαύρα τείχη πλέον δεν τους προστάτευαν· τους φυλάκιζαν.
Από εκείνη τη στιγμή και πέρα, δεν μπορούμε να καταλάβουμε πια τίποτα. Oι τόποι τρεκλίζουν, ο χρόνος πεθαίνει. Όλα εξελίσσονται ραγδαία. Ένας νεαρός μπακάλης παρατηρεί πως θα μπορούσαν εύκολα να φτάσουν στον περίδρομο, στην κορυφή του τείχους της αντικρήμνου. Αυτός ο διάδρομος έκανε ένα γύρο όλη την τάφρο· απ’ αυτόν μπορούσε κανείς να πηδήξει στην Αυλή του Φρουραρχείου. Ο Ζαν-Αρμάν Πανετιέ, αυτό είναι το όνομά του, θα μας αφήσει μια μικρή περιγραφή τού τι έκανε εκείνη τη μέρα για να βυθιστεί και πάλι, αμέσως μετά, στη λήθη. Αλλά εκείνη τη στιγμή, την Τρίτη 14 Ιουλίου, γίνεται η σπίθα που θα πυροδοτήσει το μπαρούτι. Καθώς είναι ψηλός, παίρνει θέση με πλάτη στο τείχος και με τις παλάμες του κάνει σκαλοπατάκι στους άλλους για να ανέβουν. Ο αμαξοποιός Τουρνέ ανεβαίνει πρώτος. Φοράει μπλε γιλέκο. Είναι είκοσι ετών. Τον ακολουθούν άλλοι οκτώ με δέκα. Περνούν πάνω από ένα παράπηγμα που χρησιμεύει ως αποθήκη ενός καπνοπώλη. Το πλήθος τούς μιλάει, γελάει, τους ενθαρρύνει. Γίνεται απίστευτο πανδαιμόνιο. Ο Τουρνέ σκαρφαλώνει στη στέγη του Φρουραρχείου. Φίλοι του τον καλούν, ο αέρας φουσκώνει το γιλέκο του.
Θέλω να ελπίζω, να φαντάζομαι, ότι εκείνη τη στιγμή , εκεί, μπροστά στα μάτια όλων, ο αμαξοποιός Λουί Τουρνέ ήταν ο εαυτός του και μόνο, πραγματικά, σε μια τέλεια, βαθιά σχέση με το είναι του. Αυτό θα κράτησε ελάχιστα. Μερικά χορευτικά βήματα πάνω σε μια κεραμοσκεπή. Μια σειρά από ντεμπουλέ, με το κεφάλι ελεύθερο, ψηλά, ύστερα μια εναλλαγή από ζετέ, πι-κέ, μέχρι και πιρουέτες. Ή μάλλον όχι, ήταν πολύ αρ-γά βήματα, μικρά γκλισάντ, πα ντε σα. Ξαφνικά, ο Τουρνέ, κάτω απ’ τον απέραντο ουρανό, μέσα στο γκρι και το μπλε φως, τα ξεχνάει όλα. Ο χρόνος, για μια στιγμή, πεθαίνει μέσα του. Τρεκλίζεί κοντά σε μια καμινάδα. Όλοι τρέμουν μην πέσει. Κάθεται ανακούρκουδα στην εσωτερική επικλινή πλευρά της στέγης, τα κεραμίδια τού καίνε τα χέρια· δεν διακρίνεται πια. Είναι μόνος. Η Αυλή του Φρουραρχείου είναι άδεια, μπροστά του. Τη στιγμή αυτή είναι απλώς μια σκιά, μια σιλουέτα. Οι στρατιώτες στους πύργους τον κοιτάζουν. Πηδάει στην αυλή.
Εκεί είναι ακόμα πιο μόνος. Εκτελεί ένα παράξενο καθήκον. Κανείς δεν ξέρει από τι είναι φτιαγμένη η ελευθερία, με ποιο τρόπο κατακτιέται η ισότητα. Ο Λουί Τουρνέ, ο αμαξοποιός, ο εικοσάχρονος νεαρός, πέρασε στην άλλη πλευρά της ζωής. Δεν είναι ωστόσο τίποτα περισσότερο από ένα κομματάκι του πλήθους που έπεσε εκεί, μόνο του, στην Αυλή του Φρουραρχείου.
Η αυλή είναι φαρδιά, τρομακτικά φαρδιά. Τον Τουρνέ τον διαπερνά ένα ρίγος. Tι ζητάω εδώ; αναρωτιέται. Κάνει μερικά βήματα στα χαλίκια. Και ίσως, παρά τον θόρυβο, ν’ ακούει τα πέλματά του να τρίζουν στο έδαφος των βασιλέων. Δεξιά του, το Μέγαρο του Φρουραρχείου, το έχουν εγκαταλείψει οι στρατιώτες. Τα κτίρια είναι έρημα. Λες και ήταν πάντοτε άδεια. Απέναντι η λεωφόρος της Μεγάλης Αυλής, το πέρασμα που πηγαίνει στην τελευταία κινητή γέφυρα· αυτός ο μικρός διάδρομος οδηγεί απ’ το Παλαιό Καθεστώς κάπου αλλού. Μόλις διανύσεις τον ισθμό, μόλις περπατήσεις αυτή τη λεπτή, στρωμένη με πέτρα λωρίδα, στην άκρη της οποίας βρίσκεται η κλειδαμπαρωμένη πόρτα του φρουρίου, βλέπεις μονάχα μια μαύρη τρύπα.
Ένας σύντροφός του πηδάει κι αυτός με τη σειρά του. Είναι δύο τώρα. Ο τύπος που μόλις έπεσε από τον ουρανό λέγεται Ομπέν Μπονεμέρ, τον συναντήσαμε ήδη λίγο πριν να συντρέχει τον διαπραγματευτή Τυριό όταν τον είχε στριμώξει το πλήθος μπροστά στη Βαστίλλη. Ο Ομπέν κατάγεται απ’ το Σομύρ. Είναι τριάντα έξι ετών. Ο πατέρας του είναι μαουνιέρης. Ζούσε κοντά στον Λίγηρα, παρακολουθούσε τους αμμοσύρτες που μετατοπίζονται κάθε χρόνο, τις ομίχλες που ροκανίζουν τις όχθες. Αλλά δεν είναι μόνο ο Λουί και ο Ομπέν που το παίζουν ακροβάτες, υπάρχουν οκτώ ή δέκα ακόμα ουσάροι σ’ αυτή τη στέγη. Πρέπει να δίνουμε τη δέουσα προσοχή σ’ αυτές τις αμυδρές παρουσίες, στα περιγράμματα, τα προφίλ, σ’ αυτούς τους εκφραστικούς τρόπους που χρησιμοποιεί κάθε αφήγηση για να καθοδηγήσει τον αναγνώστη της. Ας τους κρατήσουμε κοντά μας ακόμα για λίγο, αυτούς τους οκτώ ή δέκα άλλους, με τη βοήθεια μίας προσωπικής αντωνυμίας, σαν να ’ταν φιλαράκια, αφού κι αυτοί τρέχουν στη στέγη, ενδεχομένως κάνουν εξυπνάδες, χορεύουν μπροστά στον ορίζοντα. Ο Τουρνέ είναι στην αυλή και από κει και πέρα εκείνοι χάνονται, τους εγκαταλείπουμε οριστικά, δεν θα τους ξαναδούμε ποτέ. Είναι σαν τα ανθρωπάκια του Μπρύγκελ, σαν εκείνους τους παγοδρόμους που βλέπουμε κάπου μακριά, ήδη απ’ όταν ήμασταν παιδιά, οικείες σκιές που διακρίνονται στο βάθος του πίνακα πάνω στον πάγο. Δημιουργούν ωστόσο, μέσα απ’ την καταχνιά τους, μιαν εντύπωση αντανάκλασης. Νιώθουμε πιο κοντά σ’ αυτούς παρά σ’ εκείνους που ο ζωγράφος έστησε σε πρώτο πλάνο. Αυτές τις σιλουέτες περιεργαζόμαστε, αυτές προσπαθούν να φανταστούν τα μάτια μας, αυτές νοτίζει η ομίχλη. Και αν τυχόν ονειρευτούμε, μόνο αυτές υπάρχουν πια.
Απόσπασμα από το αφήγημα του Ερίκ Βουγιάρ «14η Ιουλίου», εκδόσεις Πόλις.