Το καλοκαίρι εξελίσσεται, η διάθεση και τα συναισθήματα παλεύουν με τη στυγνή πραγματικότητα και ο καθένας ψάχνει κάπου να ακουμπήσει για να βρει ένα στήριγμα και να συνεχίσει.
Μέσα από μικρές κινήσεις, το θέρος προσφέρει τη δυνατότητα σε όσους επιμένουν να παραμένουν στην πόλη, να ξεφύγουν λίγο από το άγος των ημερών και να καθαρίσουν, με ποιοτικό τρόπο, τις προσλαμβάνουσες τους. Το φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου παρέχει κάθε χρόνο αυτή τη δυνατότητα, σε προσιτές τιμές. Έτσι,λοιπόν, με το γνωστό master των τεχνικών παροχών αυτής της σελίδα, Angelo, κινηθήκαμε προς το κέντρο των Αθηνών, στο θέατρο Τζένη Καρέζη, το οποίο με την καθοδήγηση του κ.Κώστα Καζάκου έχει συνεχώς ανοδική πορεία. Για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, πέρυσι και φέτος ανέβηκε η παράσταση Κ.Π. Καβάφης αυτοβιογραφούμενος. Τη σκηνική σύνθεση είχε ο Γιάννης Φαλκώνης ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμήνευαν οι Κωνσταντίνος Τζούμας και Κερασία Σαμαρά.
Επειδή δεν έχουμε εξειδικευμένες γνώσεις στην ανάλυση της θεατρικής πράξης, θα αναφερθούμε επιγραμματικά σε ορισμένα στοιχεία της παράστασης που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση και την ξεχώρισαν στο βιβλίο των αναμνήσεών μας. Αρχικά, o φωτισμός ήταν όσο σκοτεινός έπρεπε για να μεταφέρει το κοινό στην εποχή που λαμβάνουν χώρα οι ιστορίες που διαδραματίζονται. Οι ερμηνείες, λιτές, δωρικές, άριστα εναρμονισμένες στην ατμόσφαιρα που ο σκηνοθέτης θέλησε να κοινωνήσει. Ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ακροβατούσε, υποδυόμενος τον ποιητής ανάμεσα στην φυσική του παρουσία στο χώρο και τα νοήματα των εικόνων και των συναισθημάτων στο ταξίδι του χρόνου. Η πλοκή κινείται, σε αδρές γραμμές, από την κοινωνική ζωή του αλεξανδρινού ποιητή και τις σχέσεις του με τους ανθρώπους μέχρι τις κορυφογραμμές της ποιητικής δημιουργίας σε στιγμές είτε απόλυτης απομόνωσης είτε σε ένα περιβάλλον όπου περιστοιχίζεται από οικεία του πρόσωπα. Οι υπόλοιποι ρόλοι, σαφώς συμπληρωματικοί, ενισχύουν την ανάγκη του Καβάφη για να αναζητήσει νέους δρόμους στην προσωπική του ζωή και με αυτό τον τρόπο ανοίγει νέους ορίζοντες στο ποιητικό του έργο…
Το επιμύθιο που προκύπτει,αποτυπώνεται εύγλωττα μέσα από την ποιητική σύνθεση του Κώστα Καρυωτάκη, “O κήπος της αχαριστίας“:
Θα καλλιεργήσω το ωραιότερο άνθος. Στις καρδιές των ανθρώπων θα φυτέψω την Αχαριστία. Ευνοϊκοί είναι οι καιροί, κατάλληλος ο τόπος. Ο άνεμος τσακίζει τα δέντρα. Στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονται φίδια. Οι εγκέφαλοι, εργαστήρια κιβδηλοποιών. Τερατώδη νήπια τα έργα, υπάρχουν στις γυάλες. Και μέσα σε δάσος από μάσκες, ζήτησε να ζήσεις. Εγώ θα καλλιεργήσω την Αχαριστία.
Όταν έρθει η τελευταία άνοιξις, ο κήπος μου θα ‘ναι γεμάτος από θεσπέσια δείγματα του είδους. Τα σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θα περπατώ στους καμπυλωτούς δρόμους, μετρώντας αυτά τα λουλούδια. Πλησιάζοντας με κλειστά μάτια τη βελούδινη, σκοτεινή στεφάνη τους, θα νιώθω στο απρόσωπο τους αιχμηρούς των στημόνες και θ’ αναπνέω το άρωμά τους.
Οι ώρες θα περνούν, θα γυρίζουν τ’ άστρα, και οι αύρες θα πνέουν, αλλά εγώ, γέρνοντας ολοένα περσότερο, θα θυμάμαι.
Θα θυμάμαι τις σφιγμένες γροθιές, τα παραπλανητικά χαμόγελα και την προδοτική αδιαφορία.
Θα μένω ακίνητος ημέρες και χρόνια, χωρίς να σκέπτομαι, χωρίς να βλέπω, χωρίς να εκφράζω τίποτε άλλο. Θα είμαι ολόκληρος μια πικρή ανάμνησις, ένα άγαλμα που γύρω του θα μεγαλώνουν τροπικά φυτά, θα πυκνώνουν, θα μπερδεύονται μεταξύ τους, θα κερδίζουν τη γη και τον αέρα. Σιγά σιγά οι κλώνοι τους θα περισφίγγουν το λαιμό μου, θα πλέκονται στα μαλλιά μου, θα με τυλίγουν με ανθρώπινη περίσκεψη.
Κάτου από τη σταθερή τους ώθηση, θα βυθίζομαι στο χώμα.
Και ο κήπος μου θα είναι ο κήπος της Αχαριστίας.