Home >> Αφιέρωμα >> ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

«Κι όταν ακούω “Κατερίνα” τρομάζω. Νομίζω πως πρέπει να καταδώσω κάποιον».

Απ’ την άλλη, εσύ, σίγουρα, όταν ακούς τ’ όνομα “Κατερίνα Γώγου”, είτε την γνωρίζεις είτε όχι, οι πρώτοι χαρακτηρισμοί που σού έρχονται, σχεδόν αστραπιαία, στο μυαλό είναι οι, δίχως άλλο, τετριμμένοι “Αναρχική Ποιήτρια των Εξαρχείων” που τής έχουν αποδοθεί από πολλούς. Και ναι. Όντως, έτσι έχουν τα πράγματα. Όντως, ήταν αναρχική. Όντως, ήταν ποιήτρια. Όντως, κατοικούσε στα Εξάρχεια. Πέρα, όμως, απ’ όλα αυτά την διέκριναν άλλα, βαθύτερα χαρακτηριστικά. Πέρα απ’ όλα αυτά ήταν, κυρίως, Άνθρωπος μ’ απύθμενο βάθος χαρακτήρα και Ψυχής. Πολύπλοκη και ιδιαίτερη προσωπικότητα. Και ναι μεν όλοι μας ως άνθρωποι και προσωπικότητες είμαστε διαφορετικοί και, συνάμα, ξεχωριστοί, εκείνη, όμως, είχε αυτό το κάτι, το παραπάνω. Την διέκρινε κάτι μυστηριώδες, κάτι ελκυστικό. Είχε αυτό το βλέμμα το ταξιδιάρικο και αυτήν τη σπίθα που ορμούσε από μέσα της -τουλάχιστον έτσι την βλέπουν τα δικά μου μάτια μέσα απ’ όσα έχω διαβάσει ή έχω ακούσει για εκείνη. Έπιανε τον πόνο της και τον στράγγιζε πάνω στις λευκές σελίδες και με τις προτάσεις που δημιουργούσε έγραφε για την ατομική, τη διαπροσωπική και την κοινωνική μιζέρια με σκοπό την αφύπνιση των ανθρώπων και την ανατροπή της υπάρχουσας -ως και σήμερα- δεινής κοινωνικής πραγματικότητας. Αγαπούσε τη Ζωή μ’ έναν ιδιαίτερο και πολύ ξεχωριστό τρόπο. Είχε φανταστεί έναν διαφορετικό κόσμο και πάσχιζε γι’ αυτόν. Ο δικός μας δεν την χωρούσε. Ο δικός μας δεν τής άξιζε. Άλλωστε, πώς να χωρέσει το μεγάλο μέσα στο μικρό; Πώς να περιοριστεί; Πώς να συμβιβαστεί; Ο συμβιβασμός την αηδίαζε. Δεν τής ταίριαζε.

«Έπρεπε,

αν ήθελα, ακόμη, να σωθώ,

αν ήθελα, ακόμη, να ζήσω

να βρω έναν τρόπο να μοιάζω μ’ αυτούς

ή κάτι, τέλος πάντων,

να τούς εξευμενίσω»,

έγραψε στον ‘Μήνα των Παγωμένων Σταφυλιών’.

Ωστόσο, αυτός ο τρόπος δε βρέθηκε ποτέ. Δε θέλησε; Δε μπόρεσε;

Γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου, “το μήνα των κερασιών”, του 1940. Γεννήθηκε αρχές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Γεννήθηκε στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Άνοιξε τα μάτια της κι αντίκρισε τη γενιά της αμφισβήτησης. Κι αυτή η αμφισβήτηση την ακολούθησε σ’ όλη της τη Ζωή. Ήταν ένα άτομο ασυμβίβαστο. Συνεχώς ψαχνόταν, βρισκόταν σε διαρκή “πόλεμο” με τα πάντα μέσα της, με τα πάντα γύρω της. Ήταν πνεύμα ανήσυχο. Δεν επαναπαυόταν. Ζητούσε διαρκώς αυτό το κάτι, το παραπάνω. “Ήταν συνέχεια πάνω κάτω”, έχει τονίσει ο Αντώνης Καφετζόπουλος “δανειζόμενος” τους στίχους του ποιήματός της, “Πάνω κάτω η Πατησίων”.

Τα παιδικά της χρόνια ήταν δύσκολα και στερημένα. Ζούσε με τον πατέρα της μέχρι την εφηβεία της και κατόπιν με τη μητέρα της. Ο πατέρας της ήταν ιδιαίτερα αυστηρός. Η Κατερίνα το είχε σκάσει απ’ το σπίτι της. Λέγεται, μάλιστα, όταν εκείνος κατάφερε να την εντοπίσει, ότι με τη βία την είχε οδηγήσει στον ιατροδικαστή, μόλις στα δεκατρία της χρόνια, για να τού αποδείξει ότι ήταν παρθένα. Τα παιδικά της χρόνια είναι στιγματισμένα απ’ την απολυταρχική μορφή του πατέρα της, γεγονός που είναι διάχυτο στο ποιητικό της έργο. Ωστόσο, κατάφερε να τον πείσει κι, μάλιστα, εν μέσω της δεινής κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας που απλωνόταν γύρω τους, να την βοηθήσει να εκπληρώσει το όνειρό της και να γίνει ηθοποιός. Και τα κατάφερε. Σπούδασε σε μια απ’ τις καλύτερες, για την εποχή, σχολές υποκριτικής, αυτή του Τάκη Μουζενίδη. Παράλληλα, όμως, τελείωσε και τη σχολή χορού των Πράτσικα, Ζουρούδη και Βαρούτη.

Δούλευε από πέντε χρονών σε παιδικούς θιάσους. Θεωρήθηκε “παιδί – θαύμα”. Έπαιζε από επιθεώρηση μέχρι αρχαία τραγωδία. Στο θέατρο συνεργάστηκε και με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, αλλά και μ’ άλλους πολλούς σπουδαίους καλλιτέχνες. Η θητεία της σ’ αυτό ήταν πολύχρονη. Στην ηλικία των, μόλις, 12 χρόνων εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο στο έργο του Αλέκου Σακελλάριου, “Ο άλλος”. Στη συνέχεια, έπαιξε σε γνωστές ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες με πιο χαρακτηριστικές τις: “Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο (1959)”, “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965)”, “Μια τρελή, τρελή οικογένεια (1965)”, καθώς κι άλλες πολλές αγγίζοντας περίπου τις 50 στο σύνολό τους. Έπαιξε σ’ αρκετές ταινίες παραγωγής της Φίνος Φιλμ με πρώτη ταινία την προαναφερθείσα “Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο” και τελευταία την ταινία “Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση; (1971)” του Ντίνου Κατσουρίδη. Σ’ όλες αυτές τις ταινίες συνειδητά, σύμφωνα με τον αδελφό της, Κώστα Γώγο, προτίμησε δευτερεύοντες ρόλους. Ο ίδιος τόνισε: «Όταν έφτιαχνε έναν πύργο, τής άρεσε να τού δίνει μια και να τον γκρεμίζει. Έκτιζε ένα όνομα στο θέατρο και τής άρεσε να το γκρεμίζει. Έκτιζε μια σχέση και τής άρεσε να την γκρεμίζει. Ένιωθε ότι θα θεωρηθεί “βολεμένη” κι αυτό δεν τής άρεσε. Σ’ όλη της τη Ζωή το ίδιο έκανε. Στις σχέσεις της, στο θέατρο, στον κινηματογράφο. Παντού. Θα μπορούσε να γίνει κι εκείνη το πρώτο όνομα. Ξεκίνησε μαζί με την Βουγιουκλάκη και την Καρέζη. Δεν ήθελε». Πρωταγωνιστικούς ρόλους ανέλαβε στις ταινίες “Το βαρύ πεπόνι (1977)” κερδίζοντας, μάλιστα, Βραβείο Ερμηνείας Α’ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, στην πολυβραβευμένη “Παραγγελιά (1980)” όπου μέρος της ταινίας βασίζεται στα ποιήματά της και, τέλος, στην ταινία “Όστρια, το τέλος του παιχνιδιού (1984)” κερδίζοντας το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας, αλλά και το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου από κοινού με τον σκηνοθέτη Ανδρέα Θωμόπουλο με τον οποίο συνεργάστηκε και σεναριακά. Στις δυο πρώτες ταινίες ακολουθούσε τις σκηνοθετικές οδηγίες του πρώην, τότε, συζύγου της, Παύλου Τάσσιου. Το πέρασμά της απ’ το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση άφησε το στίγμα του. Μ’ αυτόν τον τρόπο έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό.

Η υποκριτική της δεινότητα αποδείχθηκε βαρύνουσας σημασίας. Οι ρόλοι τους οποίους αναλάμβανε μπορούσαν να χαρακτηριστούν “κόντρα” σε σχέση μ’ αυτό που η ίδια ήταν. Η ίδια μέσα απ’ τους ρόλους αυτούς ερχόταν σε ρήξη με την πραγματική Κατερίνα. Ενσάρκωνε ζωηρούς ρόλους και κατάφερνε να κρύψει τη θλίψη και τη μελαγχολία που πήγαζαν από μέσα της. Χαρακτηριστικά ο Αλέκος Τζανετάκος είχε πει: «Είχε τέτοια δύναμη. Μπορούσε να φτάσει πολύ ψηλά. Δεν την βοήθησε κανείς. Είχε δικούς της κανόνες». Δεν είχε καμιά, απολύτως, σχέση με το κοριτσάκι τ’ οποίο παρουσίαζε στη μεγάλη οθόνη. Ήταν μια σοβαρή γυναίκα, βαθύτατα συνειδητοποιημένη κι ανήσυχη.

Η Κατερίνα είχε αρκετούς συντρόφους στη Ζωή της και μ’ όλους διατηρούσε καλές σχέσεις. Ωστόσο, η μεγάλη της αγάπη ήταν ο Παύλος Τάσσιος, τον οποίο παντρεύτηκε και με τον οποίο απέκτησε και τη μοναδική της κόρη. Στις 10 Οκτωβρίου, τον “Μήνα των Παγωμένων Σταφυλιών”, όπως τονίζει στο ενδέκατο, κατά σειρά, ποίημά της του ομότιτλου βιβλίου της, του 1967 έφερε στον κόσμο την κόρη της, τη Μυρτώ, η οποία πέθανε το 2015 σε ηλικία 48 χρόνων. Δυο χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης τους, η Κατερίνα κι ο Παύλος χώρισαν και η δίχρονη Μυρτώ έμεινε με τη μητέρα της. Αγαπούσε υπερβολικά την κόρη της και είχε ζητήσει απ’ τον Παύλο Τάσσιο να κρατήσει εκείνη το παιδί τους. Ο ίδιος, αν κι αυστηρός, αλλά, σίγουρα, απόμακρος απ’ την Μυρτώ, όπως εκείνη αναφέρει σε συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει, συμφώνησε με την Κατερίνα κι έτσι η Γώγου κράτησε το παιδί. Η Μυρτώ είχε να θυμάται ότι: «Και η μαμά μου, αλλά κι ο μπαμπάς μου ήταν της ίδιας φιλοσοφίας. Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, συμμετείχαν στην ΟΚΔΕ. Ήταν και οι δύο τροτσκιστές. Έκαναν συγκεντρώσεις. Έβγαιναν για τα πολιτικά. Επίσης, ασχολούνταν συνέχεια με τη δουλειά τους. Κάποιες φορές αισθανόμουν ξεχασμένη απ’ τους γονείς μου. Μετά το διαζύγιο, ο πατέρας μου μού έλειπε πολύ, όμως, δεν ερχόταν συχνά να με δει. Τον έβλεπα πολύ αραιά. Δεν έχω αναμνήσεις από εκείνον, διότι δε ζούσαμε μαζί. Ο πατέρας μου ήταν ιδιαίτερα σκληρός. Απ’ την άλλη, η Κατερίνα ήταν πιο κοντά μου. Η μαμά μου ήταν γλυκιά. Ήταν πολύ τρυφερή. Αν κι ο τρόπος Ζωής που είχε διαλέξει να κάνει δεν τής επέτρεπε να βρίσκεται πολλές ώρες μαζί μου. Διάλεξε να είναι στο πλευρό των αναρχικών. Έτρεχε σε διαδηλώσεις, καταλήψεις, συναυλίες. Η αγάπη της ήταν μοιρασμένη παντού. Έτρεχε να μπερδευτεί ταυτόχρονα με πολλά πράγματα. Με την πολιτική, με την ποίηση, με το θέατρο. Κάποια βράδια, όταν γυρνούσε απ’ το θέατρο, μού έφερνε μερέντα για το σχολείο, μπαλόνια και καραμέλες. Το πρωί, όταν εγώ πήγαινα στο σχολείο, η Κατερίνα κοιμόταν και, έτσι, δεν την έβλεπα όσο θα ήθελα. Και μού έλειπε πολύ, αλλά η αγάπη της ήταν μεγάλη. Το αντιλαμβανόμουν. Την μητέρα μου την ένιωθα. Ακόμη κι όταν έλειπε απ’ το σπίτι κι έμενα με τις γιαγιάδες, διότι εκείνη κάποιες περιόδους ταξίδευε λόγω του θεάτρου, λόγω του Καρόλου Κουν. Πήγαινε για παραστάσεις στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Αφρική. Ήξερα, όμως, ότι με σκεφτόταν συνέχεια. Και, όταν γυρνούσε, πάντα μού έφερνε δώρα και καραμέλες».

«Είμαι ελεύθερη, ελεύθερη, ελεύθερη κι όταν έρθει καιρός που θα κρέμεται στο τσιγκέλι το πετσί μου σαν τομάρι απ’ τους κρατικούς εκδορείς και τη λογοκρισία, η φαντασία μου θα τρέχει.. τρέχει… τρέχει. Είμαι φευγάτη, από τώρα τρέχει… γειαααα»

Ήδη απ’ τα τέλη της δεκαετίας του  ’60 και τις αρχές της δεκαετίας του ’70 η Ζωή της Κατερίνας άρχισε ν’ αλλάζει άρδην. Ένιωθε να πνίγεται κι σταδιακά, απομακρύνθηκε απ’ την υποκριτική. Έκοψε δεσμούς απ’ τον εμπορικό κινηματογράφο. Αυτή η εποχή σηματοδοτεί μια νέα περίοδο για την ίδια. Άρχισε ν’ ασχολείται συστηματικά με την ποίηση, συμμετέχοντας σε συγκεκριμένες, περισσότερο ρεαλιστικές, κινηματογραφικές ταινίες που διέφεραν κατά πολύ απ’ τις παραδοσιακές ταινίες που συμμετείχε μέχρι πρότινος. Παράλληλα, έστρεψε το βλέμμα της και στην πολιτική. Είχε πολιτικές αναζητήσεις. Την ενδιέφεραν τα κοινά ως ανήσυχη προσωπικότητα και πολίτης που ήταν. “Πολεμούσε κάθε μορφή κομματικής ή μη εξουσίας”. Την “τραβούσε” η αριστερά, η ακροαριστερά και, φυσικά, η αναρχία. Αυτό ήταν εμφανέστατο και στα ποιήματά της. Αλλά, τελικά; Αριστερή; Μαρξίστρια; Κομμουνίστρια; Τροτσκίστρια; Αναρχική; Αναρχοκομμουνίστρια; Μπορούμε να δώσουμε μια συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα στην Κατερίνα Γώγου; Καμιά, απολύτως, σημασία δεν έχει. Η ταυτότητα της Κατερίνας Γώγου είναι η ελευθερία της. Αυτό και μόνο αρκεί.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η γραφή για την Κατερίνα λειτουργούσε θεραπευτικά. Ήταν μια μορφή ψυχανάλυσης. Έγραφε, για να μην εκραγεί. Έβγαζε ποιητικές κραυγές. Η ίδια σε συνέντευξή της στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” είχε τονίσει: «Άρχισα να γράφω για τον εαυτό μου, απ’ αγανάκτηση για το κακό κι απ’ αγάπη για τον άνθρωπο και τη Ζωή. Αισθανόμουν μια μουγκαμάρα. Επικοινωνία από πουθενά, από τίποτα. Είχαν πονέσει οι μασέλες μου απ’ το να μην μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στυλό. Τόσο πάθος είχα γι’ αυτά που ήθελα να πω. Δε ξέρω πώς γράφουν οι άλλοι. Εγώ ζούσα κι έγραφα». Κι έρχεται η κόρη της, Μυρτώ, μέσα από μια συνέντευξή της, όπου κλήθηκε να μιλήσει για τη Ζωή της, αλλά και τη Ζωή της μητέρας της, να συμπληρώσει: «Η Κατερίνα έγραφε από παλιά. Για να καταλάβεις, όταν ήμουν μικρή, η Κατερίνα μού έγραφε κάθε βράδυ ένα παραμύθι, για να το διαβάσω πριν κοιμηθώ. Έγραφε, έγραφε, έγραφε…». Κι, έτσι, επιδόθηκε με μανία στην ποίηση. Μέσα απ’ αυτήν βρήκε μια διέξοδο. Έγραφε για εκείνη την ίδια. Έγραφε για όσα την απασχολούσαν. Έγραφε για την πραγματικότητα γύρω της. Έγραφε, έγραφε, έγραφε.

«Ντούκου-ντούκου η γραφομηχανή, φαίνεται εμπνέει το ντούκου-ντούκου», την πείραζε ο Νικόλας Άσιμος.

Η ποίηση, όπως είχε εξομολογηθεί και η ίδια, ήταν το λιμάνι της. Η διέξοδος της έκφρασής της απέναντι στην απομόνωση όχι μόνο απ’ τη μικροαστική κοινωνία, αλλά, σταδιακά, κι απ’ τον κύκλο των “φίλων’ της, αλλά κι απ’ τον ίδιο της τον εαυτό. Μια διέξοδος απ’ την αυτοκτονία. Στην τελευταία της ποιητική συλλογή χρησιμοποιεί την έκφραση “νεκρή ζωντανή”, μια αέναη, όπως αποδείχθηκε, συμπόρευση Ζωής και θανάτου με τον θάνατο, τελικά, να επικρατεί. Το φθινόπωρο του 1993…

Σε συνέντευξή της η Μυρτώ τονίζει: «Κάποια στιγμή ήθελε να δοκιμάσει. Ήθελε να δει, αν γινόταν να τα εκδώσει. Όλοι οι εκδότες, όμως, τής έκλειναν την πόρτα. Ο ένας μετά τον άλλον. Όλοι φοβούνταν. Ήταν ποιήματα οργής. Με πολιτικό περιεχόμενο, τ’ οποίο αποτέλεσε το σημείο αναφοράς της ποίησής της. Δεν ήθελαν ν’ ακουμπήσουν τέτοια θέματα. Στα ποιήματά της μιλούσε για εκείνη, αλλά ασκούσε κι έντονη κριτική στα κόμματα» ουρλιάζοντας για μία αλλαγή, για τη δημιουργία νέων δρόμων. Και πράγματι. Η γραφή και η θεματολογία της ήταν εκκεντρική κι εξεζητημένη. Τα γραπτά της Κατερίνας Γώγου σπάραζαν. Μιλούσαν για τη σαπίλα της ίδιας της Ζωής. Άλλωστε, η Κατερίνα Γώγου δεν ήταν μια όποια κι όποια ποιήτρια. Δεν έγραφε για όποια κι όποια θέματα. Ήταν δύσκολα. Ήταν βαθύτατα. Ήταν διαφορετικά. Ήταν επαναστατικά. Και παραμένουν. Έκανε σκληρή ποίηση. Πολύ περισσότερο, όμως, τα γραπτά της, τα ποιήματά της διακρίνονται για τον αντισυμβατικό και συνειρμικό τους χαρακτήρα, αλλά και για τις αναρχικές ιδέες που αυτά προβάλλουν. Έτσι, λοιπόν, όσοι εκδοτικοί οίκοι τής έκλεισαν την πόρτα τής στέρησαν, παράλληλα, και την ευκαιρία να δουν τα ποιήματά της το φως της δημοσιότητας και ν’ αποκτήσουν την ανταπόκριση που τούς άξιζε. Όπως αναφέρει ο Λεωνίδας Χρηστάκης: «Η Κατερίνα ήταν έξω από κάθε λογής εκδοτικά και καλλιτεχνικά κυκλώματα και κλίκες και γι’ αυτό σπάνια θα δείτε ν’ αναφέρονται σ’ αυτήν τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης». Ωστόσο, η ευκαιρία τής δόθηκε έπειτα απ’ την επίσκεψή της στον εκδοτικό οίκο “Καστανιώτη”. Ο εκδοτικός αυτός οίκος ήταν ο μόνος που δέχτηκε να εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή, τα “Τρία κλικ αριστερά”. Ήταν ο μόνος που είπε: “Ναι, θα τα βγάλω”. Ο Θανάσης Καστανιώτης, ο εκδότης, σε συνέντευξη που είχε δώσει μιλώντας για τις πωλήσεις των έργων της Κατερίνας Γώγου τόνισε: «Έκανε μια μεγάλη επιτυχία για την εποχή της. Η πρώτη συλλογή των ποιημάτων της, το “Τρία κλικ αριστερά”, πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για την εποχή, καταφέρνοντας ν’ αγγίξει τις πωλήσεις του Ρίτσου και του Σεφέρη. Μάλιστα, τα ποιήματά της δέχθηκαν μεγάλη αποδοχή σε πόλεις όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και η Πάτρα, πόλεις, δηλαδή, που είχαν πανεπιστήμια και νέους εν αγωνία. Οι νέοι ζητούσαν και ζητούν τα βιβλία της». Μάλιστα, το 1983 το “Τρία κλικ αριστερά” μεταφράστηκε και στ’ αγγλικά (Three clicks left) απ’ τον Jack Hirschman και ταξίδεψε ως την Αμερική όπου κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις «Night Horn Books» του San Francisco όπου έκανε ανάλογες υψηλές πωλήσεις.

 

Αυτό είναι ένα αντίτυπο του εν λόγω βιβλίου, τ’ οποίο διέσωσε ο Γιώργος Κορδέλας και τ’ οποίο παραχώρησε στον σκηνοθέτη Αντώνη Μποσκοΐτη, ούτως ώστε να χρησιμοποιήσει το εξώφυλλο σε μια δραματοποιημένη σκηνή σ’ ένα ντοκιμαντέρ -για τ’ οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω- αφιερωμένο στη Ζωή της Γώγου. Τόσο η συγκεκριμένη πληροφορία όσο και η σχετική φωτογραφία αντλήθηκαν απ’ το προσωπικό blog του ίδιου του σκηνοθέτη πάνω στ’ οποίο είχα την τύχη να “πέσω” στη διάρκεια της έρευνας για περισσότερες πληροφορίες γύρω απ’ τη Ζωή της Κατερίνας.

 

 

Μάλιστα, ο Ανδρέας Παγουλάτος μετέφρασε την ποίησή της στα γαλλικά και μαζί με τον Μάνο Βαλαωρίτη την συμπεριέλαβαν σε μία ανθολογία Ελλήνων ποιητών και, στη συνέχεια, προχώρησαν στην έκδοση της συλλογής αυτής. Ήταν, ίσως, η μοναδική φορά -και μάλιστα σε ξένη γλώσσα- που τα ποιήματα της Γώγου μπήκαν δίπλα σ’ αυτά του Οδυσσέα Ελύτη. Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν άρεσε καθόλου στην Κατερίνα, η οποία, μόλις παρέλαβε στα χέρια της ένα αντίτυπο της έκδοσης αυτής, το εκπαραθύρωσε αρνούμενη ν’ αντικρύσει τους στίχους της ανθολογημένους, μαζί μ’ άλλους ποιητές. Για μία ακόμα φορά, γίνεται έντονα φανερό τ’ ασυμβίβαστο του χαρακτήρα της.

Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό στην ποίηση της Γώγου είναι το εξής: Η Κατερίνα επιθυμούσε να έχουν τα ποιήματά της τη ροή προφορικού λόγου. Αν έβλεπε ότι δεν υπήρχε αυτή η προφορικότητα, αμέσως τ’ άλλαζε. Τής άρεσε, μάλιστα, να τα διαβάζει πρώτα στους δικούς της. Απ’ τους πρώτους ανθρώπους που ξεκίνησε να τα διαβάζει ήταν ο αδελφός της, ο οποίος την αποδοκίμασε κι, όταν ρωτήθηκε γι’ αυτά, ανέφερε πως “τα ποιήματα αυτά μού είχαν φανεί, αρχικά, τερατώδη” και προσπάθησε να την αποτρέψει απ’ την απόφασή της να τα εκδώσει λέγοντάς της πως «μ’ αυτά που γράφεις θα σού ρίξουν ντομάτες». Ήταν ένας απ’ τους πολλούς που αμφισβήτησαν τα ποιήματά της. Την αποδοκιμασία αυτήν από μέρους του αδελφού της, Κώστα Γώγου, επιβεβαιώνει και η Μυρτώ, όταν ρωτήθηκε σχετικά, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει. Ωστόσο, χρόνια μετά το θάνατό της, ο ίδιος ο αδελφός της παραδέχτηκε πως: «τελικά, έβγαζε τη Ψυχούλα της στα ποιήματά της». Μέσα απ’ τα ποιήματά της έφερε στην επιφάνεια τον πραγματικό της εαυτό, τον αληθινό της χαρακτήρα. Τα ποιήματά της διάβαζε και στον σκηνοθέτη Γιώργο Κορδέλα, τον οποίο γνώρισε το 1981, πέρασε ως σύντροφος απ’ τη Ζωή της και με τον οποίο, παρά τη διακοπή της ερωτικής τους σχέσης, διατήρησε επαφές μέχρι το τέλος της, αν και οι συναντήσεις των τελευταίων χρόνων είχαν αραιώσει. Ο ίδιος γράφει στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου “Πάνω κάτω η Πατησίων” που κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις “Οδός Πανός”: «Ήταν αυτόματη η γραφή της Κατερίνας. Λίγες φορές έκανε διορθώσεις, κυρίως, όταν διάβαζε το γραπτό και δεν τής “έβγαινε καλά” στο στόμα. “Δε λέγεται”, έλεγε, “δεν είναι καλό εδώ”. Και το ξανάγραφε προσπαθώντας να βρει το ρυθμό του». Και συνεχίζει: «Την θυμάμαι να γράφει μανιωδώς πάνω στη γραφομηχανή της με το τσιγάρο να καίει στο τασάκι. Άλλοτε έγραφε με την πένα που τής είχε χαρίσει ένας φίλος – θαυμαστής της. Υπήρξα απ’ τους πρώτους αναγνώστες πολλών εκ των ποιημάτων της, όπως αυτά του “Ξύλινου Παλτού”, των “Απόντων”, του “Μήνα των Παγωμένων Σταφυλιών”. Έγραφε επί μερόνυχτα. Ξέκοβε απ’ τον κόσμο γύρω της. Κι, όταν έβαζε και την οριστική τελεία, απλώναμε τις δακτυλογραφημένες σελίδες στο πάτωμα προσπαθώντας ν’ αποφασίσουμε τη σειρά που θα είχαν τα ποιήματα στο βιβλίο. Και, όταν, πλέον, έπαιρνε τα πρώτα τυπωμένα αντίτυπα, το ένα ήταν για την Μυρτώ και τ’ άλλο για εμένα». Φυσικά, εμπιστευόταν και την κρίση της κόρης της. «Πάντα σ’ εμένα και στον Γιώργο Κορδέλα διάβαζε τα ποιήματά της. Για κάθε ποίημα που έγραφε με φώναζε και με ρωτούσε, αν μού άρεσε, κι εγώ της απαντούσα μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι. Αν απαντούσα αρνητικά, άλλαζε το ποίημα και μού το ξαναδιάβαζε», επιβεβαιώνει και η Μυρτώ.

Στο σύνολό του, το ποιητικό της έργο, απαρτίζεται από επτά ποιητικές συλλογές.

  1. «Τρία κλικ αριστερά», Εκδόσεις «Καστανιώτη», 1η έκδοση 1978
  2. «Ιδιώνυμο», Εκδόσεις «Καστανιώτη», 1η έκδοση 1980
  3. «Το ξύλινο παλτό», Εκδόσεις «Καστανιώτη», 1η έκδοση 1982
  4. «Απόντες», Εκδόσεις «Καστανιώτη», 1η έκδοση 1986
  5. «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών», Εκδόσεις «Καστανιώτη», 1η έκδοση 1988
  6. «Νόστος», Εκδόσεις «Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη», 1η έκδοση 1990 και 2η (μεταθανάτια) έκδοση από Εκδόσεις «Καστανιώτη» 2004
  7. «Με λένε Οδύσσεια», Εκδόσεις «Καστανιώτη», 1η (μεταθανάτια) έκδοση 2002

Επίσης, το 2013 κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις “Καστανιώτη” το βιβλίο “Κατερίνα Γώγου, Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε, Ποιήματα 1978-2002” που περιλαμβάνει όλο το έργο της Γώγου σε μια συλλογική – συγκεντρωτική μορφή.

1978, Τρία Κλικ Αριστερά: Η πρώτη ποιητική συλλογή. Η γλώσσα είναι, σχεδόν, αφηγηματική με το λεξιλόγιο να είναι απτό, καθημερινό και οι εκφράσεις σκληρές και τραχιές. Ασκεί δριμύ κριτική στον καπιταλισμό και στη μικροαστική κοινωνία της εποχής της, όχι, όμως, με τρόπο αποστειρωμένο, αλλά γνήσιο κι επιθετικό στον αστυνομισμό και την κρατική εξουσία.

1980, Ιδιώνυμο: Η δεύτερη ποιητική συλλογή. Η γραφή της είναι το ίδιο πολιτικοποιημένη, όμως, μ’ έναν τόνο αγανάκτησης και παραπόνου για την απαξίωση και την εξαθλίωση των συνοδοιπόρων της αγωνιστών στο προστατευμένο κρατικά κλίμα της Μεταπολίτευσης. “Ιδιώνυμο” ονομαζόταν ο νόμος Ελ. Βενιζέλου (4229/1929) που νομιμοποιούσε τη δίωξη λόγω πολιτικών φρονημάτων. Ο τίτλος αυτός θεωρήθηκε προκλητικός.

1982, Το Ξύλινο Παλτό: Η τρίτη ποιητική συλλογή. Οι επόμενες συλλογές είναι περισσότερο εσωστρεφείς, ένας εσωτερικός μονόλογος με μοναδικό σκοπό να ξεσπάσει. Αυτή η ποιητική συλλογή αποτελεί μια εκτεταμένη καταγραφή σκέψεων με εικόνες, ακόμη περισσότερο έντονες, που απηχούν τη συνείδηση του Εγώ.

1986, Απόντες: Η τέταρτη ποιητική συλλογή. Αυτή η ποιητική συλλογή αποτελεί μια, ίσως, πιο ενδοσκοπική ματιά στους “απόντες” των πόλεων, αυτούς που, ακόμη, ζουν. Τη συλλογή της “έντυσε” με φωτογραφίες διαδηλωτών. Τής άρεσε και, έτσι, τις ποιητικές της συλλογές τις εικονογραφούσε από πορείες διαμαρτυρίας, αγώνες τ’ αντιεξουσιαστικού χώρου και συναυλίες αλληλεγγύης σ’ αναρχικούς και σε ποινικούς κρατούμενους. Έδενε την ποίησή της με τους αγώνες της εποχής.

1988, Ο Μήνας των Παγωμένων Σταφυλιών: Η πέμπτη ποιητική συλλογή. Η συλλογή αυτή αποτελείται από μερικούς στίχους μόνο. Η αυξανόμενη αγωνία για το τέλος ή τη σωτηρία είναι πιο διάχυτη από ποτέ. Όλο το βιβλίο μοιάζει σαν ένα ολόκληρο ποίημα. Μεγάλα κενά, κομματιασμένη γραφή με μικρές ανάσες. Σύμφωνα με δήλωση της ίδιας της Κατερίνας σε συνέντευξή της στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” στις 24 Μαΐου του 1988, η συλλογή αυτή αποτελεί μια μορφή αυτοβιογραφίας.

1990, Νόστος: Η έκτη ποιητική συλλογή. Είναι γραμμένο σε ψυχιατρική κλινική. Πεζά με ποιητικό ύφος, με μια μεταφυσική ατμόσφαιρα.

2002, Με Λένε Οδύσσεια: Η έβδομη και τελευταία (μεταθανάτια) ποιητική συλλογή. Στο βιβλίο αυτό περιγράφεται η παραμονή της στο ψυχιατρείο, οι ενοχές της απέναντι στ’ αγαπημένα της πρόσωπα, μια προσπάθεια για μια νέα αρχή, αλλά και μια κούραση απ’ αυτήν, για εκείνη, την υπερπροσπάθεια. Η Κατερίνα Γώγου αφιερώνει το βιβλίο της αυτό “Στους νέους της Οικουμένης”.

Ο ποιητής Μάνος Λουκάκης στον πρόλογο του βιβλίου “Με Λένε Οδύσσεια” γράφει: «Μετράει να επισημάνουμε ότι, παρά την υπονόμευση του ποιητικού της βίου απ’ τις δυστροπίες και τις ατοπίες της πολιτείας της, η Κατερίνα Γώγου πάνω ακριβώς σ’ αυτό το συνεχώς συρόμενο κάτω απ’ τα πόδια της έδαφος κατάφερε με τους χυμούς του και τις ακατάστατες ρίζες του να συντηρήσει τα κύρια στοιχεία της ποιητικής της παρουσίας, δηλαδή τη λαχτάρα της για την Αγάπη και τη διαρκή νοσταλγία ενός ανατρεπτικού, ηθικότερου, ειλικρινέστατου και πιο ανθρώπινου “Απόλυτου”. Δε ξέρω πόσων ποιητών και ποιητριών η γραφή θερμαίνεται από μια τέτοια γνησιότητα κι ευκρίνεια επιθυμιών».

Η ποίησή της αποτελεί γροθιά στο στομάχι. Τα ποιήματά της ραγισμένα, κομματιασμένα. Η ποιητική της μορφή ξεχωριστή. Έδωσε άλλη διάσταση στην Ελληνική Ποίηση. Χαρακτηρίστηκε ως “δακρυσμένη Ψυχή”, σύμφωνα με την ορολογία του Τσέχωφ. Άλλωστε, όπως έχει ειπωθεί: «Η Κατερίνα έκανε ποίηση σε μια εποχή που οι άλλοι “ποιητές” έκαναν δημόσιες σχέσεις». Υπαρξιακός και ειρωνικός τόνος. Κοφτερή γλώσσα. Σαρκασμός και πολιτική κριτική. Οι στίχοι της είναι σωστές ξυραφιές. Ο θυμός της πέρα για πέρα δημιουργικός. Το έργο της αγκάλιασε τον άνθρωπο και στόχευσε στην αποκατάσταση της αξιοπρέπειάς του. Δεν αποκαλέστηκε τυχαία ως ο “Μαγιακόφσκι της πλατείας Εξαρχείων”.

«Η Γώγου είναι ο θυμός της. Οι λέξεις που σε φτύνουν. Ο πόνος της που μιλάει για τον δικό σου. Είναι λογικό που μάς φώτισε για τόσο λίγο. Πόσο πόνο να κουβαλήσει ένα κορμί;», έγραψε ο γνωστός και λατρεμένος συγγραφέας και μεταφραστής Αύγουστος Κορτώ σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Λόγια ανατριχιαστικά και πέρα για πέρα αληθινά.

Η Κατερίνα αποτέλεσε μια μοναχική Ψυχή μέσα στην αρένα της κοινωνίας. Διακρινόταν για τις συνεχείς αναζητήσεις της. Ήταν βαθιά σκεπτόμενο άτομο. Ερχόταν σε σύγκρουση με το κατεστημένο. Μέσα απ’ τους οργισμένους στίχους της μιλάει για τη μιζέρια και καταδικάζει τον πόνο και την αθλιότητα στην οποία μάς έχουν οδηγήσει, ακούγονται οι κραυγές διαμαρτυρίας που έχουν προέλθει απ’ την ασφυξία αυτού του κόσμου, ενός κόσμου που αντί ν’ αφήνει τους πολίτες του να είναι δημιουργικοί, τούς σκλαβώνει και τούς ροκανίζει τη Ζωή. Μισούσε το φονικό σύστημα αξιών της εποχής που επέβαλλε -κι επιβάλλει, ακόμη και σήμερα- ζωές – φωτοτυπίες. Παράλληλα, όμως, μέσα απ’ την ποίησή της αφήνει μηνύματα ελπίδας και δύναμης γι’ αυτούς που πασχίζουν, γι’ αυτούς π’ αγωνίζονται. Τα ποιήματά της στάζουν οργή, παράπονο, δίψα για επανάσταση, δίψα για πραγματική Ζωή, δίψα για ελεύθερους ανθρώπους μ’ ελεύθερο πνεύμα.

«Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα

κι άλλοι με νότες»

Μέσα απ’ την ποίησή της μιλούσε για την ίδια, για φίλους, για την εκμετάλλευση, για την πίεση, για τ’ αδιέξοδα, για τα βλακώδη στερεότυπα, για χαμένους αγώνες, αλλά και γι’ αγώνες που πρέπει να ξεκινήσουν. Μέσα απ’ την ποίησή της ύμνησε τη διαφορετικότητα της Αθήνας. Οι στίχοι της γδέρνουν. Πυροδοτούν την επανάσταση και την εξέγερση. Στην ποίησή της πρωταγωνίστρια η ίδια η Ζωή. Ίσως, λίγο περισσότερο, η άσχημη πλευρά. Ήθελε, απλά, να σημάνει τον κίνδυνο. “Αντάρτες, αλήτες, πόρνες, ναρκομανείς, τραβεστί, άνεργοι, κυνηγημένοι μετανάστες”. Όλοι πέρασαν απ’ τις σελίδες της Γώγου. Η πένα της αποτύπωνε τη δεινή πραγματικότητα. “Καταπίεση, αλλοτρίωση, υποκρισία, κενό, δημαγωγία, προπαγάνδα”. Όλα τα έβλεπε, όλα τα έζησε. Ακόμα και είχε προβλέψει. Μα δεν έλειψε και η λύση στο πρόβλημα. Τ’ όνειρο.

Επαναστατική. Οργισμένη. Αυτοκαταστροφική μ’ έντονες υπαρξιακές και συναισθηματικές εξάρσεις. Αιώνια έφηβος. Αθυρόστομη. Λόγια που σπάνε κόκκαλα με τη σπαρακτικά ραγισμένη φωνή της. Το έργο της άγγιξε τ’ ανήσυχα πνεύματα και τους ιδεολόγους που δεν άντεχαν τα κακώς κείμενα της εποχής και τάσσονταν ενάντια σ’ αυτά. Αποτέλεσε τη φωνή των νέων της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής γενιάς και συνομίλησε μ’ αυτούς. Οι επαναστάτες νέοι την λάτρευαν και την λατρεύουν. Τα ποιήματά της αποτελούν χειροβομβίδες στα χέρια αυτών. Παράλληλα, άγγιξε και πολλούς νέους που πρακτικά ίσως ν’ απείχαν απ’ το φάσμα της πολιτικής και του “αναβρασμού”, αλλά που στις γραμμές και τις λέξεις των ποιημάτων της έβρισκαν και βρίσκουν στοιχεία με τα οποία μπορούν να ταυτιστούν. Η Κατερίνα Γώγου άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη σ’ όλους εμάς. Άφησε “λέξεις, για να μάς σώζουν, όταν γύρω μας τίποτα δεν έχει νόημα”. Οι ποιητικές της κραυγές δεν πήγαν χαμένες. Όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι διαβάζουν την ποίησή της, όλο και περισσότεροι αληθινοί άνθρωποι ανακαλύπτουν το έργο της και, μέσω αυτού, προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν και την ίδια. Τα ποιήματά της, γραμμένα χρόνια πριν, είναι διαχρονικά και οι κοινωνικές συνθήκες τα καθιστούν πιο επίκαιρα από ποτέ. Σα να είναι γραμμένα απ’ το σήμερα και για το τώρα. «Για όσο οι συνθήκες που δημιούργησαν την κραυγή της Γώγου εξακολουθούν να ισχύουν, οι απόηχοι αυτής της κραυγής θα ενεργοποιούν τα κέντρα αντίστασης πολλών αποδεκτών», είχε ειπωθεί απ’ την Αγάπη – Βιργινία Σπυράτου. Τα ποιήματα π’ άφησε πίσω της έχουν γίνει τραγούδια, συνθήματα στα στόματα των ανθρώπων, στις πλατείες και στους τοίχους σπιτιών και κτιρίων, ενώ πλέον, κατακλύζουν και το διαδίκτυο. Έχουν εμπνεύσει, προβληματίζουν κι εξακολουθούν να συγκινούν. Πονούν και, συνάμα, λυτρώνουν. Και η ποίησή της ταιριάζει απόλυτα στην κοινωνική πραγματικότητα την οποία βιώνουμε τώρα.

Ήταν χαμένη στους προσωπικούς της δαίμονες, πάλευε με τα δικά της φαντάσματα. Ωστόσο, είχε τα μάτια της ανοικτά. Οι αισθήσεις της δούλευαν στον απόλυτο βαθμό. Αφουγκραζόταν την πραγματικότητα γύρω της. Υπήρξε σκληρή, κατήγγειλε τα κακώς κείμενα της εποχής της, ενώ είχε τη διορατικότητα να δει και τη σαπίλα που θα λάμβανε χώρα στο μέλλον. Δεν είχε αυταπάτες και ψυχανεμιζόταν τα γυρίσματα των καιρών. Οι κοινωνικοί δεσμοί, όντως, καταλύονται και η ανθρωπιά είχε από καιρό αρχίσει -κι εξακολουθεί- ν’ απουσιάζει. Έβλεπε. Και μιλούσε. Μιλούσε, για να φέρει την αλλαγή. Και πάλεψε και η ίδια για την αλλαγή αυτήν. Μ’ όσα μέσα είχε. Όσο μπορούσε. Μερικές φορές παραπάνω κι απ’ αυτό. Ήταν ελεύθερη και δεν εξαρτιόταν από κανέναν. Μέσα της, όμως, κάτι γινόταν. Κάτι λάμβανε χώρα. Τα ποιήματά της αποτελούν ψυχογραφήματά της προσωπικότητάς της πέραν της αποτύπωσης της κοινωνικής πραγματικότητας. Η “σκοτεινή” Ζωή της Κατερίνας, όπως και η ποίησή της, στιγματίστηκε από συνεχείς αναζητήσεις, συγκρούσεις με το κατεστημένο, αλλά και με τον ίδιο της τον εαυτό.

Πολλοί ήταν εκείνοι που την υποτιμούσαν, μα κι εξακολουθούν να το κάνουν. Ποιητικά έχει αποκατασταθεί στη συνείδηση των αναγνωστών της. Αυτό, όμως, δε φαίνεται να συμβαίνει και στον ποιητικό – λογοτεχνικό κόσμο. Η Γώγου έγινε μια τεράστια κραυγή, μια ηχώ απελπισίας και, ίσως, γι’ αυτό η φωνή της βρήκε τέτοια απήχηση τόσο απ’ τους νέους της δικής της γενιάς όσο και των επόμενων. Ο λόγος της ήταν έξω και πέρα απ’ τις φόρμες και τα όρια της εποχής. «Ένα ζήτημα είναι η εκφραστικότητά της και η ιδιαιτερότητα της γλώσσας που χρησιμοποιούσε, καθώς θεωρήθηκε χυδαία κι απαξιώθηκε», τόνισε η Αγάπη – Βιργινία Σπυράτου. Υπήρξε σκληρή. Ωστόσο, στα μάτια μου, αλλά και στα μάτια πολλών εκ των ανθρώπων που γνώρισαν την ίδια ή το έργο της είναι, απλά, αντικειμενική και ρεαλίστρια αναλαμβάνοντας, μάλιστα, έναν δύσκολο ρόλο, αυτόν της αφύπνισής μας. «Ο λόγος της Γώγου είναι, σχεδόν, πορνογραφικός, αλλά είναι η αλήθεια. Άλλωστε, ποιος δε μπορεί να πει σήμερα ότι η Ελλάδα δεν είναι ένα μπορντέλο; Τα σκληρά ποιήματα της απηχούν την πραγματικότητα», έχει αναφέρει ο σκηνοθέτης Αντώνης Μποσκοΐτης. «Οι ήρωες της Γώγου, οι οποίοι είναι διασκορπισμένοι έξω, στο δρόμο, στην κοινωνία, μιλούν με τρόπο αλλιώτικο, ενώ, παράλληλα, χρησιμοποιούν όσα μέσα διαθέτουν καθιστώντας τη γλώσσα του έργου της ακατέργαστη. Η Κατερίνα δεν ενδιαφέρεται τόσο για την ομορφιά της γλώσσας της. Οι βωμολοχίες και η εκτεταμένη χρήση της αργκό, η προφορικότητα, η χρήση αποσιωπητικών και θαυμαστικών, μα κι ο πεζόμορφος λόγος συνυπάρχουν με τη μουσικότητα, την άρτια τεχνική επεξεργασία ορισμένων στίχων, τη χρήση της επανάληψης, της ειρωνείας, της αμφισημίας», τονίστηκε σε μια σχετική ανάλυση του έργου της ποιήτριας. Η Κατερίνα θυμωμένη μπροστά στο κοινωνικό αίτημα για κανονικότητα καταδικάζει την υποκριτική θεώρηση περί φυσιολογικού και προβαίνει σε μία απονομιμοποίηση των κανονιστικών προτύπων περιγράφοντάς τα με τρόπο ωμό και ρεαλιστικό συνοδευόμενο απ’ ακόρεστη οργή. «Ο λογοτεχνικός κανόνας είναι μια κατασκευή με σαφέστατα ιδεολογικό και κοινωνικό χαρακτήρα», υπογραμμίζει η Σπυράτου. «Ωστόσο, η Γώγου εισήγαγε μέρος της ανεπίσημης νεοελληνικής ιστορίας και γλώσσας στην ποίηση και είναι λογικό που, ακόμη, διχάζει. Οι περισσότεροι γραμματολόγοι αγνόησαν την ποίησή της την ίδια στιγμή που οι πωλήσεις των βιβλίων της έφταναν, και πριν απ’ το θάνατό της, στα ύψη του νομπελίστα Ελύτη. Και παρότι η Γώγου ανήκε χρονολογικά στη λεγόμενη γενιά του ’70, εφόσον γεννήθηκε το 1940 κι εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο το 1978, δεν συμπεριλήφθηκε, όμως, επισήμως σ’ αυτήν. Παράλληλα, το πολιτικό και τόσο έντονα ριζοσπαστικό στοιχείο που διακρίνει το έργο της συμβάλλει στην αδυναμία ένταξής της στη γενιά αυτήν», όπως έχει υπογραμμιστεί στην παραπάνω αναφερθείσα ανάλυση.

Η Κατερίνα παραθέτει τραυματικές πολιτικές -κι όχι μόνο- εμπειρίες της τρέχουσας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. «Μέσα απ’ την ποίησή της αποτύπωσε την κοινή απελπισία που νιώθουμε όλοι γι’ αυτόν τον κοινωνικοπολιτικό περίγυρο που μάς ωθεί να μπαίνουμε μέσα στο χάος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γιώργος Σκούρτης. Αρκετοί, ωστόσο, υποτίμησαν και υποβάθμισαν την ποίησή της προσπαθώντας, ανεπιτυχώς, να επιβάλλουν την άποψη ότι «οι καταχρήσεις κι ο ιδρυματισμός επηρέασαν τη γραφή της και, τελικά, μοναδικό κατάλοιπο αυτής ήταν τα σπαράγματα των προσωπικών της αδιεξόδων», όπως γράφηκε. « (… ) Ήταν μια καλλιτέχνιδα της πόλης με την αναγεννησιακή έννοια, μια σημαντική αναρχική ποιήτρια που δικαιώθηκε τόσο πριν όσο και μετά θάνατον, καθώς ήταν -μα και παραμένει- “εμπορική” σε μια εποχή που η ποίηση δεν πουλά. (…) Τη Ζωή της, εν τέλει, την πλήρωσε με την Τέχνη της», ανέφερε ο Γιώργος Χρονάς. Η Γώγου προβληματίζει. Προβληματίζει πολύ. Καταφέρνει και παραμένει στο επίκεντρο. «Μού έλεγε ένας φίλος ότι πριν από χρόνια ήταν απαγορευτικό να δώσει κανείς εξετάσεις στο Εθνικό με ποίημα της Γώγου», αναφέρει σε συνέντευξή του ο Αντώνης Μποσκοΐτης. «Σήμερα, όμως, η Γώγου σχεδόν επιβάλλεται. Ζητούν τα ποιήματά της που είναι σαν πεζογραφικοί μονόλογοι. Τα ποιήματά της αποτελούν μία αντιφασιστική κίνηση σ’ ένα κράτος τεράτων όπου επικρατούν ο ρατσισμός κι όλα τα φοβικά σύνδρομα, η πλήρης απαξίωση και η αποκτήνωση της πολιτικής Ζωής». Εκείνο, μάλιστα, τ’ οποίο διάβασα σε κάποια άρθρα και blogs, στη διάρκεια της έρευνας για την εύρεση σχετικού υλικού, και μού προκάλεσε τρομερό και ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι πως, παρά την “ποιητική απουσία” της Γώγου απ’ τα σχολεία (!), υπάρχουν κάποιοι καθηγητές, οι οποίοι “σύστησαν” τη μελοποιημένη ποίηση της στους μαθητές κι άλλοι, οι οποίοι ενθάρρυναν τα παιδιά στην έρευνα και στη πραγματοποίηση εργασιών με κεντρικό άξονα το ποιητικό της έργο. Το σημαντικότερο είναι ότι οι μαθητές ανταποκρίθηκαν μ’ ενδιαφέρον κι, πλέον, εκτιμούν το έργο της Κατερίνας. Προσωπικά, θεωρώ την κίνηση αυτή απαραίτητη και ρηξικέλευθη, ταυτόχρονα.

Η Κατερίνα Γώγου αποτελεί ένα ποιητικό σύμβολο. Οι ποιητικές της συλλογές εκδίδονται, ακόμη και σήμερα, με πρωτοφανείς ρυθμούς. Χρόνια μετά το θάνατό της, εξακολουθεί ν’ απασχολεί και να προκαλεί το ενδιαφέρον.

Ίσως κι ό,τι άξιζε να ειπωθεί, να το είχε, ήδη, γράψει.

Μάλιστα, έχει γραφεί και βιβλίο για την Κατερίνα, τ’ οποίο τιτλοφορείται ως: “Κατερίνα Γώγου: Έρωτας Θανάτου” και πρόκειται για μια διασκευή τμήματος της διατριβής της Αγάπης – Βιργινίας Σπυράτου. Κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις “Βιβλιοπέλαγος”. Η πρώτη έκδοση έγινε το 2007. Το βιβλίο αυτό περιέχει σύντομα βιογραφικά στοιχεία, τη βιβλιογραφία της Κατερίνας, τις ταινίες στις οποίες πήρε μέρος κι αναλύσεις κάποιων ποιημάτων της. Επίσης, περιλαμβάνει πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Η συγγραφέας, αφού προσδιόρισε το χρονικό και το γεωγραφικό πλαίσιο μέσα στ’ οποίο η Γώγου μεγάλωσε, έζησε κι έδρασε, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις πολιτικές συνθήκες και τις κοινωνικές επιδράσεις, κατάφερε να ερμηνεύσει και να φωτίσει αρκετές άγνωστες πτυχές τόσο του έργου της όσο και της ίδιας, της προσωπικότητάς της, του ψυχισμού της, της κατάληξής της. Πέρα απ’ τα στοιχεία που δίνονται συγκεκριμένα για τη Ζωή και για το έργο της Γώγου, μέσα απ’ τη μελέτη αυτή γίνεται έκδηλο το πώς το σύστημα χρησιμοποιεί κάθε μέσο, για να εξοντώσει ό,τι θεωρεί απειλή για το ίδιο, για ν’ απομακρύνει και να ισοπεδώσει κάθε τι ασυμβίβαστο, προοδευτικό κι ανθρώπινο. Δυο βασικές τακτικές φαίνονται να υπερισχύουν. Είτε προσπαθεί να σ’ αφομοιώσει, να σε ρίξει στα δίχτυα του καταναλωτισμού, να σ’ εθίσει “στο φθηνό, στο εύχρηστο και στο εφήμερο”, να σ’ οδηγήσει ν’ ανταλλάξεις τις επαναστατικές σου ιδέες με τη μικροαστική άνεση, είτε να σε περιθωριοποιήσει. «…η Γώγου ασκούσε μέσα απ’ το έργο της δριμεία κριτική στον καπιταλισμό και σε κάθε εξουσία, ενώ η ποίησή της γίνεται εσωστρεφής μόνο στις τελευταίες της συλλογές, όπου, όμως, ακόμα και τότε, το ποιητικό Εγώ είναι πέρα για πέρα πολιτικοποιημένο. Η αυτοκαταστροφή έχει άμεση σχέση με την οικονομική εξαθλίωση και τη μοναξιά ως κοινωνικά φαινόμενα. Η Γώγου αντιλαμβάνεται όλες τις διαστάσεις της Ζωής ως πολιτική κι αρνείται να εγκαταλείψει την οργή της ή να συμβιβαστεί. Ήταν ανένδοτη και δε μπορούσε να υποφέρει τον πόνο και την αθλιότητα του καπιταλισμού…», αναφέρει απόσπασμα του βιβλίου. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι η Κατερίνα αναγνώρισε τον εαυτό της έξω απ’ τις τυποποιημένες κι ασφυκτικές θηλυκές ταυτότητες που παρέχουν μαζικά τα καπιταλιστικά πρότυπα. Το βιβλίο αυτό, λοιπόν, αποτελεί μια απ’ τις ελάχιστες απόπειρες έρευνας του ποιητικού έργου της Γώγου κι αναλυτικής εργασίας για την ποίησή της. Το εγχείρημα αυτό κάνει λόγο για τα μοτίβα και τα τοπία της ποίησης της Γώγου, για την πολιτική της ταυτότητα, αλλά και για την ταυτότητα τ’ αναγνωστικού της κοινού, για τους λόγους αγνόησής της απ’ τη φιλολογική κριτική και της απουσίας της απ’ τις ποιητικές ανθολογίες, καθώς και για την κληρονομιά που μάς άφησε μέσα απ’ το έργο της. Η ίδια η συγγραφέας σε σχετική συνέντευξη δήλωσε: « (…) η αυτοκαταστροφή στα ποιήματά της είναι άμεσα συνδεδεμένη με την απόρριψη και τη μοναξιά ως κοινωνικά φαινόμενα», « (…) στην ποίησή της πρωταγωνιστούν η προδοσία, τ’ αδιέξοδα, η εξαθλίωση των ανθρώπων στον καπιταλισμό, αλλά και η φιλία, η ντομπροσύνη, η αποδοχή της ανθρώπινης αδυναμίας, η ανάγκη αντίστασης», « (…) ικανότητα της Γώγου να δίνει στον πόνο και την οργή πρόσωπο, να οπτικοποιεί το φόβο της εγκατάλειψης και του θανάτου και, ταυτόχρονα, να προβάλλει σθεναρή αντίσταση, να μην παραδίνεται», « (…) στα μη εσωστρεφή ποιήματά της ο ποιητικός χώρος είναι τ’ αστικό τοπίο: το κέντρο της Αθήνας, η οδός Πατησίων, η πλατεία Εξαρχείων, η πλατεία Ομονοίας», «ο ποιητικός χρόνος είναι -αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες αναπολήσεις- σχεδόν πάντα, το ιστορικό παρόν της ποιήτριας», «η ποίησή της αποκτά τον χαρακτήρα της καταγραφής».

«… Ο Νικόλας Άσιμος, η Κατερίνα Γώγου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος είναι απ’ αυτούς που δε μπορούν ν’ απεμπολήσουν τις αξίες τους και γι’ αυτό παραδέρνουν…», αναφέρει ο Γιάννης Δεληγιάννης στην εισαγωγή του συγκεκριμένου βιβλίου.

Το 1980, στην ταινία “Παραγγελιά” ( https://youtu.be/JXrJR3QpHxA ),όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ακούμε πολλά ποιήματα να παίρνουν σάρκα κι οστά απ’ την ίδια την Κατερίνα. Σ’ αυτήν, λοιπόν, την ταινία χρησιμοποιήθηκαν οι δυο πρώτες εκδοθείσες ποιητικές συλλογές της Κατερίνας Γώγου, τις οποίες απήγγειλε η ίδια και οι οποίες επενδύθηκαν μουσικά απ’ τον Κυριάκο Σφέτσα. Η ταινία αυτή, μεταξύ άλλων, απέσπασε “Βραβείο Καλύτερης Μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης”. Η μουσική της ταινίας και η μελοποίηση των στίχων της Γώγου κυκλοφόρησαν σε δίσκο το 1981 απ’ την ΕΜΙ με τίτλο “Στο Δρόμο” (https://youtu.be/axzcEIzGZC0), όπου ακούγεται η ίδια η Κατερίνα να διαβάζει τα ποιήματά της απ’ τα “Τρία κλικ αριστερά” και το “Ιδιώνυμο”, τα οποία άρχισαν να επανεκδίδονται με πρωτοφανείς ρυθμούς. Η απήχηση ήταν μεγάλη. Στον δίσκο αυτόν περιλαμβάνονται τα εξής εννέα ποιήματα: «Η ζωή μας είναι σουγιάδες», «Θέλω να κουβεντιάσω», «Μοναξιά», «Κανείς δε θα γλυτώσει», «Πάει, αυτό ήταν», «Κοίτα πώς χάνονται οι δρόμοι», «Καμιά φορά», «Πόσο νωρίς φεύγει το φως», «Θα ‘ρθει καιρός». Λίγο μετά τον θάνατό της, το 1995, η ΕΜΙ-Minos κυκλοφόρησε τον δίσκο “Στο Δρόμο” σε CD. Άλλη μια κυκλοφορία του CD έλαβε χώρα το 2006, σε περιορισμένα αντίτυπα, στη σειρά “Αποκλειστικές Επανεκδόσεις” των Metropolis. Ωστόσο, από κάθε άποψη, το CD αυτό έχει σημαντική αξία, διότι ακούγονται συνεχόμενα “μπιπ” κάνοντας φανερή τη λογοκρισία σε βάρος του έργου της και λέξεων, όπως “γαμώτο” (!). «Ακούστε με σεβασμό αυτό το CD. Είναι λίγοι οι άνθρωποι που βρίσκουν το νόημα της Ζωής ματώνοντας τη δική τους», ειπώθηκε. Έτσι, λοιπόν, αυτή η ταινία αποτέλεσε ένα απ’ τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα που πιστοποιούν ότι η Κατερίνα είχε αλλάξει στροφή και είχε αφήσει πίσω της το χαρούμενο κοριτσάκι που ενσάρκωνε στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της υποκριτικής της σταδιοδρομίας.

Ο ίδιος ο Κυριάκος Σφέτσας αφηγείται: « (…) Κατά τα μέσα του Ιουλίου του ’80 ο Παύλος Τάσσιος και η Κατερίνα Γώγου με καλούν να μιλήσουμε για την ταινία», « (…) Αποδέχομαι την πρόταση, παίρνω τα ποιήματα της Κατερίνας», « (…) Γράφω, λοιπόν, κάποια αιχμηρά κομμάτια και δυο μπαλάντες, όπου το μπλουζ, το ροκ, η τζαζ κι ο αυτοσχεδιασμός σ’ ανατολίζουσες και δυτικότροπες εκδοχές συμβιώνουν πονετικά, αλλά, πάντα, σε μια ρέουσα έξαρση», « (…) Όταν επέστρεψα για την ηχοληψία, τούς είπα: “Έχουμε να κάνουμε με πράγματα που μάς πάνε αλλού. Έχουμε να υπηρετήσουμε μια φλόγωση, ένα φοβερό συγκινησιακό πάθος κι ένα πεδίο που στις ρήξεις του δεν υπακούει στα κοινά πλαίσια της λογικής. Κι ο μόνος τρόπος να σταθούμε δίπλα του, είναι να τού δοθούμε αισθαντικά”», « (…) Η αξέχαστή μου Κατερίνα, αναρχικώς κι ευθέως εκδηλωτική, τρέμει απ’ τη χαρά της», « (…) Η Κατερίνα Γώγου εμφανιζόταν, σ’ ανάλογες με τα ποιήματά της sequences της ταινίας, ως κορυφαία θα έλεγα ενός αόρατου χορού, επιχειρώντας ίσως να σχολιάσει ή και να εξορκίσει το κακό, πότε ταυτισμένη με τη δραματική φιγούρα του τραγικού ήρωα, πότε πιο απόμακρη κι αινιγματική, προσκαλώντας μας σε μια συμμετοχή και την δια μέσου αυτής κάθαρσής μας, αφού, έτσι κι αλλιώς, μάς θεωρούσε όλους υπεύθυνους για το κακό που είχε συμβεί, αναιρώντας μας το δικαίωμα ν’ αποτελούμε σιωπηλή πλειοψηφία, κι επιζητώντας να μάς πείσει ότι ζούμε όλοι σε μια σάπια, από κάθε πλευρά, κοινωνία, για την οποία, φυσικά, είμαστε άκρως υπεύθυνοι, χωρίς καμία εξαίρεση».

Ο Βαγγέλης Κοτρώνης, σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Χιονάτη για μεγάλους” τον Φεβρουάριο του 1982, μεταξύ άλλων, αναφέρει για τον δίσκο της Κατερίνας Γώγου: « (…) Μπορώ, άραγε, να κοινοποιήσω την αίσθηση της μοναξιάς, την αναζήτηση εκείνου που δεν ήρθε κι ούτε που θα ‘ρθει;», « (…) Μπορώ να μιλήσω για τη φωνή Της; Για εκείνη την φοβερή, ανατριχιαστική αίσθηση που κάνει τα μόρια του κορμιού μου να διασπώνται και να σκορπίζονται στ’ άπειρο;», « (…) Μπορώ να μιλήσω για όλα αυτά, χωρίς τη βεβαιότητα ότι μεταφέρω το ένα εκατομμυριοστό της αίσθησης;», « (…) Είναι μια περίεργη αίσθηση που έχεις, όταν γράφεις για ποίηση, ένα συναίσθημα σα να προσπαθείς μέσα από εξισώσεις της απλής άλγεβρας ν’ αναλύσεις τις εξισώσεις ενός ανθρώπου. Γιατί, όσο και να προσπαθούν να μάς πείσουν για την ανάλυση της ανθρώπινης χαραχτηροδομής μέσω των μαθηματικών, υπάρχουν και κάποιες άλλες -διάφορες παράγραφοι- που δεν εννοούν να υποταχτούν στην έννοια του μαθηματικού συνειρμού. Αυτές οι παράγραφοι ελέγχονται απ’ τους Δεινόσαυρους», « (…) Πολλοί μού μίλησαν επιφυλακτικά για τον δίσκο. Πολλοί μού είπαν ότι δεν τούς αρέσει καθόλου η απαγγελία και μερικοί τόνισαν ότι θα ήταν καλύτερα να τραγουδούσε», « (…) Μα δεν έχετε καταλάβει την ουσία της αίσθησης; Δεν έχετε μπορέσει να λειτουργήσετε μ’ αυτή τη φοβερή δύναμη της σπαραχτικής, της μοναδικής κραυγής Της;», « (…) Το παιχνίδι παίζεται σ’ επίπεδο αίσθησης. Και η αίσθηση είναι που υπάρχει στον δίσκο. Δεν έχεις ανάγκη ν’ ακούς ντε και καλά τι λέει η Κατερίνα», « (…) Αφήνεσαι, χάνεσαι. Επικοινωνείς μ’ αυτό που υπάρχει πίσω απ’ τον συγκεκριμένο λόγο. Πίσω απ’ τη συγκεκριμένη μουσική. Και, πέρα απ’ τον λόγο, υπάρχει μια αίσθηση ολοκληρωμένου συμφωνικού έργου για ΜΙΑ φωνή. Τη φωνή της Κατερίνας. Μια φωνή ερωτική και μητρική μαζί. Συντρόφισσα κι ερωμένη. Μάνα με την έννοια ότι εμπεριέχει σε κατάσταση τοκετού μια όλο κι αυξανόμενη οργή, μια όλο κι αυξανόμενη τρυφερότητα, έναν όλο και διογκούμενο οργασμό».

Το 1990 κυκλοφόρησε η συλλογή “Ελληνικός Κινηματογράφος” όπου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το κομμάτι “Θέλω να κουβεντιάσω”, τ’ οποίο ερμηνεύει η Κατερίνα στον δίσκο “Στον Δρόμο”. Το 1998 κυκλοφόρησε το CD των “Magic De Spell” με τίτλο “Τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών”. Στη δισκογραφική αυτή δουλειά του γνωστού ελληνικού ροκ συγκροτήματος εμπεριέχεται και το τραγούδι “Εμένα οι φίλοι μου” σε ποίηση της Κατερίνας Γώγου απ’ τη συλλογή της “Τρία κλικ αριστερά”. Τέλος, το 2001 κυκλοφόρησε απ’ τη MINOS η κασετίνα “70 Χρόνια Ελληνικός Κινηματογράφος”. Στην κασετίνα αυτή υπάρχει και δεύτερο κομμάτι απ’ τη δουλειά “Στο Δρόμο” με τίτλο “Θα ‘ρθει καιρός” κι ερμηνεύτρια τη Γώγου.

Η Μυρτώ, σημαντική προφορική πηγή πληροφοριών για τη Ζωή της μητέρας της, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η Κατερίνα ήταν οργισμένη. Το κράτος ήταν ανεπαρκές. Αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες της. Δεν τής έδινε τη σύνταξη που δικαιούταν μετά από ολόκληρες δεκαετίες εργασίας. Στράφηκε στο ταμείο απορίας. Στα επαγγελματικά της, όπως και γενικά στη Ζωή της, είχε μια δυνατή προσωπικότητα. Ήταν αντιδραστική απέναντι στο σύστημα. Δεν ήθελε να γλύψει κανέναν. Περάσαμε δύσκολα και ζόρικα χρόνια. Ζούσαμε με δανεικά και πολλές δυσκολίες. Όλα άλλαξαν, όταν έγραψε το “Τρία κλικ αριστερά”. Τότε ήρθε η επιτυχία, η αναγνώριση. Απ’ τη μια μέρα στην άλλη, αποκτήσαμε χρήματα και ζούσαμε ανθρώπινα. Όταν, όμως, έλαβε χώρα αυτό το “μπαμ”, θυμάμαι, δεν κύλησαν όλα τόσο ομαλά. Ερχόταν κόσμος στο σπίτι μας. Απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Το σπίτι ήταν διαρκώς γεμάτο, σαν κοινόβιο. Θυμάμαι, επίσης, ότι στο σπίτι έρχονταν και ηθοποιοί και τραγουδιστές. Ένα κύμα απ’ ανθρώπους που ήταν διαφορετικοί μεταξύ τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς θυμάμαι τον Νικόλα Άσιμο και τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Ωστόσο, αρκετοί “φίλοι” της ήταν κοντά της μόνο τον καιρό που εκείνη βρισκόταν στα πάνω της μετά την έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής. Αυτός ο κόσμος ερχόταν στο σπίτι μας και μού έκλεβε στιγμές με τη μαμά μου. Στιγμές που μού αναλογούσαν. Φοβόμουν ότι θα μού την πάρουν. Έπαιζαν κι άκουγαν μουσική, τραγουδούσαν, ενώ, παράλληλα, έπιναν. Τής άρεσε να κάνει παρέα με νεότερους -άποψη που την επιβεβαιώνει κι ο Αντώνης Καφετζόπουλος-. Τρόμαζα, αλλά, παράλληλα χαιρόμουν που έβλεπα τη μαμά μου χαρούμενη και να γελά. Διότι σπάνια γελούσε (και η ίδια η Κατερίνα είχε πει αναφερόμενη στα παιδικά της χρόνια ότι ούτε μια παιδική φωτογραφία δεν είχε στην οποία να γελούσε). Ωστόσο δε δραματοποιούσε την κατάσταση. Ίσως να το έκανε για εμένα. Για να μη μ’ επιβαρύνει. Εγώ δεν πέρασα ξένοιαστα παιδικά χρόνια. Δεν ήταν ανέμελα. Είχα στενοχωρηθεί και τόσο που είχαν χωρίσει και οι γονείς μου. Ήμουν πολύ σοβαρό παιδί και η μητέρα μου στενοχωριόταν που δε μπορούσε να με κάνει να γελάσω. Ήταν και η Κατερίνα σοβαρή μ’ ανεπτυγμένη, ωστόσο, την αίσθηση του χιούμορ. Η αλλαγή αυτή που έλαβε χώρα στη Ζωή μας έφερε αντίθετα, σε σχέση με τ’ αναμενόμενα, αποτελέσματα κι αυτά δεν είχαν τελειωμό. Η Κατερίνα βοηθούσε όποιον ζητούσε την αρωγή της, δίχως δεύτερη σκέψη. Ήταν πάντα εκεί για όλους. Για εκείνη δεν ήταν κανείς παρά μονάχα ελάχιστοί. Κι αυτοί δε μπορούσαν να βοηθήσουν. Όλοι όσοι είχαν έρθει κοντά στην Κατερίνα, μετά την επιτυχία της, απομακρύνθηκαν σιγά – σιγά. Ελάχιστοι έμειναν κοντά της, όταν αρρώστησε κι άρχισε να πέφτει. Ήταν παιδί. Συνέχεια έτρωγε πολλές σφαλιάρες. Έβλεπε ότι τα όνειρά της δεν επρόκειτο να γίνουν πραγματικότητα».

Η Κατερίνα έζησε τα τελευταία χρόνια της Ζωής της μέσα στην απομόνωση. Ελάχιστοι άνθρωποι και φίλοι στάθηκαν στο πλευρό της. Κάποιοι απ’ αυτούς τους ελάχιστους που την αγάπησαν πραγματικά και “ρίζωσαν” κοντά της ήταν ο Νικόλας Άσιμος που έφυγε το 1988, ο Παύλος Σιδηρόπουλος που χάθηκε δυο χρόνια μετά τον Νικόλα κι ο Γιάννης Σκανδάλης ο οποίος απεβίωσε ένα χρόνο μετά την Κατερίνα. Μάλιστα, το 1986 πρόλαβε να συνεργαστεί με τους φίλους της Άσιμο και Σιδηρόπουλο στο τραγούδι “Ράγκα Παράγκα” ( https://youtu.be/lkOb29Qtlx4 ), ένα τραγούδι που έκλεινε μέσα του όλη την ιστορία της Ελληνικής Ροκ. Ο Ανδρέας Ταρνανάς κι ο Νικόλας Άσιμος ανέλαβαν τα φωνητικά, ο Παύλος Σιδηρόπουλος την κιθάρα κι εκείνη την ηχογράφηση.

Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Ζούσε με τα χίλια. Ήταν δοτική. Έδινε πολύ, αλλά, όταν δεν είχε να δώσει κάτι παραπάνω, όλοι, ένας – ένας την εγκατέλειπαν. Αυτό ήταν αισθητό και την πονούσε. Έδινε και τη Ψυχή της. Την τραβούσε το διαφορετικό. Ήταν διαφορετική και η ίδια. Δεν ήταν ένα με τη μάζα. Ποτέ της δε θέλησε κάτι τέτοιο. Μάλιστα, είχε δώσει στο περιοδικό ‘Κράξιμο” της εκδότριας κι εκδιδόμενης τραβεστί φίλη της Πάολα, ένα ανέκδοτο ποίημά της, αλλά κι ένα ποίημά της για την transsexual Σόνια που δολοφονήθηκε στα Εξάρχεια. Επίσης, παρουσιάστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης σε μια δίκη του περιοδικού δήθεν “περί ασέμνων”. Ήταν αυθόρμητη, άμεση και σε κέρδιζε αμέσως. Ήταν ντόμπρα, λένε όσοι την έζησαν. «Ήταν ένα άτομο που δεν το βαριόσουν. Οι μέρες μαζί της είχαν τα καλά και τα κακά τους», θυμάται ο Αντώνης Καφετζόπουλος.

Αφού, λοιπόν, εγκατέλειψε τα πλατό, στράφηκε στην ποίηση και στους αγώνες της στα Εξάρχεια. Τα Εξάρχεια έγιναν τώρα ο χώρος δραστηριοποίησής της. Εκεί έδινε πραγματικές “παραστάσεις”. Στα Εξάρχεια έδινε παραστάσεις Ζωής. Η Κατερίνα ανήκε στον αντιεξουσιαστικό χώρο των Εξαρχείων. Είχε ενεργή αντισυμβατική δράση και στάθηκε έμπρακτα στο πλευρό των αναρχικών αντιεξουσιαστών. Απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές της δεκαετίας του ’80 ξεκίνησε να συμμετέχει σε συλλαλητήρια, οργάνωνε συναυλίες και βοηθούσε στη συγκέντρωση χρημάτων. Παράλληλα, βοηθούσε τους, απ’ τις νομοθετήσεις του κράτους, κατατρεγμένους και συμμετείχε σ’ επιτροπές που μάχονταν για την αποφυλάκισή τους. «Το 1979 καταφθάνει στ’ “απαλλοτριωμένο” νεοκλασικό της Βαλτετσίου μ’ ένα μαγνητόφωνο στο χέρι, για να μιξάρει το πρώτο “σάουντρακ” της πρώτης αθηναϊκής κατάληψης. Το 1981 συνδιοργανώνει στο Σπόρτινγκ μεγάλη συναυλία “κατά της κρατικής καταστολής”. Το 1983 βγάζει με τον Κάιν την ιστορική, πλέον, αφίσα “οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη”». Τον Μάρτιο του 1991 έστειλε ενυπόγραφη επιστολή στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” μέσω της οποίας εξέφραζε τη στήριξή της προς τον αναρχικό Κυριάκο Μαζοκόπο και τον ποιητή Γιάννη Πετρόπουλο που βρίσκονταν φυλακισμένοι με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Σύχναζε στην πλατεία των Εξαρχείων. Πήγαινε σε συνελεύσεις, πορείες, καταλήψεις, συγκεντρώσεις και σ’ άλλες δραστηριότητες του “χώρου”. Υπήρξε συμπαραστάτης και μάρτυρας υπεράσπισης σε πολλές δίκες αντιεξουσιαστών όπου συνήθιζε να πηγαίνει φορώντας μαύρο μπερέ με κόκκινο αστέρι. Αυτές αποτελούν κάποιες απ’ τις δράσεις της στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Δε “χαμπάριαζε” τίποτα, δεν κολλούσε πουθενά και, για τον λόγο αυτόν, αρκετοί ήταν εκείνοι που την χαρακτήριζαν ως “σαλεμένη”.

Η σχέση της με τη αστυνομία δεν ήταν καθόλου καλή, καθώς είχε συλληφθεί πολλές φορές και είχε ανακριθεί επανειλημμένα αναγκαζόμενη να λογοδοτήσει για την “αντισυμβατική της συμπεριφορά” στις “αρχές” οι οποίες την εξευτέλιζαν διαρκώς κι αδίκως. Πιο συγκεκριμένα, όταν, τον Ιανουάριο του 1980, η “17 Νοέμβρη” σκότωσε στο Παγκράτι δυο αστυνομικούς, η Κατερίνα, έπειτα από καταγγελία ενός αυτόπτη μάρτυρα που υποστήριξε ότι είδε μια γυναίκα ν’ απομακρύνεται τρέχοντας απ’ τον τόπο του εγκλήματος, “δέχθηκε” τα μεσάνυχτα την “επίσκεψη” δυο αστυνομικών, οι οποίοι έσπασαν την πόρτα του σπιτιού της και την πήραν μαζί τους ως ύποπτη. Η αστυνομία θεώρησε τη Γώγου ύποπτη, ωστόσο, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων που δε βρέθηκαν ποτέ, αδυνατούσε να επιβεβαιώσει τις υποψίες της για την κατηγορία και, έτσι, η Κατερίνα αφέθηκε ελεύθερη. Έξι χρόνια μετά και τίποτε δεν είχε αλλάξει. Ήρθε και πάλι αντιμέτωπη με τις αστυνομικές αρχές. Αυτή τη φορά, το 1986, ήταν η ίδια που έκανε μήνυση στον τότε Υπουργό Δημοσίας Τάξης, διότι κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης δέχτηκε επίθεση και χτυπήθηκε απ’ αστυνομικούς.

«Απ’ τη στιγμή που δε μάς αφήνουν να φτιάξουμε τη Ζωή μας, θα χαλάσουμε αυτό που υπάρχει και θα βγει το καινούργιο μετά», δήλωνε η ίδια.

Συχνά διακωμωδούσε τη σχέση της με την αστυνομία. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, ο κατά δέκα χρόνια μικρότερος φίλος της Γώγου, έχει να διηγηθεί ένα ευτράπελο περιστατικό που έζησε μαζί της. Οι δυο τους βρίσκονταν στον Πειραιά κι έκαναν βόλτα μ’ ένα “σαραβαλάκι” που οδηγούσε ο ηθοποιός. Εκείνη την ημέρα είχαν απεργία τα ταξί και τούς έκαναν “ώτο στοπ” δυο αστυνομικοί. Αφού τα “όργανα της τάξης” επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο, η Κατερίνα είπε στον Καφετζόπουλο: «Πρόσεχε πως οδηγείς, διότι, αν έχουμε κανένα ατύχημα και βρουν αυτά τα τέσσερα πτώματα ανακατεμένα μέσα στο αυτοκίνητο, δε μάς ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας».

Η Κατερίνα αποφάσισε να δώσει η ίδια ένα τέλος στη Ζωής της. Μονάχη της. «Έγραψα ένα βιβλίο, φύτεψα ένα δένδρο, έκανα ένα παιδί, ο κύκλος μου έκλεισε», είχε πει στην κόρη της πριν απ’ το τέλος. «Το ένιωθε και η ίδια. Είχε κλείσει ο κύκλος της. Είχε ολοκληρωθεί. Δεν είχε κάτι άλλο να δώσει», θυμάται η Μυρτώ. Τα σημάδια που “φανέρωναν” το “ταξίδι” της ήταν αρκετά.

«Άλλοι την θυμούνται ως μια μικροκαμωμένη, μα επιβλητική μαυροντυμένη γυναίκα με μαλλιά καρφάκια κι αυτοκόλλητο στα δάχτυλα το τσιγάρο. Την ακολουθούσε μια ενδημική, θα έλεγε κανείς, πίκρα αποτυπωμένη στο πρόσωπό της, ακόμα κι όταν χαμογελούσε. Και το χαμόγελό της ήταν τραχύ, μα, συνάμα, τόσο θελκτικό. Άλλοι την θυμούνται με πορτοκαλί μαλλί και τον κρίκο στο ένα αυτί. Punk πριν απ’ τους punk». Οι όψεις που άλλαζε ήταν πολλές. “Θεατρίνα”, έλεγαν αρκετοί. Μόνο που δεν είχε απέναντί της τον καθρέπτη του καμαρινιού της, μα τον καθρέπτη της Ζωής. Ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος, λίγους μήνες πριν απ’ τον θάνατό της, την είχε συναντήσει τυχαία και την θυμάται ως εξής: «Ήταν γερασμένη, σαν μάγισσα από παραμύθι, μ’ άσπρα μαλλιά, ατημέλητη, με βραχνή φωνή». Πάντα την συνόδευε ο αετός που είχε χαράξει στο χέρι της. Όπως ελεύθερος ήταν αυτός, το ίδιο ελεύθερη ήταν κι εκείνη. Η ίδια καθόριζε το πότε θα πετάξει.

Ήδη απ’ το 1991 η Κατερίνα πάλευε με τους δαίμονές της, με το μέσα της, με τον εαυτό της. Όπως, ακριβώς, έκαναν νωρίτερα και οι άλλοι δυο “Άγιοι των Εξαρχείων”, όπως τούς αποκαλούν, ο Νικόλας Άσιμος κι ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Εκείνη τη χρονιά η Κατερίνα είχε δηλώσει σε συνέντευξή της: «Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα. Εγώ». Όχι, όμως, για πολύ. Η Κατερίνα αυτοκτόνησε στις 3 Οκτωβρίου του 1993, σε ηλικία 53 χρόνων, λαμβάνοντας υπερβολική δόση χαπιών κι αλκοόλ. Δε μπορούσε ν’ αντέξει άλλο τον κόσμο γύρω της, διότι την έκανε ν’ ασφυκτιά απελπιστικά. «Τελικά, τι απαιτεί περισσότερη δύναμη; Να κρατήσεις ή ν’ αφήσεις τη Ζωή;»

Κανείς δεν ξαφνιάστηκε. Πολλοί την είχαν από καιρό “ξεγραμμένη”. Οι λιγοστοί π’ απέμειναν και την αγάπησαν πραγματικά παραδέχτηκαν ότι ήταν ανέφικτο να την βοηθήσουν. Άλλοτε έδειχνε ότι ήθελε να ζήσει κι άλλοτε ότι ήθελε να πεθάνει. Κανείς δε μπορούσε να είναι σίγουρος. Ήταν απρόβλεπτη. Οι φίλοι της και οι δικοί της στενοχωρήθηκαν, αλλά βαθιά μέσα τους ανέμεναν αυτή την εξέλιξη.

«Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.

Είναι το γαμώτο που δεν έζησα».

«Το γαμώτο ήταν η αγαπημένη της έκφραση. Το έλεγε, όμως, μ’ αγάπη γι’ αυτά που ήθελε να κάνει, αλλά δεν έκανε», είχε ειπωθεί. «Τα τραύματα μιας ευαίσθητης Ψυχής, μιας πληγωμένης Ψυχής που δεν αναισθητοποιήθηκε ήταν συσσωρευμένα. Και η πίκρα και το γαμώτο έβρισκαν διέξοδο στα ποιήματά της. Τα όνειρα για έναν άλλο κόσμο γίνονται οργή και οι λέξεις ήταν ξυραφιές, μνήμες, κραυγές, ύβρεις και δάκρυα», είπε ο Κορδέλας.

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος έχει να θυμάται πως: «Η Κατερίνα είχε βυθιστεί στον δικό της κόσμο. Σχεδόν δεν αναγνώριζε κανέναν στο δρόμο. Οι γνωστοί της ξέκοψαν από εκείνη θεωρώντας πως είχε σαλτάρει». Ο Γιώργος Χρονάς, φίλος της, ποιητής, συγγραφέας, βιβλιοπώλης – εκδότης στη οδό Διδότου, έχει να θυμάται πως: «ήταν μια απ’ τις τελευταίες της μέρες, περίπου επτά και τέταρτο το πρωί, όταν ήρθε και μού είπε κοιτώντας πίσω απ’ το κεφάλι μου το μπουκάλι με τ’ αλκοόλ “δε σού έχω ζητήσει ποτέ τίποτα, όμως, τώρα βάλε μου να πιω” κι εγώ τής έβαλα και ήπιε ουίσκι στις επτά και τέταρτο το πρωί». «Φεύγω γι’ αλλού. Πάω για εκεί», τού είπε φεύγοντας, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου. Την Κατερίνα την γνώρισε στα τελευταία χρόνια της Ζωής της. Εκείνη συνήθιζε να πηγαίνει στο βιβλιοπωλείο του και μαζί συζητούσαν.

Εκείνο το διάστημα, τους τελευταίους μήνες της Ζωής της, η Κατερίνα βρισκόταν σ’ άσχημη κατάσταση. Μάλιστα, είχε αποσυρθεί στο σπίτι της μητέρας της, στ’ οποίο μεγάλωσε, αλλά κι άφησε την τελευταία της πνοή και τ’ οποίο βρισκόταν στο Μεταξουργείο. «Ένα σπίτι μισογκρεμισμένο, διότι δεν είχε χρήματα, για να το φτιάξει. Ήταν σαν κατασκήνωση», ανέφερε η Μυρτώ. «Εκείνη την εποχή είχε σχέση με τον Νίκο. Στο σπίτι έμενε μαζί μ’ αυτόν. Αυτός ήταν μπλεγμένος με τα ναρκωτικά. Επηρέαζε αρνητικά τη μητέρα μου. Δεν ήθελα ούτε να τον βλέπω. Την εκμεταλλευόταν», τόνισε.

«Η μαμά μου έζησε μια γεμάτη Ζωή. Όμως, δεν πρόσεχε! Δε σκεφτόταν τον κίνδυνο. Ζούσε μ’ αυτόν. Δεν την ένοιαζε τίποτα. Όταν έπεσε, εξαφανίστηκαν όλοι όσοι μάς είχαν πλησιάσει, όταν ήταν στα πάνω της, στις επιτυχίες της. Στο τέλος, όλοι μάς πρόδωσαν. Μοίρασε παντού αγάπη, αλλά δεν είχε ανάλογη ανταπόκριση. Έμεινε εντελώς μόνη της. Αυτός ήταν ένα απ’ τους λόγους για τους οποίους διάλεξε να πεθάνει. Επιπρόσθετα, κύλησε στ’ αλκοόλ και στις ουσίες και δε μπόρεσε να ξεφύγει απ’ την κατάσταση αυτή. Από κάποια ηλικία κι έπειτα αντιστράφηκαν οι ρόλοι. Είχα γίνει εγώ η μητέρα της Κατερίνας. Την κυνηγούσα όπου πήγαινε, για να την προλάβω και να μην κάνει του κεφαλιού της. Με κάποιο τρόπο παρέτεινα κάπως τη Ζωή της. Καταλάβαινα, όταν η Κατερίνα δεν ήταν καλά κι αδυνατούσε να ελέγξει τον εαυτό της. Το έβλεπα, το ένιωθα. Όταν δεν ήταν καλά, όταν έπεφτε, εγώ ήμουν πάντα δίπλα της, στο πλευρό της και την βοηθούσα. Την προλάβαινα. Ήμουν κοντά της, όταν έπινε. Πάντα στο πλευρό της μέχρι να περάσει η επίδραση του αλκοόλ. Αισθάνομαι τύψεις κι ενοχές που δεν την πρόλαβα τότε», παραδέχτηκε η Μυρτώ σε κάποια απ’ τις συνεντεύξεις της.

“Είμαι ένα κομματάκι τ’ ουρανού.

Τετράγωνο, ολομόναχο, φωτισμένο”.

«Ήταν σα να τα είχε σκεφτεί, σα να τα είχε στήσει όλα. Παρά το γεγονός ότι εγώ ήθελα να μένω μαζί της, εκείνη δε μ’ άφηνε. Το ήξερε ότι θα δώσει τέλος στη Ζωή της. Ήξερε ότι θα δώσει το οριστικό τέλος σ’ αυτήν την ιστορία και μ’ έδιωχνε. Μ’ έβριζε. Μετά μάθαινα ότι έκλαιγε που μ’ έδιωχνε. Μ’ έδιωχνε, όμως, για να μη βλέπω την κατάστασή της, για να μην πονάω. Μού μιλούσε άσχημα προσπαθώντας να μ’ απομακρύνει. Κι εγώ νόμιζα ότι ήταν επιθετική μαζί μου, επειδή ήταν πιωμένη. Στην πραγματικότητα, όμως, είχε διαλέξει μέσα της. Θυμάμαι που μού έλεγε: “Τις Κυριακές δεν τις αντέχω. Άλλη Κυριακή δε θα την βγάλω πέρα. Άλλη γαμωκυριακή δε θα περάσω”. Έτσι κι έγινε. Τ’ αποφάσισε, λοιπόν, να φύγει μια Κυριακή. Νιώθω ενοχές, γιατί δεν την πρόλαβα εκείνη την Κυριακή. Πάντα την προλάβαινα. Τις τρεις τελευταίες μέρες πριν φύγει απ’ τη Ζωή δεν την είχα δει. Την είχα δει Πέμπτη, αλλά Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή όχι. Την επόμενη μέρα, το πρωί της Δευτέρας, 4 Οκτωβρίου έμαθα για τον θάνατο της μητέρας μου», υπογράμμισε η Μυρτώ.

«Η κηδεία της ήταν σαν μια συναυλία. Τραγουδούσαμε. Για να την κάνουμε χαρούμενη», ανέφερε η Μυρτώ. Ωστόσο, στην κηδεία της βρέθηκαν οι πιο αταίριαστοι άνθρωποι. Κομμάτια μιας Ζωής στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην ποίηση, στους δρόμους.

«ΜΙΑ ΡΟΚ ΕΝ ΡΟΛ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Την Τετάρτη τ’ απόγευμα, 6 Οκτωβρίου 1993, μια είδηση στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις έδινε μιαν άλλη διάσταση στις κόρνες, στις αφίσες των εφημερίδων και στα μεγάφωνα των προεκλογικών συγκεντρώσεων -οι εκλογές θα γινόντουσαν σε 4 μέρες. «Η ηθοποιός Κατερίνα Γώγου, 53 ετών, βρέθηκε νεκρή την Κυριακή, αλλά μόλις εχτές διαπιστώθηκε η ταυτότητά της», έλεγαν οι εκφωνητές λίγο πριν μεταδώσουν το δελτίο καιρού της επόμενης μέρας.

Την Πέμπτη το πρωί, η είδηση του θανάτου της πέρναγε στις καλλιτεχνικές σελίδες των εφημερίδων. Φωτογραφίες, βιογραφικά της κι αποσπάσματα από διάφορες συνεντεύξεις της.

Έλεγε, το 1986, η Κατερίνα Γώγου: «Δε θέλω να γίνω μελό, δεν πουλάω τα παιδικά μου χρόνια, ούτε τα πρόσφατα… Ελπίζω. Αν δεν ελπίζω εγώ, ποια θα ελπίζει; Είμαι μάχιμη. Ουαί κι αλίμονο, αν αυτό δεν είναι ναι στη Ζωή. Έγραφα, γιατί ήταν μια αναγκαιότητα για ‘μένα. Μια κίνηση, για να μην αυτοκτονήσω. Τώρα μού έχει περάσει. Δε θέλω ν’ αυτοκτονήσω, έχω φύγει απ’ αυτό. Αισθάνομαι ανασφαλής, γιατί βγαίνω και μιλάω χωρίς να έχω τίποτα, χωρίς ν’ ανήκω πουθενά…».

Το 1991 η Κατερίνα Γώγου έλεγε: «Έχω ένα παράπονο… Άκου το. Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζώσα είμαι εγώ…»

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Πήγε στη σχολή θεάτρου του Τάκη Μουζενίδη. Χορό έκανε στις Πράτσικα, Ζουρούδη, Βαρούτη. Έπαιζε με τους θιάσους Ηλιόπουλου, Βίλμας Κύρου, Ρένας Βλαχοπούλου, Γιώργου Κωνσταντίνου κ.α. Έκανε πολλές ταινίες. Παλιά τον «Νόμος 4000», πιο πρόσφατα την «Παραγγελιά», το «Βαρύ πεπόνι», την «Όστρια». Το τελευταίο έργο που έπαιξε στο θέατρο ήταν η «Φιλουμένα Μαρτουράνο», το 1979, με την Έλλη Λαμπέτη. Στο ίδιο καμαρίνι με την Σαπφώ Νοταρά ντυνόταν για την παράσταση. Έπαιζε ρόλους πολλούς στο σινεμά και στο θέατρο, τις πιο πολλές φορές τον ρόλο της υπηρέτριας ή τ’ ατίθασου πλουσιοκόριτσου.

Αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη το ίδιο με την Αθήνα. Εκεί σ’ έναν καυγά γι’ αυτήν μαχαιρώθηκε ένα αγόρι. 30 Αυγούστου του 1991.

Το 1986 μήνυσε τον Αρκουδέα γι’ άγριο ξυλοδαρμό στο θέατρο Λυκαβηττού απ’ την αστυνομία.

«Είμαστε φτιαγμένοι από εκρήξεις αυτοκτονημένων αστεριών», έλεγε.

Σήμερα στις 3 μ.μ γίνεται η κηδεία της στο Α’ Νεκροταφείο. Γράφουν οι εφημερίδες, 7 Οκτωβρίου 1993.

Έγραψε βιβλία «Τρία κλικ αριστερά», «Ιδιώνυμο», «Ξύλινο παλτό», «Νόστος», «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών», τ’ ανέκδοτο «Ρόδον». Ποιήματα. Σκόρπιες, σκληρές, ελληνικές, δικές της εικόνες, μέσα σε ταραχή, αλήθεια κι απόσταση θανάτου.

Ξένε, άγνωστε διαβάτη αυτού του Νεκροταφείου, εδώ σ’ αυτό το μνήμα, αναπαύεται η Κατερίνα Γώγου. Αυτή για την οποία έγραψαν κάποτε πως στην ταινία «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» ήταν η πιο ατίθαση μαθήτρια. Ξένε, αυτή η πόλη κάτω, τώρα ξέρει γι’ αυτήν. Τ’ ανήσυχα παιδιά ξέρουν γι’ αυτήν, πως έκανε μια ροκ εν ρολ αυτοκτονία, άλλη μια ροκ εν ρολ βουτιά», έγραψε ο Γιώργος Χρονάς για τον θάνατό της στο «Οδός Πανός», Νο 83-84, Φεβρουάριος 1996.

«Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ζήσεις και να πεθάνεις για ένα ιδανικό. Και η Γώγου αυτό έκανε», ειπώθηκε κάποτε για εκείνη.

Το 1994 τα «Διάφανα Κρίνα» αφιέρωσαν το τραγούδι «Μουχλάλουδα: Η Μπαλάντα της Φωτιάς» (https://youtu.be/BCcn8WB5C3A) στην Κατερίνα Γώγου. Ωστόσο, κι ο Απόστολος Μπουλασίκης αφιερώνει ένα τραγούδι στη μνήμη της Κατερίνας με τίτλο: «Στην Κατερίνα» (https://youtu.be/O-LYhkn2kQE). Οι στίχοι αυτών είναι ανατριχιαστικά χαρακτηριστικοί.

Αρκετοί ήταν εκείνοι που την έζησαν και κάτι είχαν να θυμηθούν και να πουν γι’ αυτή την προσωπικότητα. Η Αφροδίτη Μάνου τόνισε: «Ο τρόπος γραφής της δείχνει έναν άνθρωπο πάρα πολύ ευαίσθητο. Έναν άνθρωπο που έχει βγάλει το δέρμα του και ζει σε φοβερές εντάσεις. Ανέλαβε μόνη της να ηλεκτροδοτήσει τα πιο σκοτεινά υπόγεια της Ζωής. Πολλά βολτ ξοδεύτηκαν σ’ αυτήν την προσπάθεια και γι’ αυτό η ίδια κάηκε νωρίς». Παράλληλα, ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος ανέφερε: «Είχε μια βαθύτερη ενσταντικότητα με την οποία αντιμετώπιζε ακόμη και το ελάχιστο πράγμα. Μια λέξη μπορούσε να την πληγώσει. Μια κίνηση μπορούσε να την ταπεινώσει. Ήταν μια ταραγμένη Ψυχή. Ένιωθε αγρίμι παγιδευμένο, ήταν διαρκώς σε διωγμό. Τελικά, δεν άντεξε κι έφυγε. Έζησε και πέθανε σαν αγρίμι. Άφησε, όμως, πίσω τα ποιήματά της που μιλούν ακόμη για εκείνη με φοβερή δύναμη κι άσβηστο πάθος». Η Όλια Λαζαρίδου, στενή της φίλη, θυμάται χαρακτηριστικά: «Ντρεπόταν. Όταν τής άρεσε κάτι, γινόταν επιθετική. Ήταν παιδάκι μέσα της. Την θυμάμαι ως ένα πλάσμα εκρηκτικής αθωότητας, χαράς και δίψας για Ζωή. Δε νομίζω ότι την αντιπροσώπευε όλη αυτή η σκοτεινή, dark μυθολογία που την συνόδευε διαρκώς. Ναι, είχε σκοτάδι μέσα της, αλλά καμιά φορά το σκοτάδι δεν είναι παρά η έκπτωση απ’ το φως. Τέτοιο ήταν κι εκείνο». Ο Αλέκος Τζανετάκος είχε πει: «Είχε δύναμη στα μάτια της. Ήταν σκληρό καρύδι. Ήταν ηλεκτρικό ρεύμα. Όλο και κάτι έψαχνε να βρει. Κοιτούσε από εδώ κι από εκεί. Έψαχνε. Μια Ζωή έψαχνε. Ήταν δύσκολο να την παρακολουθήσει κανείς. Παιδευόταν. Δεν ήταν απλή κοπέλα. Εν μέρει την διασκέδαζε η μοναξιά της. Ό, τι ήθελε πραγματικά, τ’ άρπαζε». Ο Γιώργος Κορδέλας θυμάται πως: «Η Κατερίνα ήταν σαν όλους τους ανθρώπους. Πονούσε, φοβόταν, αγαπούσε, εξοργιζόταν, δινόταν, πλήγωνε και πληγωνόταν. Όλα, όμως, σε βαθμό υπερθετικό. Η ευαισθησία και η σκληρότητα, η οργή και το έλεος, ο εγωισμός και η ανιδιοτέλεια ήταν τ’ απρόβλεπτα κι εναλλασσόμενα πρόσωπα της Κατερίνας. ‘Απρόβλεπτη’. Αυτό, θεωρώ, είναι ό, τι πιο χαρακτηριστικό μπορεί να πει κανείς για εκείνη. Τη μια γινόταν χαλί να την πατήσεις και την άλλη ταύρος σε υαλοπωλείο. Η ποίησή της υπήρξε κεραυνός εν αιθρία και δεν είχε καμιά σχέση με τα λογοτεχνικά ήθη και το κατεστημένο της εποχής. Λόγος άμεσος, επιθετικός, οργισμένος, τον οποίο τα ‘σαλόνια’ έβρισκαν ευτελή και χυδαίο, αλλά ο ανήσυχος νέος κόσμος λάτρευε. Ως χαρακτήρας είχε σίγουρα γκρίζες, σκοτεινές περιοχές, ήταν, όμως, ταυτόχρονα άνθρωπος φωτεινός, με πολύ χιούμορ. Άδικα υπήρξε τεράστια προβολή για τη σχέση της με τα ναρκωτικά. Εκείνη ήταν, κυρίως, του αλκοόλ. Μόνο τα τελευταία χρόνια είχε μπλέξει με την ηρωίνη». Την ίδια άποψη αναφορικά με τα ναρκωτικά και την ηρωίνη υπογραμμίζει κι ο σκηνοθέτης Αντώνης Μποσκοΐτης. «Με την πρέζα είχε σχέση τα τελευταία τρία χρόνια της Ζωής της» αναφέρει. Είναι αυθεντική, όπως ο πόνος. Απόλυτη, όπως τ’ αδιέξοδο. Πολλές απ’ αυτές τις απόψεις ακούστηκαν στην εκπομπή «Made In Greece» της Σεμίνας Διγενή και τ’ αφιέρωμα που δημιουργήθηκε για εκείνη και προβλήθηκε μετά το θάνατό της.

«Η Κατερίνα έπινε πολύ. Ήταν βυθισμένη στο αλκοόλ. Στα ‘ξίδια’. Μεγάλη πληγή το αλκοόλ. Ήταν πολύ τρυφερή, όμως, όταν έπινε, άλλαζε πρόσωπο. Άλλαζε όψη. Δεν ήταν αυτή που ήξερα. Την έχανα. Πρόσωπα άλλαζε, επίσης, στο θέατρο, στο σινεμά, στις οργανώσεις, στο σπίτι. Γινόταν η γυναίκα με τα χίλια πρόσωπα» αναφέρει η Μυρτώ, η οποία, άθελά της, έγινε η αιτία, για να μπλέξει και η ίδια η Κατερίνα με τη χρήση ναρκωτικών. Η Μυρτώ άρχισε να κάνει χρήση ουσιών σε νεαρή ηλικία και η μητέρα της προσπάθησε να την βοηθήσει ν’ απεξαρτηθεί. Ωστόσο, δεν τα κατάφερε και, τελικά, παρασύρθηκε και η ίδια. Έτσι έμπλεξε η Κατερίνα με τα ναρκωτικά και ζορίστηκε να βγει απ’ τον λαβύρινθο των ουσιών. Για την ακρίβεια το τέλος δόθηκε με τ’ αντίστοιχο τέλος της Ζωής της.

Πρώτα το αλκοόλ για μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν συντροφιά της στο μεγαλύτερο μέρος της Ζωής της, μετά τα ναρκωτικά που τρομακτικά απρόσμενα εισέβαλλαν στην καθημερινότητά της και την αναστάτωσαν τα τελευταία χρόνια του ταξιδιού της, του περάσματός της απ’ τη Ζωή και τέλος τα φάρμακα. Η Κατερίνα τα τελευταία χρόνια της Ζωής της «λύγισε». Νόσησε. Απ’ το 1990 άρχισε να κάνει επισκέψεις και «περάσματα» απ’ τις ψυχιατρικές κλινικές μένοντας σ’ αυτές για μεγάλα σχετικά χρονικά διαστήματα. Άρχισε να επισκέπτεται ψυχιάτρους ενώ παράλληλα, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, στα τελευταία της ποιήματα έκανε συχνή αναφορά στις σχέσεις της με τους γιατρούς και στον τρόπο με τον οποίο τις διαχειριζόταν. «Κινούμενη άμμος πια η Ζωή μου» έλεγε. Η κατάσταση αυτή που βίωσε διακρινόταν από πολλές ομοιότητες με την ψυχολογική κούραση που πέρασε κι ο φίλος της, ο Νικόλας Άσιμος, στου οποίου το πλευρό έτρεχε πάντα, όταν τον τραβούσαν στα τμήματα και τα ψυχιατρεία. Δεν άργησε κι εκείνη να μάθει απ’ αυτά. Μάλιστα, το 1991 ετοίμαζε μια μουσικοθεατρική παράσταση με τίτλο τη γνωστή λατινική φράση: «Regina rosas amat» (Η βασίλισσα αγαπάει τα τριαντάφυλλα), ένα σχέδιο, μια επιθυμία, την οποία δεν κατάφερε να υλοποιήσει λόγω της κλονισμένης απ’ τα ψυχολογικά προβλήματα και τις οικονομικές δυσκολίες υγείας της.

Η Κατερίνα Γώγου, ακόμη και μετά το θάνατό της, βρίσκεται στο επίκεντρο κι απασχολεί, μεταξύ άλλων, και τον καλλιτεχνικό χώρο. Το 2012 κυκλοφόρησε το συλλογικό βιβλίο: «Κατερίνα Γώγου, Πάνω κάτω η Πατησίων, Οι όψεις της μοναξιάς της Κατερίνας Γώγου και 20 μελοποιημένα ποιήματά της» (https://youtu.be/ddlu76GV7Ro) απ’ τις εκδόσεις «Οδός Πανός». Αρκετοί φίλοι κι επαγγελματίες ήταν εκείνοι που εργάστηκαν πάνω στο βιβλίο και το CD.

«Κατερίνα Γώγου: Για την αποκατάσταση του μαύρου» είναι ο τίτλος του 67λεπτου ντοκιμαντέρ (απ’ το οποίο μπορεί κανείς να πάρει μια μικρή γεύση εδώ: https://youtu.be/oLwMhDCZSeo) που δημιούργησε ο σκηνοθέτης Αντώνης Μποσκοΐτης και, όπως είναι ήδη φανερό απ’ τον τίτλο, είναι αφιερωμένο στη Ζωή της Κατερίνας. Το ντοκιμαντέρ αυτό δεν επεδίωξε ν’ αποτελέσει απομίμηση της Ζωής της Γώγου αλλά προσπάθησε να μεταφέρει στον θεατή την αίσθηση της Κατερίνας, κάτι δυνατό από εκείνη. Την ερμηνεία ανέλαβε η ηθοποιός Λουκία Μιχαλοπούλου, η οποία υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση κι επιθυμία του Μποσκοΐτη βοήθησε στην δημιουργία μιας γυναίκας-παραπομπής στη Γώγου κι όχι αντίγραφο αυτής, συνέβαλε στην αιχμαλώτιση λίγης απ’ την ενέργειά της κι απέφυγε το κτίσιμο χαρακτήρα. Η Μιχαλοπούλου ανέλαβε κάποιες δραματοποιημένες σκηνές, οι οποίες, ωστόσο, ξένισαν κάποιους θεατές και κριτικούς. «Ήταν ρίσκο» δήλωσε ο σκηνοθέτης «και μάλιστα τη στιγμή που μέσα στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε την ίδια τη Γώγου μέσα από πλάνα αρχείων αλλά και τον χαρακτήρα της μέσα απ’ τις αφηγήσεις ανθρώπων που την γνώριζαν ή συνεργάστηκαν μαζί της». Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε τους: Γιάννη Φελέκη, Γιώργο Γαρμπή, Μάρω Κοντού, Νίκο Βαλαωρίτη, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Αντώνη Καφετζόπουλο, Όλια Λαζαρίδου, Ανδρέα Θωμόπουλο, Νίκο Καλογερόπουλο κι άλλους. Μιλούν για εκείνη, αφηγούνται ιστορίες, απαγγέλουν ποιήματά της ή ποιήματα που έγραψαν για την ίδια. Έντονη είναι η απουσία του πρώην συζύγου της Κατερίνας, του Παύλου Τάσσιου, ο οποίος πέθανε λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα αλλά κι αυτή της Μυρτώς, της κόρης τους, η οποία αδυνατούσε να παραστεί στην ταινία και στα γυρίσματα αυτής λόγω της μόνιμης διαμονής της στην Ιταλία.

Αρχικά, η ταινία θεωρήθηκε αντιεμπορική κι αρκετοί ήταν εκείνοι που την φοβήθηκαν αφενός διότι αποτελούσε ελληνικό ντοκιμαντέρ αλλά πολύ περισσότερο λόγω του περιεχομένου της. Ωστόσο, η ταινία κατάφερε και «ταξίδεψε». Το ντοκιμαντέρ αυτό έπαιξε στο σινεμά, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας και στις Νύχτες Πρεμιέρας, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και τον κινηματογράφο Τριανόν, στον κινηματογράφο Ίλιον, στο Λουξεμβούργο, στην Αργεντινή και στο International Anarchist Festival. Το ντοκιμαντέρ προτάθηκε και για βραβείο. «Υπήρξε μονάχα μία αρνητική κριτική. Όλες οι άλλες ήταν από μέτριες έως πάρα πολύ καλές. Αυτό έχω να το λέω. Μόνο οι δραματοποιημένες σκηνές δεν άρεσαν, τις οποίες εγώ έστησα μέσα στην ταινία και, προσωπικά, τις προτιμώ και μού αρέσει να τις βλέπω» αναφέρει ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του. Το κοινό, το οποίο αποτελούσαν νεαρά άτομα αλλά κι άνθρωποι της γενιάς της Κατερίνας, άνθρωποι που άγγιζαν τα 70 τους χρόνια, αγκάλιασε με ιδιαίτερη θέρμη το ντοκιμαντέρ. Παρά το άγχος του σκηνοθέτη, η ταινία άρεσε πολύ και στην οικογένεια του Παύλου Τάσσιου (την χήρα και μητριά της Μυρτώς και τους δυο γιους τους, στους οποίους η Μυρτώ μεταβίβασε όλα τα δικαιώματα της μητέρας της) που δημιούργησε μετά τον χωρισμό του απ’ την Κατερίνα.

Το ντεκόρ στις συνεντεύξεις στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ του Μποσκοΐτη είναι λιτό. «Για την αποκατάσταση του μαύρου» είναι ο τίτλος κι έτσι ένα απλό μαύρο πανό πίσω απ’ όλους όσους κατέθεσαν την γνώμη τους για την Κατερίνα, ένα μαύρο background, ήταν αρκετό. Η λιτότητα αυτή είναι έκδηλη σ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Σε κάποιο απ’ τα στιγμιότυπα του ντοκιμαντέρ, η ερμηνεύτρια περιφέρεται ανάμεσα σ’ ανθρώπους ακίνητους, ντυμένους στα λευκά. «Το όλο σκηνικό παραπέμπει σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Ήταν γνωστό πως η Γώγου είχε μπει και σε ψυχιατρική κλινική. Παράλληλα, όμως, φανερώνει και τον γενικότερο εγκλεισμό της, την αντισυμβατική πορεία της κόντρα στο σύστημα, το οποίο σιχαινόταν» όπως αναφέρθηκε. Αυτό το εντυπωσιακό ασπρόμαυρο δίνει την αίσθηση του άχρονου μέσα στην ταινία.

Αρκετοί ήταν εκείνοι που βοήθησαν τον σκηνοθέτη να συλλέξει υλικό κι αρχείο για το ντοκιμαντέρ αυτό μιας και ήταν αρκετά δύσκολο να βρεθούν στοιχεία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι κάποιοι τον βοήθησαν στο θεατρικό κομμάτι. «Φιλουμένα Μαρτουράνο» με τον θίασο της Έλλης Λαμπέτη ήταν η πιο γνωστή παράστασή της. Για τις ταινίες της τα πράγματα ήταν εξίσου γνωστά. Έτσι, κάποιοι τον βοήθησαν και τού υπέδειξαν κάποιες συγκεκριμένες ταινίες στις οποίες είχε παίξει, μικρά ρολάκια που είχε αναλάβει, θεατρικά αλλά κι επιθεωρήσεις, στις οποίες είχε λάβει μέρος. Σημαντικό βοήθημα για την ολοκλήρωση της ταινίας υπήρξε η βιογραφία για την Κατερίνα Γώγου «Έρωτας Θανάτου» της Αγάπης – Βιργινίας Σπυράτου. Τρομερή ήταν και η συνεισφορά του Γιώργου Κορδέλα που δώρισε στον Μποσκοΐτη πρωτογενές υλικό. Στο ντοκιμαντέρ αυτό προβάλλονται και πλάνα από μια κασέτα όπου η Γώγου βρίσκεται στα καμαρίνια του Αττικόν το ’91 με τον Νταλάρα και τον Παπακωνσταντίνου και συζητούν. Τέλος, οι βόλτες του σκηνοθέτη και της ερμηνεύτριας Μιχαλοπούλου στην πλατεία αλλά και τους δρόμους των Εξαρχείων τούς βοήθησαν στο να πιάσουν τον «παλμό». Το ενδιαφέρον είναι ότι η ταινία αυτή βοήθησε στο να «τακτοποιηθούν» κάποιες παρανοήσεις που είχαν διαμορφωθεί γύρω απ’ το όνομα και τη Ζωή της Γώγου, όπως το τρίπτυχο Κατερίνα-Μυρτώ-Ναρκωτικά.

Ο Αντώνης Μποσκοΐτης ανακάλυψε την «καταραμένη», αδιανόητα σκληρή ποίηση της Κατερίνας Γώγου στα 18 του. Την ίδια την συνάντησε για πρώτη και τελευταία φορά στη Ζωή του λίγους μήνες πριν απ’ τον θάνατό της, το καλοκαίρι του 1993, στο καφενείο της Βάσως στην πλατεία Εξαρχείων. «Έπινε πολύ, θυμάμαι. Δεν είχα ξαναδεί γυναίκα να πίνει μονοκοπανιά ένα τεράστιο ποτήρι ούζο! Βρισκόταν στην απόλυτη παρακμή» λέει, προσθέτοντας πως ούτε καν κατάλαβε ότι ήταν η Γώγου – τού το είπε η παρέα του αργότερα: ‘Η Κατερίνα Γώγου, η ηθοποιός απ’ τις παλιές ταινίες’. Και η ποιήτρια. Η εικόνα της τον σόκαρε. Άρχισε ν’ αναζητεί πληροφορίες και κατάλαβε πώς είχε προκύψει η ψυχολογική και σωματική καταρράκωσή της. Ναρκωτικά, αλκοολισμός, ψυχιατρεία, μια κόρη τοξικομανής… «Ωστόσο, γρήγορα εκτίμησα τον άνθρωπο και το μέγεθος που κρυβόταν πίσω απ’ το αλκοόλ. Έγραφε παθιασμένα, χύμα, όπως μιλούσε. Ο λόγος της υπήρξε προφητικός και πολύ επίκαιρος μιας και η αλληγορία του τότε έγινε ο ρεαλισμός του σήμερα. ‘Οι εποχές θα με σκεπάσουν’ έλεγε, αντίθετα, όμως, την ανέδειξαν. Καθόλου ανταγωνιστική, είχε κιόλας βοηθήσει πολλούς νέους ποιητές. Αν έβλεπε ένα καλό γραπτό, συχνά το πήγαινε η ίδια στον Γαρμπή του ‘Ελεύθερου Τύπου’ ή αλλού» συνεχίζει. Ο Μποσκοΐτης επεξεργαζόταν την ιδέα για το ντοκιμαντέρ ήδη απ’ το 2007. Ωστόσο, εκείνη άρχισε να ωριμάζει με τα επεισόδια που έλαβαν χώρα στα Εξάρχεια μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, όταν αντιλήφθηκε ότι οι στίχοι απ’ τα ποιήματά της είχαν γεμίσει τους δρόμους της πλατείας κι όχι μόνο. «Οι νέοι ανακαλύπτουν κι αγαπούν την ποίησή της. Κάτι βρίσκουν σ’ αυτήν. Κάτι τούς αγγίζει» αναφέρει ο ίδιος.

Καταλυτικός κι αιφνίδιος παράγοντας για την ολοκλήρωση του έργου αυτού αποτέλεσε μια απογοήτευση από προηγούμενη δουλειά του. Το ντοκιμαντέρ της Γώγου ολοκληρώθηκε και προβλήθηκε το 2012.

«Ήταν αυτοκαταστροφική. Ήταν σαν να σκίζει τον εαυτό της. Δεν την ενδιέφεραν οι λέξεις αλλά οι πράξεις. Την εξόργιζε το ψέμα, η υποκρισία που έκρυβε η εξουσία. Δεν νομίζω πως σήμερα, αντιμέτωπη με τις ακραίες καταστάσεις που ζούμε, θα έκανε κάτι διαφορετικό. Τι άλλο να έκανε;» αναφέρει η Λουκία Μιχαλοπούλου στην οποία αρέσει πολύ η ποίηση της Γώγου. «Έχει κάτι το πρωτόλειο, το ακατέργαστο. Δεν αυτολογοκρίνεται. Είναι σαν να διαβάζεις ημερολόγιο. Οργή κι αθωότητα συνυπάρχουν την ίδια στιγμή. Ίσως αυτό ακριβώς το εφηβικό στοιχείο είναι που αρέσει ακόμα και σήμερα στους νέους» συνεχίζει και κλείνει απαντώντας στα σχόλια περί χυδαιότητας στο λεξιλόγιο της ποίησής της: «Ό ,τι είναι αυθεντικό δεν μπορεί να είναι χυδαίο».

Επιπρόσθετα, έγιναν πολλές μουσικοθεατρικές παραστάσεις βασισμένες στο έργο της και σ’ εκείνη την ίδια.

Αυτή ήταν η Κατερίνα, όπως προτιμούσε να την αποκαλούν. Αυτή η Ζωή της. Αυτό και το έργο της. Ζόρικος και συνάμα τρυφερός άνθρωπος. Αρκετά ειπώθηκαν για εκείνη. Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά περισσότερα. Ας αφήσουμε, όμως, το ίδιο της το έργο να μιλήσει για εκείνη την ίδια κι όχι μόνο. Βουτήξτε μέσα του… Ανακαλύψτε την…

Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.

Στο μυαλό είναι ο στόχος…

για τέλος

Όποιος δεν έχει τίποτα μονάχα αυτός ξέρει το τίποτα.

Καμιά κουβέντα από κανέναν άλλο.

«…τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε…»

Παρατίθενται όλες οι διαδικτυακές πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για την εύρεση του υλικού με σκοπό τη δημιουργία του παρόντος αφιερώματος:

https://youtu.be/4ggu3UoB4gk

https://youtu.be/adZPWWanpgg

https://youtu.be/fmVFWwzNY2I

http://www.enet.grhttp://gwgou.page.tl/%26%23913%3B%26%23961%3B%26%23967%3B%26%23953%3B%26%23954%3B%26%23942%3B-%26%23963%3B%26%23949%3B%26%23955%3B%26%23943%3B%26%23948%3B%26%23945%3B.htm

http://tvxs.gr/news/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%B1-%CE%B3%CF%8E%CE%B3%CE%BF%CF%85-%CE%B7-%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%BE%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CF%89%CE%BD

http://www.newsbeast.gr/greece/arthro/1956318/otan-i-kori-tis-katerinas-gogou-milouse-gia-ti-mitera-tis

http://www.thepressproject.gr/article/67446/Katerina-Gogou-I-kraugi-os-poiisi

http://www.protagon.gr/epikairotita/politismos/katerina-gwgou-ston-yperthetiko-20408000000

http://www.koutipandoras.gr/article/142142/katerina-gogoy-i-poiisi-tis-orgis

http://www.mixanitouxronou.gr/to-telos-tis-katerinas-gogou-i-afelis-tou-ellinikou-kinimatografou-i-anarchiki-piitria-ton-exarchion-i-piitiki-tis-sillogi-poulise-oso-ke-to-eliti/

http://www.lifo.gr/team/book/56016

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%B1_%CE%93%CF%8E%CE%B3%CE%BF%CF%85

www.lifo.gr

http://gwgou.page.tl/

http://cherisky.blogspot.gr/

http://d-ostria.blogspot.gr

http://laonikos13galanis.blo

http://vakxikon.blogspot.gr/

http://www.e-orfeas.gr

http://www.bookpress.gr/

http://kikogk.blogspot.gr/2007/01/blog-post.html

http://madamedelaluna.blogspot.gr/

http://news247.gr/eidiseis/mixani-tou-xronou/mhxanh-toy-xronoy-katerina-gwgoy-h-anarxikh-poihtria.3062003.html

https://www.scribd.com/

http://www.mixanitouxronou.gr/

http://en-texnon.blogspot.gr/

http://ambartzidis.blogspot.gr/

https://athens.indymedia.org

http://tkarantis.pblogs.gr/katerina-gwgoy.html

http://www.lifo.gr/mag/features/3383

http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=469514

http://www.allaboutmusic.gr/epikairotita/synenteyxeis/synenteyxi-antonis-mposkoitis-katerina-gogoy-gia-tin-apokatastasi-toy

http://www.protagon.gr/epikairotita/politismos/panw-katw-i-patisiwn-katerina-gwgou-odos-panos-19367000000

http://www.biblionet.gr/book/183893/%CE%A0%CE%AC%CE%BD%CF%89_%CE%BA%CE%AC%CF%84%CF%89_%CE%B7_%CE%A0%CE%B1%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%AF%CF%89%CE%BD

http://www.poiein.gr/archives/350

http://www.atlantisfm.gr/%CF%81%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE%B1-%CF%83%CE%B5-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9-%CF%8C%CE%BB%CE%B7-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF/

http://bosko-hippydippy.blogspot.gr/2011/12/vi.html

Οι στίχοι αλλά κι αρκετές αυτοβιογραφικές πληροφορίες αντλήθηκαν απ’ τις ποιητικές συλλογές – βιβλία της ίδιας της Κατερίνας Γώγου, όπως απαριθμήθηκαν παραπάνω.

Να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο αφιέρωμα παράχθηκε με σεβασμό στην Κατερίνα Γώγου και το έργο της και δεν υπάρχει καμιά προσωπική αξίωση απ’ αυτό πέραν της επιθυμίας μου να γνωρίσω -όσο αυτό είναι εφικτό- όσα περισσότερα πράγματα για την ίδια αλλά και για το έργο της. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε το αφιέρωμα αυτό και, επειδή είναι γνωστό ότι η γνώση πρέπει να μοιράζεται, προχώρησα στην -όσο ήταν αυτό δυνατόν- συνοπτική αυτή παρουσίαση, για να πληροφορηθούν κι όσοι άλλοι ενδιαφέρονται πάνω στο σχετικό αυτό θέμα. Έτσι λοιπόν, όλες οι παραπάνω πηγές και τα πονήματα των ανθρώπων που τα δημιούργησαν βοήθησαν στην παρουσίαση της παρούσης προσπάθειας της προσέγγισης της Ζωής της Γώγου αλλά και της δουλειά της. Οι πληροφορίες που πάρθηκαν απ’ τις παραπάνω πηγές ήταν σημαντικές και καθοριστικές, για να φωτιστούν πτυχές της Ζωής και του έργου της με σκοπό να γνωρίσουμε λίγο περισσότερο αυτόν τον τετραπέρατο άνθρωπο που έφυγε πολύ γρήγορα από κοντά μας στην προσπάθειά του να βρει και ν’ ανακαλύψει τον εαυτό του. Πρόταση την πρόταση την γνώρισα κι εγώ η ίδια καλύτερα. Κάποιες εξ αυτών των προτάσεων που μ’ άγγιξαν, σχεδόν έγδαραν με την έντασή τους το δέρμα μου, τις χρησιμοποίησα αυτούσιες, για να μεταφέρω ολοκληρωμένο το συναίσθημα που μού προκλήθηκε ενώ, παράλληλα, συγχαίρω τους ανθρώπους που τις έγραψαν τόσο για την διεισδυτικότητά τους στην ανάλυση τους έργου της Κατερίνας όσο και για τον τρόπο περιγραφής της ίδιας ως ανθρώπου μέσα απ’ τα δικά τους μάτια. Για περισσότερες κι αναλυτικότερες πληροφορίες αλλά και για την πιστοποίηση των όσων γράφηκαν, όπως επίσης κι από πού πάρθηκαν, μπορείτε ν’ ανατρέξετε στις παραπάνω ηλεκτρονικές διευθύνσεις. Οι χρησιμοποιηθείσες φωτογραφίες αντλήθηκαν απ’ τον ιστότοπο της google πλην μιας φωτογραφίας, αυτής του μεταφρασμένου βιβλίου της Γώγου που πάρθηκε απ’ το προσωπικό blog του σκηνοθέτη Αντώνη Μποσκοΐτη -όπως έχει ήδη αναφερθεί-. Φυσικά, το πλουσιότερο υλικό μπορεί ν’ αντληθεί απ’ τα βιβλία και τα γραπτά της ίδιας της δημιουργού, της Κατερίνας Γώγου. Αρπάξτε τα. Αγγίξτε τα. Ανοίξτε τα. Μυρίστε τα. Εξερευνήστε τα. Μαζί κι εκείνη.

https://www.youtube.com/watch?v=kdDzEYHp5ts

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *