Home >> Διωγμοί

Ο αιώνιος καλπασμός των τσιγγάνων

Σύμφωνα με τον ορισμό που αντιγράφω από το ΛΚΝ, γύφτος είναι: 1. (μειωτ.) ο τσιγγάνος της Ελλάδας: Γύφτοι στήσανε τα τσαντίρια τους έξω από τη Λάρισα. Γέμισε ο τόπος γύφτους. Ήρθε μια γύφτισσα να μου πει τη μοίρα μου. ΦΡ τρέμει / κρυώνει σαν ~, κρυώνει πάρα πολύ. ΠAΡ Είδε ο ~ τη γενιά* του κι αναγάλλιασε η καρδιά του. Όλοι οι γύφτοι μια γενιά*. 2. (παρωχ.) α. τεχνίτης σιδηρουργός. β. οργανοπαίχτης: Φώναξαν τους…

Διαβάστε περισσότερα