Ο Rivaldo Vítor Borba Ferreira γεννήθηκε το 1972 στη Βραζιλία. Φυσικά είναι γνωστός σε όλους μας από το πέρασμα του από τα Ελληνικά γήπεδα καθώς φόρεσε τις φανέλες δυο Ελληνικών συλλόγων του Ολυμπιακού και της Α.Ε.Κ. κατά σειρά. Επίσης σίγουρα όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι που σήμερα είναι άνω των είκοσι ετών θα τον θυμούνται να μεσουρανεί με τα χρώματα της Μπαρτσελόνα αλλά και εκείνα της εθνικής Βραζιλίας. Προσωπικά, ο Βραζιλιάνος ήταν ένας από τους ποδοσφαιριστές που με έκαναν να αγαπήσω το ποδόσφαιρο. Πώς γίνεται ένας παίχτης που ντριπλάρει, να βάζει ανάποδα ψαλίδια, να κάνει τακουνάκια και να μη σε κάνει να αγαπήσεις το ποδόσφαιρο; Ουσιαστικά μόνο παίκτες υψηλής τεχνικής όπως ο Ριβάλντο μπορούν να σε κάνουν να λατρέψεις το ποδόσφαιρο. Πραγματικά, αισθάνομαι τυχερός πρόλαβα έστω και στη δύση της μεγάλης καριέρας του να θαυμάσω τον Ρίμπο.
Ωστόσο, δεν έγραψα το συγκεκριμένο άρθρο για να αναφέρω ότι ο Ριβάλντο ήταν απλά ένας παιχταράς, αυτό εξάλλου κανένας δεν θα το αμφισβητήσει. Η αιτία για την οποία αποφάσισα να αναλύσω τον συγκεκριμένο παίκτη είναι ότι τον θεωρώ τον μεγαλύτερο Βραζιλιάνο μετά τον Πελέ. Σίγουρα, πολλούς αυτό θα σας παραξενέψει και αμέσως θα σας έρθουν άλλοι Βραζιλιάνοι πρόσφατοι και μη, οι οποίοι κατά την άποψη σας ήταν καλύτεροι του Ριβάλντο. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο θα προσπαθήσω να χρησιμοποιήσω όσο το δυνατόν πιεστικότερα επιχειρήματα. Αρχικά, λοιπόν, θέλω να ξεκινήσω με τα αρνητικά στη συγκεκριμένη σύγκριση.
Πρώτον, σίγουρα ο Ριβάλντο, αν πάρουμε ως πραγματικά τα στοιχεία που αναγράφονται στο δελτίο ταυτότητάς του, όπου του αποδίδει (γιατί πολλά έχουν ακουστεί για την πραγματική ηλικία), πως πράγματι σταμάτησε να αγωνίζεται σε υψηλό επίπεδο από το Παγκόσμιο του 2002. Μπορεί βέβαια στη συνέχεια να αποκτήθηκε από τη μεγάλη Μίλαν. η παρουσία του όμως από τους ροσονέρι πέρασε απαρατήρητη. Εδώ όμως θέλω να κάνω μια παρατήρηση, αλήθεια θυμόμαστε πολλούς Βραζιλιάνους (από τον χώρο του κέντρου και μπροστά) που να είχαν διάρκεια σχετικά καλών αγωνιστικών ετών στη Γηραιά Ήπειρο περισσότερη από του Ριβάλντο; Πραγματικά, ο Βραζιλιάνος από 1996 μέχρι και το 2002 πραγματοποίησε έξι εξαιρετικές αγωνιστικές χρονιές και προσωπικά δεν θυμάμαι πολλούς Λατινοαμερικάνους να έχουν πετύχει κάτι αντίστοιχο.
Δεύτερον, σε επίπεδο παικτικό δεν ήταν λίγοι ακόμα και στην Ελλάδα εκείνοι που τον θεωρούσαν ένα αργό παλαιάς κοπής ποδοσφαιριστή. Προσωπικά, θα συμφωνήσω ότι υστερούσε στο θέμα της ταχύτητας αλλά σίγουρα δεν θα τον χαρακτήριζα ποτέ παίκτη άλλης εποχής, εκτιμώντας βαθύτατα ότι και σήμερα μπορούσε να αγωνιστεί και να ακολουθήσει τις ανάγκες του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Ο βασικός λόγος είναι ότι ο Ριβάλντο ήξερε μπάλα, ήταν ένας άρτιος τεχνικά ποδοσφαιριστής και νομίζω ότι δε πρέπει ποτέ ξεχνάμε (κατά την προσωπική μου άποψη) ότι θεμέλιο λίθο της έμπρακτης ενασχόλησης με το συγκεκριμένο άθλημα αποτελεί η τεχνική του γνώση. Όλα τα υπόλοιπα όπως η αντοχή, η ταχύτητα, κλπ είναι πολύ σημαντικά, όμως ειδικά όταν αγωνίζεσαι σε μεσοεπιθετική θέση αναπτύσσονται πάντα πάνω στη τεχνική του παίκτη. Πιθανότατα λοιπόν (γιατί αναγκαστικά μόνο με υποθέσεις μπορούμε να μιλάμε) αν Ριβάλντο ξεκινούσε σήμερα τη καριέρα του να μη του ήταν τόσο δύσκολο να προσαρμοστεί. Επίσης, ο Ριβάλντο είχε κατορθώσει μέσω της γρήγορης μακρινής πάσας αλλά και του γρήγορου σουτ του να καλύψει το συγκεκριμένο αγωνιστικό του ελάττωμα.
Τώρα αφού ανάλυσα τα παραπάνω νομίζω ότι ήρθε η ώρα να περάσω στην επίθεση!
Αρχικά, πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι σε αντίθεση με πολλούς άλλους παιχταράδες συμπατριώτες του, ο Ριβάλντο κατάφερε όχι απλά να αγωνιστεί αλλά και να διακριθεί σε κορυφαίο διασυλλογικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο αν παρατηρήσει κάποιος ότι μέχρι και της αρχές του 90, ουσιαστικά κανένας Βραζίλιάνος (μην ακούσω κανέναν Ρομάριο!) δεν έχει κατορθώσει αποδώσει με διάρκεια και επιτυχίες στα Ευρωπαϊκά γήπεδα. Κάτι τέτοιο βέβαια έχει εξήγηση αρκεί να συνειδητοποιήσουμε το πόσο διαφορετικό είναι το ποδόσφαιρο στα Λατινοαμερικάνικα πρωταθλήματα, δηλαδή, το τι συνήθειες του παρελθόντος έχει να αντιμετωπίσει για να προσαρμοστεί ένας τέτοιου τύπο παίκτης όταν πρέπει να αντιμετωπίσει τον Ευρωπαϊκό τρόπο ποδοσφαίρου.
Σίγουρα μπορεί με τους Καταλανούς να μην κατέκτησε ένα Champions League και τα τελευταία δύο χρόνια του επισκιάστηκαν από την ιδιαίτερα μίζερη κατάσταση που επικρατούσε στην ομάδα του. Όμως, δε πρέπει να αγνοούμε ότι οι αντικειμενικές συνθήκες δεν ήταν οι ιδανικότερες. Ο ίδιος κλήθηκε να γίνει ο ηγέτης μιας ομάδας που ειδικά μετά την προδοτική αποχώρηση του Λουίς Φίγκο θα έπρεπε να δομήσει από τη αρχή όλο τον αγωνιστικό της προσανατολισμό. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά τη περίοδο αυτή ο ανταγωνισμός στο Ισπανικό πρωτάθλημα είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο με την γνωστή τσούλα του ποδοσφαίρου να αγοράζει ό,τι κινείται, την Λακορούνια και τη Βαλένθια καλύτερες από ποτέ και με ομάδες όπως η Μαγιόρκα κατά χρονιές να μπαίνουν σφήνα στην μάχη των πρώτων θέσεων.
Επιπλέον, λίγοι έχουν προσφέρει στην εθνική Βραζιλίας όσο ο Ριβάλντο. Ένας τελικός και μια κατάκτηση με αυτόν εκ των πρωταγωνιστών δεν είναι και μικρό πράγμα. Ο ίδιος τόσο στο παγκόσμιο του 98 όσο και το 2002 πρόσφερε τα μέγιστα στη πατρίδα του μη αποσκοπώντας σε μεταγραφικούς καιροσκοπισμούς όπως οι περισσότεροι διεθνείς στην εποχή μας. Μάλιστα το 2002 χωρίς τον Ριβαλντο η Βραζιλία πιθανότατα να μην είχε ταξιδέψει ποτέ στο Μουντιάλ της Ιαπωνίας και της Ν. Κορέας καθώς αναγκάστηκε να παίξει αγώνες μπαράζ με τον Ριβάλντο να σώζει την εθνική αξιοπρέπεια της χώρας του οδηγώντας τη στη συμμετοχή και έπειτα στην κατάκτηση. Τι είχε εν κατακλείδι ο Ριβάλντο πέρα από ποδοσφαιρικά χαρίσματα; Είχε κάτι που δυστυχώς σπανίζει στου μεγάλους παίκτες της εποχής μας. Προσωπικότητα και χαρακτήρα ηγέτη. Εκείνου που θα ρίξει τον εγωισμό θα υποταχθεί στο καλό του συνόλου και όχι το δικό του, που θα αναγκάσει το σύνολο να παίξει για εκείνον ( και ο νοών νοεί τω).
Τέλος επειδή πρέπει κάπως να δικαιολογήσω τον τίτλο του συγκεκριμένου άρθρου, δείτε τα παρακάτω βίντεο και μετά ρωτήστε τον Δανό τερματοφύλακα αν ο Ριβάλντο είναι ο καλύτερος Βραζιλιάνος μετά τον Πελέ ; Μάλλον βάσει της αρχής του εμπειρισμού, θα συμφωνούσε.