Home >> Sports >> Μια τάπα και μια θέση στην αιωνιότητα

Μια τάπα και μια θέση στην αιωνιότητα

Μετά από τη σύντομη ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο, ο γράφων επανέρχεται στη συνήθη επιλογή του να προβάλλει έναν υποτιμημένο μπασκετμπολίστα. Αναμφίβολα, ο Ταϊσόν Πρινς ανήκει στην κατηγορία των υποτιμημένων παικτών. Ευτυχώς, για τον ίδιο το εκπληκτικό μπλοκ του στον Ρέτζι Μίλλερ στα playoffs του NBA το 2004 εξασφαλίζει στον φόργουορντ από τον Κόμπτον της Καλιφόρνια μία θέση στην ιστορία της παγκόσμιας καλαθοσφαίρισης. Είναι δεδομένο ότι δικαιούται την καλή υστεροφημία, αφού η σταθερότητα στην απόδοση του πρέπει να χαρακτηριστεί παροιμιώδης.

Ήδη από την τετραετία κατά την οποία αγωνίστηκε στο NCAA με το Κεντάκι (135 ματς, 13,1 π.μ.ο, 5,3 ρ.μ.ο, 1,9 α.μ.ο) είχε διαφανεί η ικανότητα του στην άμυνα τόσο στην περιφέρεια όσο και στη ρακέτα. Βεβαίως, δεν περιοριζόταν σε ρόλο αμυντικού με την επιθετική συγκομιδή του να θεωρείται ως υπεραρκετή. Η επιλογή του στον πρώτο γύρο του ντραφτ του 2002 (στο νούμερο 23) ήταν φυσική εξέλιξη. Ωστόσο, το στοιχείο της έκπληξης προκύπτει από την γρήγορη προσαρμογή του στην ομάδα των Ντιτρόιτ Πίστονς η οποία την εποχή εκείνη στόχευε κάθε χρόνο στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος. Από τη δεύτερη χρονιά του στη «Motown» αποτέλεσε βασικό στέλεχος της καλύτερης αμυντικής ομάδας των τελευταίων δεκαετιών.

Τη χρονιά εκείνη το Ντιτρόιτ κατέκτησε το Πρωτάθλημα για πρώτη (και τελευταία) φορά μετά το 1990 και το καθοριστικό μπλοκ του Πρινς στο δεύτερο ματς των τελικών της Ανατολικής Περιφέρειας με αντίπαλο τους Ιντιάνα Πέισερς συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο δύσκολων μπλοκ στην ιστορία του NBA. Από το 2003 έως το 2009 έπαιξε στο σύνολο των αγώνων της κανονικής περιόδου του κορυφαίου Πρωταθλήματος, από το 2004 έως το 2009 ήταν βασικός σε κάθε ματς και από το 2004 έως το 2008 υπήρξε μέλος της δεύτερης καλύτερης αμυντικής πεντάδας. Μάλιστα, την περίοδο αυτή ήταν παίκτης και της Εθνικής ομάδας των Ηνωμένων Πολιτειών η οποία με ηγέτη τον εκλιπόντα Κόμπε Μπράιντ αναδείχθηκε νικήτρια τόσο στο Fiba Americas του 2007 όσο και στην Ολυμπιάδα του 2008.

Η απόδοση του ήταν εξαιρετική μέχρι και τη σεζόν 2012 – 2013, όταν αγωνίστηκε για τελευταία φορά στην καριέρα σε 82 παιχνίδια κανονικής περιόδου. Βεβαίως, η φυγή του από το Ντιτρόιτ για το Μέμφις μεσούσης της περιόδου επηρέασε τον Πρινς στη «Δύση» της σταδιοδρομίας του. Από το 2013 έως το 2016 βρέθηκε στην ομάδα των Μπόστον Σέλτικς, φόρεσε ξανά τη φανέλα των «εμβόλων» του Ντιτρόιτ και κατέληξε στην ομάδα των Μιννεσότα Τίμπεργουλφς. Έπαιξε σε μόλις 166 ματς με τον χρόνο συμμετοχής του να μην ξεπερνά τα 25,6 λεπτά. Ασφαλώς, τα νούμερα είναι μικρά για τα δεδομένα του.

Το 2016 αποσύρθηκε από την ενεργό δράση έχοντας αγωνιστεί σε 1157 ματς στο NBA (11,1 π.μ.ο, 4,4 ρ.μ.ο, 2,4 α.μ.ο). Δεν θεωρήθηκε σταρ, αναδείχθηκε μόλις μία φορά ως Πρωταθλητής και, μάλλον, δεν θα γίνει Hall of Famer, αλλά (τουλάχιστον κατά την άποψη του γράφοντος) υπήρξε πρότυπο αμυντικού σμολ φόργουορντ χάρη στο μεγάλο wingspun του, ενώ δεν υστερούσε ιδιαιτέρως στο σουτ και την πάσα. Αξίζει να αναφερθεί ότι σήμερα είναι Αντιπρόεδρος του Οργανισμού ΄΄Basketball Affairs ΄΄.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *