Στο ποδόσφαιρο, η θέση του τερματοφύλακα είναι η πιο δύσκολη, απαιτητική και ψυχοφθόρα από οποιαδήποτε άλλη, καθώς το παραμικρό λάθος μπορεί να αποδειχτεί μοιραίο.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο «Θεός» γκολκίπερ γίνεται ανίκανος, «άχρηστος» από ήρωας, φταίχτης. Και η ψυχολογία… μπαλάκι από το ζενίθ στο ναδίρ και αντίστροφα. Ο εδώ και ενάμιση περίπου μήνα προπονητής του Πανσεραϊκού, Δημήτρης Ελευθερόπουλος, βίωσε έντονα στην καριέρα του όλη τη συναισθηματική κλίμακα της θέσης που διάλεξε να υπηρετεί στο άθλημα που αγάπησε.
Από πολύ μικρός στο χώρο του ποδοσφαίρου
Γέννημα-θρέμμα Πειραιώτης, ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος μεγάλωσε στο Χατζηκυριάκειο και δεν άργησε να αγαπήσει τον Ολυμπιακό. Η μοίρα του ήταν από νωρίς συνδεδεμένη με την ομάδα του λιμανιού. «Πρώτα έμαθα να λέω “Ολυμπιακός” και μετά “μαμά” και “μπαμπά”», έχει δηλώσει.
Ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο από πολύ μικρός. Πρώτη του ομάδα ήταν ο Αργοναύτης. Αγωνιζόταν στη θέση του τερματοφύλακα κατ’ επιλογήν, δικής του αλλά και των άλλων, αφού «δεν φοβόμουν να πέσω. Γυρνούσα στο σπίτι πάντα γεμάτος αίματα». Παράλληλα με το ποδόσφαιρο έπαιζε και μπάσκετ στον Φοίνικα Πειραιά. Όταν έγινε 12 χρονών, με παρότρυνσή του πατέρα του, Νίκου, διάλεξε τελικά την ασπρόμαυρη μπάλα. «Ήταν ο πρώτος που μου είπε ότι θα γίνω καλός τερματοφύλακας. Μου είπε ότι ο τερματοφύλακας ή είναι ή δεν είναι. Κι ότι εγώ ήμουν. Αυτό ήταν, συνέχισα το ποδόσφαιρο στον Αργοναύτη».
Στη συνέχεια γράφτηκε στις Ακαδημίες του Ολυμπιακού και το πρώτο βήμα για να ζήσει τα όνειρά του είχε γίνει. «Το παιδικό μου όνειρο ήταν να παίξω στην αγαπημένη μου ομάδα. Ήμουν αρρωστημένος Ολυμπιακός, είχα γραφτεί και σε σύνδεσμο οπαδών στην Αγίου Κωνσταντίνου και ταξίδευα μέχρι και στα εκτός έδρας παιχνίδια».
Στα τμήματα υποδομής του Ολυμπιακού ξεχώρισε αμέσως. Τη σεζόν 1994-1995 προωθήθηκε στην επαγγελματική ομάδα για να πλαισιώσει τους Αλέκο Ράντο και Φώτη Στρακόσια (ο τραυματισμός του πρώτου είχε φέρει και τον Κυριάκο Τοχούρογλου στην ομάδα), χωρίς να αγωνιστεί σε κάποιο ματς.
Ο τότε προπονητής του Ολυμπιακού, Τάι Λίμπρεχτς, δεν τον υπολόγιζε και πρότεινε τον δανεισμό του σε κάποια μικρή ομάδα για να «ψηθεί». Έτσι, ο Ελευθερόπουλος δόθηκε την επόμενη σεζόν στην Προοδευτική, για να πάρει παιχνίδια. Με τους «βυσσινί» αγωνίστηκε με επιτυχία βασικός στη Β’ Εθνική (30 συμμετοχές).
Το καλοκαίρι του 1996, μετά από εισήγηση του Ντούσαν Μπάγεβιτς (και τον δανεισμό του Τοχούρογλου στον Πανηλειακό), που πίστευε πολύ στις δυνατότητές του, επέστρεψε στον Ολυμπιακό για να ξεκινήσει το υπέροχο ταξίδι του με την «ερυθρόλευκη» φανέλα. Ταξίδι που θα οδηγούσε στην κατάκτηση εφτά πρωταθλημάτων, ενός Κυπέλλου και σε ονειρεμένες στιγμές στα ευρωπαϊκά γήπεδα.
Η στιγμή που στιγμάτισε την καριέρα του
Η καριέρα ενός αθλητή μπορεί να στιγματιστεί μέσα σε μία μόνο στιγμή. Για τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο, αυτό το μοιραίο δευτερόλεπτο ήταν στον δεύτερο προημιτελικό του Champions League με τη Γιουβέντους στο ΟΑΚΑ, στις 17 Μαρτίου 1999. Με τον Ολυμπιακό να κρατά σκορ πρόκρισης (1-0) από το γκολ του Σίνισα Γκόγκιτς στο 12′, ο τερματοφύλακας των Πειραιωτών δεν υπολόγισε τα παιχνίδια του αέρα και έκανε άστοχη έξοδο στη σέντρα του Μπιριντέλι στο 85′. Η μπάλα σταμάτησε απότομα πέφτοντας κάθετα, στα πόδια του Αντόνιο Κόντε που σκόραρε, σκοτώνοντας τα όνειρα των φίλων του Ολυμπιακού για τα ημιτελικά της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης. Ο αποκλεισμός σήμανε και την ψυχολογική κατάρρευση του «Ελέ», στον οποίο αποδόθηκαν οι μεγαλύτερες ευθύνες από τον κόσμο.
Η επόμενη σεζόν (1999-2000) κύλισε πολύ καλά για εκείνον. Βασικός και αναντικατάστατος (32 συμμετοχές στο πρωτάθλημα) και πρωταθλητής για τέταρτη συνεχόμενη φορά (στην Ευρώπη ο Ολυμπιακός αποκλείστηκε νωρίς από το Champions League και το UEFA). Το καλοκαίρι του 2000 ήταν προσκεκλημένος στην ετήσια ιταλική γιορτή των κορυφαίων γκολκίπερ και βραβεύτηκε από τον Ιταλό βετεράνο τερματοφύλακα, Στέφανο Τακόνι, ως η «αποκάλυψη» και κορυφαίος στην Ευρώπη για την προηγούμενη χρονιά.
Η σχέση του Ελευθερόπουλου με τους φιλάθλους του Ολυμπιακού είχε σκαμπανεβάσματα. Αποθεώθηκε σε πολλά παιχνίδια αλλά και αποδοκιμάστηκε σε άλλα. Ένα από αυτά ήταν το 2-2 στο ΟΑΚΑ με αντίπαλο τη Λίβερπουλ στις 23/11/2000 σε αγώνα για το Κύπελλο UEFA. Δεκαπέντε λεπτά πριν τη λήξη, με το σκορ 1-2 υπέρ των «Reds» της Αγγλίας, η μπάλα φτάνει στον Ελευθερόπουλο. Απογοητευμένος από την εικόνα της ομάδας και σαν αντίδραση στο… κράξιμο του κόσμου, ο «Ελέ» κρατάει επιδεικτικά την μπάλα στα πόδια του κάνοντας καθυστερήσεις, για να αποδοκιμαστεί ακόμα πιο έντονα. Μετά το παιχνίδι παραιτήθηκε από αρχηγός της ομάδας και ζήτησε άδεια για ψυχολογικούς λόγους (πήγε για τέσσερις ημέρες στη Ναύπακτο για να ηρεμήσει). «Είναι παράξενη η σχέση μου με τους φιλάθλους. Μια σχέση λατρείας και μίσους. Υπήρξαν φορές που ο κόσμος με λάτρεψε. Εκείνη τη νύχτα όμως με τη Λίβερπουλ είδα και την άλλη όψη του νομίσματος. Το βράδυ ήπια μισό μπουκάλι ουίσκι».
Ο Ελευθερόπουλος ήταν ο πρώτος παίκτης που αναδείχτηκε από τις Ακαδημίες του Ολυμπιακού (αποτελούσε… αδυναμία του Σωκράτη Κόκκαλη στην αρχή της καριέρας του) κι ο ίδιος υποστήριζε από μικρός την ομάδα. Αυτό αποτέλεσε ευχή και κατάρα για τον Δημήτρη, καθώς αγαπήθηκε μεν υπερβολικά από τον κόσμο της ομάδας, που τον θεωρούσε έναν από εκείνους, αλλά όπως όλες οι σχέσεις πάθους, έτσι κι αυτή είχε γκρίνιες και… πείσματα. Συχνά επωμίστηκε βάρος που δεν μπορούσε να σηκώσει και του αποδόθηκαν ολοκληρωτικά ευθύνες που έπρεπε να επιμεριστούν. Σε μια ομάδα όπως ο Ολυμπιακός, όπου το παραμικρό μπορεί να γίνει θέμα, η έντονη προσωπικότητά του και η συνήθειά του να λέει τα πράγματα με το όνομά τους λειτούργησε τελικά εις βάρος του. Στις 31 Ιανουαρίου 2004, την τελευταία ημέρα της χειμερινής μεταγραφικής περιόδου, η ΠΑΕ Ολυμπιακός ανακοίνωνε τη λύση της συνεργασίας τους, με τον ίδιο να περνά για τελευταία φορά την πόρτα του Ρέντη λέγοντας «φαίνεται πως 10 χρόνια για τερματοφύλακα στον Ολυμπιακό είναι πολλά».
Η Ιταλία και η επιστροφή
Μετά την αποδέσμευσή του από τον Ολυμπιακό αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στο εξωτερικό. Και πήγε στην Ιταλία, στον ιδανικότερο -όπως έλεγε ο ίδιος- προορισμό για έναν τερματοφύλακα. Πρώτος σταθμός του η Μεσίνα (δεν μπόρεσε να εκτοπίσει απ’ τη θέση του βασικού τον Μάρκο Στοράρι), για να ακολουθήσει το καλοκαίρι του 2005 η Μίλαν. Αγωνίστηκε με τη φανέλα της στην περιοδεία του συλλόγου στις ΗΠΑ αλλά λόγω του… συνωστισμού στη θέση του πορτιέρο (Ντίντα, Φιόρι, Κάλατς), οι «Ροσονέρι» τον παραχώρησαν μετά την προετοιμασία δανεικό για μία σεζόν στη Ρόμα.
Με τους «Ρωμαίους» δεν αγωνίστηκε σε κανένα ματς πρωταθλήματος, παρά μόνο στο Κύπελλο. Επόμενοι σταθμοί του ήταν η Άσκολι (2006-2007), όπου είχε να ανταγωνιστεί τον «γερόλυκο» Ιταλό διεθνή Τζιανλούκα Παλιούκα και η Σιένα (2007-2009), με την οποία δέθηκε περισσότερο απ’ όλες.
Μιλώντας για την ιταλική περιπέτεια, έχει δηλώσει πως «ήταν μια φανταστική εμπειρία. Άλλαξα πολύ σαν άνθρωπος. Ήθελα να πάω στην Ιταλία γιατί έχει την καλύτερη σχολή τερματοφυλάκων. Ήθελα να πάω για να βελτιωθώ. Εκεί κατάλαβα γιατί κάνω σωστά πράγματα και γιατί κάνω λάθη. Το να ξέρεις τι κάνεις σου δίνει μια αίσθηση ανωτερότητας».
Με την καριέρα του να έχει πάρει φθίνουσα πορεία, όντας όμως κατά δήλωσή του καλύτερος τερματοφύλακας από τη μέρα που έφυγε, επέστρεψε στην Ελλάδα το 2009 (για χάρη κυρίως της κόρης του, Ιωάννας). Με τον ΠΑΣ Γιάννινα, που μόλις είχε επιστρέψει στην Α’ Εθνική, γνώρισε την πίκρα του υποβιβασμού. Τη σεζόν 2010-11 υπερασπίστηκε τα δοκάρια του Ηρακλή, πραγματοποιώντας πολύ καλή χρονιά και αναδείχτηκε ο κορυφαίος γκολκίπερ της Super League (το καλοκαίρι του 2010 έκανε θεραπείες στη μέση που τον βοήθησαν σημαντικά). Παρότι ο «Γηραιός» σώθηκε βαθμολογικά, υποβιβάστηκε λόγω ασφαλιστικής ενημερότητας στην Δ’ εθνική και ο «Ελέ» έμεινε ελεύθερος και βρέθηκε και πάλι σε αναζήτηση ομάδας.
Αποχαιρέτησε το ποδοσφαιρικό κοινό με την εξής ανακοίνωση, την Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011: «Ανέκαθεν θεωρούσα την επιλογή της στιγμής που θα βάλει τέλος στην καριέρα του ένας αθλητής πιο σημαντική ακόμα κι απ’ την ίδια του την καριέρα. Στα είκοσι χρόνια επαγγελματικής σταδιοδρομίας προσπάθησα να υπηρετήσω το ποδόσφαιρο με αξιοπρέπεια και με αξιοπρέπεια επιθυμώ να το αποχαιρετήσω. Όσα έγιναν αυτό το καλοκαίρι “κατάφεραν” να παγώσουν ένα μεγάλο κομμάτι απ’ την αγάπη μου γι’ αυτό κι επειδή, παρά τον επαγγελματισμό μου, το συναίσθημα πάντα με καθοδηγούσε, αποφάσισα να κλείσω τον κύκλο μου ως ποδοσφαιριστής. Ότι παραμένει μέσα μου ζωντανό θέλω να το κρατήσω άφθαρτο, ώστε να συνεχίσω να ζω αργότερα στο μαγικό κόσμο των γηπέδων με κάποια άλλη ιδιότητα. Αισθάνομαι ευλογημένος που για είκοσι χρόνια έκανα επάγγελμα το πάθος μου και θα ήθελα να ευχαριστήσω τους περισσότερους από τους συμπαίκτες, προπονητές, προέδρους και γιατρούς, όλους τους φροντιστές και φυσιοθεραπευτές που συνεργάστηκα και φυσικά τον κόσμο που με στήριξε σε όλες μου τις στιγμές. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΟ».