Home >> Sports >> Το φως που καίει

Το φως που καίει

Το απόγευμα της 16ης Ιουλίου 1950 η εθνική ομάδα της Ουρουγουάης επέστρεφε στο ξενοδοχείο της, έχοντας στα χέρια της το παγκόσμιο κύπελλο. Ένα τρόπαιο που ήταν τόσο σίγουρο πως θα κατέληγε στη διοργανώτρια Βραζιλία, που ο πρόεδρος της ΦΙΦΑ και εμπνευστής της διοργάνωσης, Ζυλ Ριμέ, είχε ετοιμάσει από πριν ένα λόγο για να συγχαρεί τους νικητές οικοδεσπότες. Το χαρτί στο οποίο είχε γραφτεί τελικά έμεινε στην τσέπη του Γάλλου, ο οποίος μέσα σε ένα κλίμα πένθους και αναστάτωσης παρέδωσε όπως-όπως, το τρόπαιο στον αρχηγό της Ουρουγουάης, Ομπντούλιο Βαρέλα, και εξαφανίστηκε από το γήπεδο, μαζί με τους δεκάδες χιλιάδες θλιμμένους Βραζιλιάνους.

Το πρωί της 16ης Ιουλίου ο μέσος και αρχηγός της Ουρουγουάης Ομπντούλιο Βαρέλα βγήκε από το ξενοδοχείο και είδε τα πρωτοσέλιδα των Βραζιλιάνικων εφημερίδων που ανακοίνωναν πως η Βραζιλία ήταν ήδη παγκόσμια πρωταθλήτρια. Σύμφωνα με το μύθο και τις διηγήσεις των επόμενων δεκαετιών, αγόρασε όσες εφημερίδες μπορούσε, τις αράδιασε στην τουαλέτα του δωματίου του και φώναξε όλους τους συμπαίκτες του για να κατουρήσουν πάνω τους.

Στο 47ο λεπτό του δεύτερου ημιχρόνου και ενώ η Βραζιλία, που ήθελε απλά μια ισοπαλία για να σηκώσει την κούπα, είχε ήδη ανοίξει το σκορ και πριν προλάβουν καν οι συμπαίκτες του να καταρρεύσουν ηθικά από την αδιανόητη πίεση τόσου κόσμου, o Βαρέλα πήρε τη μπάλα στα χέρια και δημιούργησε μια ολόκληρη ένταση ζητώντας να ακυρωθεί το γκολ ως οφσάιντ. Μετά από μερικά λεπτά διαβουλεύσεων και λογομαχιών και αφού ο ενθουσιασμός όλων είχε καταλαγιάσει και οι κερκίδες είχαν ηρεμήσει προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν γιατί όλος αυτός ο εκνευρισμός που χαλάει τη στιγμή, ο Βαρέλα άφησε επιτέλους τη μπάλα από τα χέρια του και γυρνώντας προς τους συμπαίκτες του, σε μια από τις μεγαλύτερες μικρές στιγμές στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, φώναξε «ωραία, τώρα πάμε να κερδίσουμε»! Τα όσα ακολούθησαν τα ξέρει σχεδόν όλος ο πλανήτης κι ας διαδραματίστηκαν 64 χρόνια πριν…

Το βράδυ εκείνο οι υπεύθυνοι της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Ουρουγουάης, οι ίδιοι άνθρωποι που λίγη ώρα πριν τη σέντρα έλεγαν στα αποδυτήρια πως ο βασικός στόχος ήταν να μη διασυρθούν από τους ανώτερους Βραζιλιάνους και οι οποίοι τελικά κράτησαν τα χρυσά μετάλλια και έδωσαν στους παίκτες ασημένια αντίγραφα, βγήκαν σε ένα καμπαρέ για να γιορτάσουν την τεράστια νίκη. Οι πραγματικοί ήρωες της βραδιάς ξέμειναν στο ξενοδοχείο σχεδόν απένταροι, στήνοντας ένα μικρό γλέντι στα δωμάτια τους με κρύα σάντουιτς και φτηνές μπύρες που αγόρασαν χρησιμοποιώντας τα τελευταία χρήματα που τους είχαν απομείνει.

Ο μοναδικός που έλειπε ήταν ο αρχηγός, ο άνθρωπος που κράτησε όρθιους τους συμπαίκτες του και μετά το 1-0, αυτός που πριν τον αγώνα στα αποδυτήρια-όταν έφυγαν οι άνθρωποι της Ομοσπονδίας-έπειθε τους υπόλοιπους ότι ο στόχος δεν είναι να παραμείνει το σκορ σε λογικά επίπεδα αλλά το κύπελλο και ότι οι 200.000 αντίπαλοι θεατές δεν είναι μέρος και άρα παράγοντας στο χορτάρι.

Μην ακούτε τους δειλούς, ο στόχος μας θα ολοκληρωθεί μόνο όταν γίνουμε πρωταθλητές.

Ουρουγουανός κεντρικός μέσος Ομπντούλιο Βαρέλα (Obdulio Jacinto Muiños Varela), γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1917 στη πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, το Μοντεβιδέο. Ήταν ο αρχηγός της εθνικής ομάδας της Ουρουγουάης που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950, νικώντας τη Βραζιλία στον αποφασιστικό τελευταίο αγώνα της διοργάνωσης, που έπαιξε ρόλο τελικού, επισήμως γνωστό ως Μαρακανάσο (Maracanazo). Είχε το παρατσούκλι «El Negro Jefe» (Ο Μαύρος Αρχηγός), λόγω του σκουρόχρωμου δέρματος του και της επιρροής που ασκούσε στους συμπαίκτες του, εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου, με αποκορύφωμα τον ρόλο που διαδραμάτισε στην απίθανη νίκη επί της Βραζιλίας. Ήταν Αφρο-Ουρουγουανός, με ισπανική και ελληνική καταγωγή. Θεωρούμενος ως ένας από τους Μεγαλύτερους Κλασικούς Κεντρικούς Μέσους Όλων των Εποχών.

Η φυλή των charrúas, ήταν μια από τους πολλούς αυτόχθονες πληθυσμούς της Λατινικής Αμερικής, που βίωσε στο πετσί της τις συνέπειες της συναναστροφής με τους «πολιτισμένους» σφαγείς από την Ευρώπη. Οι καλύβες τους βρίσκονταν κατά μήκος του ποταμού Γκουαρανί στη νότια Βραζιλία, και κυρίως στη σημερινή Ουρουγουάη. Η στρατηγική θέση της Ουρουγουάης έκανε την περιοχή σημείο διένεξης για τους Ίβηρες, ήτοι τους Πορτογαλόφωνους Βραζιλιάνους και τους Ισπανόφωνους Αργεντινούς. Περήφανοι πολεμιστές οι charrúas, αν και χρόνο με το χρόνο ο πληθυσμός τους μειωνόταν δραματικά από τις επιθέσεις των κατακτητών και τις πρωτόγνωρες ασθένειες, φρόντισε να πέσουν δίνοντας τη μάχη τους με τους εισβολείς ως το τέλος. Μέσα από πολλούς και αιματηρούς αγώνες, το υποψήφιο προτεκτοράτο Αργεντινής και Βραζιλίας κατόρθωσε να αποκτήσει την ανεξαρτησία του και να κάνει τα πρώτα του βήματα ως κρατική οντότητα στη Νότια Αμερική.

Οι σύγχρονοι Ουρουγουανοί θεωρούν πως το μαχητικό πνεύμα που κληρονόμησαν από τους ντόπιους ιθαγενείς, η garra charrúa (δύναμη των τσαρούας ελεύθερα), διαπνέει και ευδοκιμεί σε κάθε έκφανση της ζωής τους. Κι όπως έχουν αποδείξει αλλεπάλληλες φορές, το ποδόσφαιρο είναι μια από αυτές. Έχοντας σαρώσει τα πρωταθλήματα Νοτίου Αμερικής (6 κούπες σε 12 τουρνουά) και με τα δύο χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια, το 1924 στο Παρίσι και το 1928 στο Άμστερνταμ, η Ουρουγουάη θεωρείτο τότε η κορυφαία ομάδα στον πλανήτη. Η απόλυτη κυριαρχία των Ουρουγουανών επιβεβαιώθηκε και στο παρθενικό Παγκόσμιο Κύπελλο που διεξήχθη στην πατρίδα τους το 1930, όπου η ίδια φουρνιά αυτών των χαρισματικών παικτών κατέκτησε το πρώτο βαρύτιμο τρόπαιο στην ιστορία νικώντας με 4-2 την Αργεντινή.

«Η garra charrúa είναι η ιδιοσυγκρασία μας. Όλοι οι Ουρουγουανοί το έχουν όχι μόνο οι ποδοσφαιριστές. Πάντοτε σπρώχνουμε τους εαυτούς μας προς το καλύτερο, πάντα θέλουμε να βγαίνουμε πρώτοι. Ανέκαθεν μας άρεσαν οι δύσκολες προκλήσεις και για μας, το ποδόσφαιρο αποτελεί μια δύσκολη πρόκληση».

Ο Ομπντούλιο Βαρέλα ήταν ένα ασθματικό παιδί χωρισμένων γονιών από μια φτωχή συνοικία, που ξεκίνησε να κλοτσάει το τόπι σε διάφορες ομάδες των γειτονιών της ουρουγουάνικης πρωτεύουσας, πριν αποφασίσει να σταματήσει το σχολείο για να ενταχθεί στην Ντεπορτίβο Χουβεντούδ. Εκεί, εμφάνισε άμεσα τα μετέπειτα χαρακτηριστικά στοιχεία του παιχνιδιού του: δύναμη, ενέργεια, οργάνωση του παιχνιδιού από τον χώρο της μεσαίας γραμμής και κυρίως ηγετική παρουσία. Στην άσημη Χουβεντούδ έμεινε για δύο χρόνια όπου και χαλύβδωσε τον αγωνιστικό του χαρακτήρα στα σκληρά ματς των χαμηλών κατηγοριών, πριν ενταχθεί το 1938 στη Μοντεβιδέο Γουόντερερς και κάνει το ντεμπούτο στην πρώτη κατηγορία. Στα 22 του χρόνια φορά για πρώτη φορά τη γαλάζια φανέλα εναντίον της Χιλής (3-2 η «σελέστε») στο Κόπα Αμέρικα του 1939. Τρία χρόνια αργότερα, η Ουρουγουάη φιλοξενεί τη διοργάνωση και κατακτά τον τίτλο με πρωταγωνιστή αυτό τον σκουρόχρωμο νεαρό που είχε ύψος 1.78 και 80 κιλά βάρος. Ώμους μάλλον στενούς, φαρδύ μέτωπο και το κεφάλι πάντα ψηλά.

«Τα μόνα αληθή πράγματα που γράφουν είναι η τιμή και η ημερομηνία». 

Παράλληλα με την οικοδομή, ο Ομπντούλιο ηγείται των επιτυχημένων χρόνων των «αουρινέγκρος», που κατακτούν τον έναν τίτλο πίσω από τον άλλον. Ο Βαρέλα αποκτά μόνιμα το περιβραχιόνιο της Πενιαρόλ και της εθνικής Ουρουγουάης. Ωστόσο, η ανοδική ποδοσφαιρική σταδιοδρομία δεν συνεπάγεται με οικονομική αποκατάσταση καθώς βρισκόμαστε ακόμα στη δεκαετία του 1940 και οι ποδοσφαιριστές της χώρας όμως συνεχίζουν να καρπώνονται ψίχουλα. Μετά από μια νίκη σε ντέρμπι ο πρόεδρος της Πενιαρόλ αποφασίζει να δώσει πριμ 250 πέσος σε όλους και 500 στον Βαρέλα. Οι παίκτες πανηγυρίζουν αλλά ο Ομπντούλιο στέκεται βλοσυρός:

«Δεν έπαιξα περισσότερο ή λιγότερα από τον καθέναν. Αν αξίζω 500 πέσος δώσε σε όλους το ίδιο. Αν αξίζουν εκείνοι 250 τότε αξίζω και γω».

Τελικά πήραν όλοι 500. Οι επαχθείς συνθήκες διαβίωσης (και) των Ουρουγουανών ποδοσφαιριστών σε συνδυασμό με την άρνηση για αναγνώριση του συνδικάτου τους, πυροδοτεί τελικά τη μεγάλη απεργία του 1948/49.

Οι Ουρουγουανοί παίκτες, σκλάβοι των ομάδων τους, ζητούσαν απλά να αναγνωρίσουν τα αφεντικά τους την ύπαρξη του συνδικάτου τους, και το δικαίωμα να υπάρχει. Η απαίτηση ήταν απόλυτα δίκαιη, γι’ αυτό και ο κόσμος στήριζε τους απεργούς, παρόλο που ο καιρός περνούσε, και κάθε Κυριακή δίχως ποδόσφαιρο ήταν αβάσταχτη και βαρετή.  Ήταν αυτή η πρώτη απεργία ποδοσφαιριστών στον κόσμο με σαφή εργασιακά αιτήματα. Οι παίκτες ζητούσαν την δημιουργία ενός ελαχίστου πλαισίου εργατικών δικαιωμάτων για το επάγγελμα του ποδοσφαιριστή. Αναγνώριση του συνδικάτου τους, κατοχυρωμένο βασικό μεροκάματο και ασφάλιση. Η ομοσπονδία και οι σύλλογοι αποφάσισαν να απαγορεύσουν το ποδόσφαιρο στους ποδοσφαιριστές, δεν έκαναν πίσω και περίμεναν να λυγίσουν οι ποδοσφαιριστές από την πείνα. Όμως οι παίκτες ήταν ανένδοτοι. Τους βοήθησε κυρίως ένας λιγομίλητος άνδρας με το παράδειγμά του: ο Ομπντούλιο Βαρέλα, ένας μαύρος παίκτης με φαρδύ μέτωπο, οικοδόμος και σχεδόν αναλφάβητος, που δεν λύγισε από την τιμωρία, και που ανασήκωνε όσους έπεφταν κι εμψύχωνε τους κουρασμένους. Η στάση του αρχηγού της Πενιαρόλ και της εθνικής Ουρουγουάης εκνεύρισε τους παράγοντες και η ομάδα του προσπαθούσε να τον πουλήσει στο εξωτερικό –ανεπιτυχώς- παίρνοντας το ρίσκο να χάσει την ηγετική παρουσία του μέσα στο γήπεδο, προκειμένου να απαλλαγεί από την ενοχλητική στάση του έξω απ‘ αυτό!

Έναν χρόνο αργότερα, η «σελέστε» συμμετέχει στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο μετά τον πόλεμο, που θα γινόταν στη Βραζιλία.  Οι ηγετικές του ικανότητες έλαμψαν στο κρισιμότερο, τελευταίο παιχνίδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950. Ονομάστηκε «Λέων του Μαρακανά», αφού οδήγησε αγέρωχα την Ουρουγουάη στον θρίαμβο! Ήταν από τους βασικούς πρωταγωνιστές και αρχηγός της «σελέστε» στην κατάκτηση του τροπαίου, μέσα στη Βραζιλία, δημιουργώντας το διαβόητο «Maracanaço» (Μαρακανάσο –έχει την έννοια της εθνικής τραγωδίας)!

Το σύστημα διεξαγωγής διαφοροποιήθηκε σε σχέση με τα τρία προηγούμενα Μουντιάλ και το μοντέλο των νοκ-άουτ παιχνιδιών. Οι 16 ομάδες που προβλέπονταν να συμμετάσχουν (τελικά πήγαν 13) θα χωρίζονταν σε τέσσερις ομίλους από ισάριθμες ομάδες, όπου οι πρώτες από κάθε γκρουπ θα περνούσαν στην επόμενη φάση. Εκεί θα έφτιαχναν ένα νέο όμιλο, και πρωταθλήτρια κόσμου θα ανακηρυσσόταν η ομάδα που θα τερμάτιζε στην κορυφή. Συνεπώς δεν θα υπήρχε κανένας τελικός αλλά ένα μίνι πρωτάθλημα. Η Βραζιλία πέρασε πιο δύσκολα απ’ ότι φαινόταν στον τελικό όμιλο, το ίδιο έπραξαν Ισπανία και Σουηδία ενώ η Ουρουγουάη δίνοντας μόνο ένα παιχνίδι (λόγω της απόσυρσης τριών εκ των φιναλίστ) πήρε κι αυτή με τη σειρά της το εισιτήριο για το γκρουπ που θα έβγαζε τον νέο Παγκόσμιο Πρωταθλητή.

Ο Ομπντούλιο Βαρέλα γύρισε μεθυσμένος στο ξενοδοχείο στις 7 το πρωί, προσπαθώντας ακόμα να αποδεχτεί τη θλίψη που είχε προκαλέσει σε εκατομμύρια ανθρώπους («το ήξερα ότι οι άνθρωποι στην Ουρουγουάη εκείνη τη στιγμή θα πανηγύριζαν χαρούμενοι αλλά εγώ δεν ήμουν εκεί, ήμουν στο Ρίο και έβλεπα τη θλίψη εκείνων των ανθρώπων» έλεγε χρόνια μετά). Την επόμενη μέρα η αποστολή επέστρεψε στο Μοντεβίδεο. Στο αεροδρόμιο είχε στηθεί μια φιέστα υποδοχής ενώ για τις επόμενες ημέρες είχαν προγραμματιστεί τιμητικές εκδηλώσεις και συνεντεύξεις με δεκάδες δημοσιογράφους. Ο Ομπντούλιο Βαρέλα δεν εμφανίστηκε σε καμία απ’αυτές, παρ’όλο που το όνομα του ήταν πρώτο σε όλες τις πινακίδες και αφίσες.

Το περιοδικό ‘El Grafico’ της γειτονικής και θεωρητικά ‘εχθρικής’ Αργεντινής έγραψε κάποτε:

«Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν ο Βαρέλα είναι ο καλύτερος Ουρουγουανός παίκτης στην ιστορία, ούτε αν ήταν ένας από τους καλύτερους μέσους όλων των εποχών. Σ’αυτή τη θέση έχουν υπάρξει παίκτες με πολύ καλύτερη τεχνική και παίκτες που ήταν πολύ πιο εγκεφαλικοί. Αλλά κανένας, ούτε στην Ουρουγουάη, ούτε οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, δεν έχει φτάσει στα επίπεδα που έφτασε αυτός σαν ηγέτης, σαν αδιαφιλονίκητος αρχηγός».

Ο Εδούαρδο Γκαλεάνο* έχει τον τελευταίο λόγο:

Το χορτάρι θέριευε στα άδεια γήπεδα.

Οι ποδοσφαιριστές σε εξέγερση: οι Ουραγουανοί παίκτες, σκλάβοι των ομάδων τους, ζητούσαν απλά να αναγνωρίσουν τα αφεντικά τους την ύπαρξη του συνδικάτου τους, και το δικαίωμα να υπάρχει. Η απαίτηση ήταν απόλυτα δίκαιη, γι’ αυτό και ο κόσμος στήριζε τους απεργούς, παρόλο που ο καιρός περνούσε, και κάθε Κυριακή δίχως ποδόσφαιρο ήταν αβάσταχτη και βαρετή.

Τα αφεντικά δεν έκαναν πίσω, και περίμεναν να λυγίσουν οι ποδοσφαιριστές από την πείνα. Όμως οι παίκτες ήταν ανένδοτοι. Τους βοήθησε κυρίως ένας λιγομίλητος άνδρας με το παράδειγμά του : ο Ομπντούλιο Βαρέλα,ένας μαύρος παίκτης με φαρδύ μέτωπο, οικοδόμος και σχεδόν αναλφάβητος, που δεν λύγισε από την τιμωρία, και που ανασήκωνε όσους έπεφταν κι εμψύχωνε τους κουρασμένους.

Ένα χρόνο αργότερα (1950) κέρδισαν το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου. Η Βραζιλία, ο οικοδεσπότης, ήταν το αναμφισβήτητο φαβορί. Είχε νικήσει την Ισπανία με 6-1 και τη Σουηδία με 7-1.

Η ετυμηγορία έλεγε πως η η Ουρουγουάη θα ήταν θύμα που θα θυσιαζόταν στο βωμό του τελικού αγώνα. Κι αυτό συνέβαινε, η Ουρουγουάη έχανε, διακόσες χιλιάδες άτομα ούρλιαζαν στις κερκίδες, όταν ξαφνικά ο Ομπντούλιο, που έπαιζε με πρησμένο αστράγαλο, έσφιξε τα δόντια. Κι εκείνος που ήταν πρωτοστάτης στην απεργία, πρωτοστάτησε πάλι, φέρνοντας μια ανέλπιστη νίκη.

* Καθρέφτες, Μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία, Εδουάρδο Γκαλεάνο, Εκδόσεις Πάπυρος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *