Home >> Αφιέρωμα >> Η πλάνη στην Αντιγόνη

Η πλάνη στην Αντιγόνη

Το 506 π.Χ ο Αναξίμανδρος θεωρεί το άπειρο πρωταρχική ουσία, αθάνατη, άφθαρτη και θεία.

Το 522 π.Χ ο Αναξιμένης θεμελιώνει την προέλευση του κόσμου σε μια μοναδική και άπειρη αρχή, τον αέρα.

Το 508 π.Χ ο Πυθαγόρας στοιχειοθετεί τη μαθηματική ερμηνεία του σύμπαντος.

Το 494 π.Χ ο Ηράκλειτος εισάγει την ιδέα του πολέμου-σύγκρουσης-ως σχέση που απορρέει από την έριδα και την ανάγκη, καθώς και την αρχή της αέναης μεταβολής.

Συνοπτικά θα σημειώναμε πως η ανθρώπινη φύση αποτελείται από τον έρωτα, το θάνατο και την εξουσία. Η αφήγηση, δηλαδή, ο μύθος, είναι κάτι εγγενές.

Η θεατρική προσέγγιση του Θέμη Μουμουλίδη σε μεταφορά και δραματική επεξεργασία και διασκευή της Παναγιώτας Πανταζή κρύβει μια ευχάριστη έκπληξη. Βέβαια, πρωταγωνιστεί η απόφαση της Αντιγόνης να αψηφίσει το νόμο, να θάψει τον αδερφό της και κατά κάποιον τρόπο να συμφιλιωθεί με το νεκρό πατέρα της, τον Οιδίποδα. Ωστόσο, η θεατρική ομάδα έχει τονίσει την ψυχική και ηθική πτώση του Κρέοντα. Αποτυπώνει στο πρόσωπό του, κάθε είδους αυταρχική εξουσία, στο περιβόητο δωμάτιο της εξουσίας, αλλά παράλληλα φέρνει στην επιφάνεια το τίμημα της αλαζονείας, της έπαρσης και της υπεροψίας.

Καντάτα [απόσπασμα]

Σχέδια που εγκαταλείπουμε, αποφάσεις που φοβηθήκαμε να πάρουμε
προσδοκίες των άλλων από μας που τις τροφοδοτήσαμε
κι ας ξέραμε τι επικίνδυνο ήταν.
Δικές μας απαιτήσεις απ’ τους άλλους,
ενώ μαντεύαμε κι εκείνων τη μικρότητα, και τη δική μας
υστεροβουλία.
Άνθρωποι που συναντήσαμε μια νύχτα, μα που το βλέμμα τους
όρισε πια για πάντα τη ζωή μας.
Λόγια που τα προμελετήσαμε, μα που όταν ήρθε η ώρα
δώσαν τη θέση τους σε μια δειλή σιωπή – έρχονται όλα κάποτε,
μαζεμένα, μέσα σε μια στιγμή, εκεί που ανεβαίνεις ανύποπτος μια σκάλα ή απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι ψάχνοντας για το φως,
μονάχος σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο ή μέσα στο πλήθος και τα
φώτα –
πού να πας τότε; πού θα κρυφτείς; Τί την έκανες
την ανεπανάληπτη ζωή σου;

Τάσος Λειβαδίτης, Καντάτα, (1960)

Το πρώτο ράγισμα στο σκληρό προσωπείο του Κρέοντα συμβαίνει όταν αδιαφορεί μπροστά στο αίτημα του γιου του, Αίμωνα, ώστε να συγχωρεθεί η πράξη της Αντιγόνης και να μην θανατωθεί μαζί με την αδερφή της Ισμήνη. Οι δύο νέοι είναι ερωτευμένοι. Ο Αίμων λέει: Πατέρα, η φύση χάρισε στον άνθρωπο μυαλό, ό,τι πολυτιμότερο. Εύχομαι να μην αναγκαστώ ποτέ ούτε να παραδεχτώ ούτε και να σκεφτώ πως έχεις λάθος. Όμως δεν αποκλείεται να βλέπει το σωστό και κάποιος άλλος. Είναι φυσικό, σαν γιος σου που είμαι, για το δικό σου το καλό να τα προσέχω όλα. (…) Μη σκέφτεσαι λοιπόν τόσο απόλυτα, μη θεωρείς ότι έχεις δίκιο εσύ, κι άλλος κανένας. Γιατί όποιος νομίζει πως μόνο αυτός έχει μυαλό, πως μόνο αυτός μπορεί να σκέφτεται και να μιλάει σωστά, αυτόν, άμα τον ψάξεις βαθιά, θα δεις πως είναι κούφιος. Για έναν άνθρωπο και μάλιστα σοφό, δεν είναι υποτιμητικό ν’ακούει τους άλλους, να μαθαίνει, να μη φτάνει στα άκρα.

Μέσα από τα χορικά, η φωνή του λαού προσπαθεί να γλιτώσει την ύστατη στιγμή την κάθοδο στο σπαραγμό. Να πώς: Θεέ μου, βοήθησέ μας. Η πόλη νοσεί. Μολύνθηκε ο αέρας, τα νερά, τα μυαλά των ανθρώπων. Η τρέλα ξεχύνεται στους δρόμους. Έλα, έλα να φέρεις τη λύτρωση. Έλα, μην αργείς, φανερώσου.

Μόλις η Ευρυδίκη, σύζυγος του Κρέοντα, μαθαίνει για την αυτοκτονία του γιου της, ενώ ετοιμάζεται να προσευχηθεί, τρέχει και αυτοκτονεί με μαχαίρι. Αφού, είχε μάθει τι έχει προηγηθεί, φεύγει αμίλητη και πηγαίνει στην αγκαλιά της Περσεφόνης. Τότε, ξεκινά το σπάσιμο του ειδώλου του Κρέοντα και η σφοδρή σύγκρουσή του με το χορό-λαό.

Κρέων: Λάθη ασυγχώρητα, θανάσιμα, αδυσώπητα λάθη, τυφλωμένου μυαλού. Κοιτάξτε μας. Θύτες και θύματα, ίδιο αίμα. Εγώ ο άθλιος και οι άθλιες αποφάσεις μου. Παιδί μου, τόσο νέος, τόσο νωρίς μου χάθηκες. Έσβησες από ένα ολέθριο σφάλμα μου δικό μου, όχι δικό σου.

Χορός: Πολύ αργά είδες το δίκαιο.

Κρέων: Η συμφορά με ορίζει. Είμαι η συμφορά. Ας έρθει κάποιος να μου καρφώσει ένα μαχαίρι στην καρδιά.

Χορός: Όποιος ανυποψίαστος και αλαζών νομίζει ότι όλα του επιτρέπονται, θα ρθει η στιγμή που θα γευτεί την ερημιά του. Γνωρίζεις τώρα ευσέβεια τι σημαίνει…

(…)

Μην εύχεσαι. Κανένας δεν γλιτώνει από τη μοίρα του. Η αλαζονεία, τα μεγάλα λόγια με μεγάλες πληγές πληρώνονται.

Κρέων: Φοβάμαι. Δεν είμαι τίποτα. Είμαι λιγότερο από το τίποτα. Διώξτε με μακριά. Όλα γκρεμίστηκαν μέσα από τα χέρια μου. Τελείωσαν όλα. Είναι πια πολύ αργά.

Γράμματα στον υπόνομο, Τάσου Λειβαδίτη

Οι απελπισμένοι δε φοβούνται τα μεγάλα λόγια

έτσι θα ‘ρθει ο καιρός που θ’ ανοίξω το παράθυρο και θα χαιρετήσω

    τα χαμένα καράβια

«για ποιο ταξίδι ονειρευτό» όπως έλεγε νέος, σχεδόν παιδί, ένας

    φίλος μου ποιητής —

α, ζήσαμε μεγάλα χρόνια, όμως πράγματα ασήμαντα μας πέθαναν

κι αυτό το ωραίο όνειρο μας πήγε τόσο μακριά που δεν

    ξαναβρήκαμε το δρόμο

με τα ρολόγια σταματημένα στη μοναδική ώρα: την ώρα που

    αργήσαμε

κι ο ταχυδρόμος που κουράστηκε κι έριξε όλα τα γράμματα στον

    υπόνομο,

ίσως εκεί να ήταν η απάντηση κι εγώ γιατί δε γυρίζω πίσω, ποιος

    με κρατάει σ’ αυτήν την ηλικία

γράφοντας μακροσκελή ποιήματα σαν παρατεταμένα σινιάλα στην

    υστεροφημία

κι αν φοβάμαι τη νύχτα δεν είναι οι τύψεις ή τα φαντάσματα αλλά

    αυτή η απειλητική ευωδιά των ρόδων που ερημώνει τα

    προάστια —

πρέπει να ‘σαι προικισμένος για τη δυστυχία…

Συλλογή: «ΒΙΟΛΕΤΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ 

ΕΝΟΤΗΤΑ: ΣΚΙΕΣ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΝΑ ΦΩΤΑ», 1985

Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 263

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *