Ταυτίστηκε με τους εθνικούς οι οποίοι γιόρταζαν τη γέννηση του θεού και όχι την κοίμηση. Οι τιμές, τα πρώτα χρόνια, αποδίδονταν το Πάσχα. Αργότερα, τον 14ο αιώνα, από την Αντιόχεια και τους πατέρες της εκκλησίας, μεταφέρθηκε η ιστορική καταγραφή από τον Οκτώβριο στο Δεκέμβρη ώστε να συμπέσει με τον εορτασμό του Διόνυσου, στο νέο ήλιο.
Τα Χριστούγεννα, με το χριστουγεννιάτικο δέντρο αρχίζουν να γιορτάζονται από τον 16ο αιώνα διότι έως τότε, ήταν έθιμο που αφορούσε τους Δρυίδες. Λατρευτικό δρώμενο στα δάση όπου έβγαινε το νέο πνεύμα από τα δέντρα και τη φωταγώγηση του ουρανού. Ο στολισμός αποσκοπούσε στον εξευμενισμό των κακών πνευμάτων. Το 19ο αιώνα, κόβονται τα έλατα από το μεγάλο υψόμετρο και μεταφέρονται στα σπίτια. Όσο πιο ψηλά βρισκόταν το δέντρο τόσο ψηλά έπρεπε να ανυψωθεί το πνεύμα του ανθρώπου, σε συμβολικό επίπεδο. Ήταν η ανύψωση σε άλλο επίπεδο συνειδητότητας μέσω της δωρεάς με κορδέλες, πακετάκια με γλυκίσματα και ρούχα για παιδιά. Άλλωστε, οι θεοί δεν ενηλικιώνονται. Μένουν, πάντοτε, παιδιά. Όπως τα μικρά αγγελάκια που ζωγράφιζε ο Ραφαήλ και συμβόλιζαν τη νεότητα των ψυχών.
Τα γλυκά του δωδεκαήμερου είναι πανάρχαια γλυκά. Το κανονικό σχήμα των μελομακάρονων ήταν ελλειπτικό. Παρόμοιο με την κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο. Στην αρχαιότητα τα έλεγαν πλακούντες. Οι παλιές νοικοκυρές έπαιρναν ένα πιρούνι και έκαναν χιαστί, επάνω στο γλυκό, κάποια σχήματα. Συμβόλιζαν την ολοκλήρωση ενός κύκλου την έναρξη ενός άλλου. Ήταν η προσπάθεια σύλληψης των ευεργετικών ιδιοτήτων του ήλιου. Εξ αυτού του λόγου, τα έφτιαχναν κοντά στο χειμερινό ηλιοστάσιο, 20-22 Δεκεμβρίου. Ο Ιούλιος Καίσαρας καθιέρωσε τη γιορτή προς τιμήν του θεού Ήλιου στις 25/12. Οι πρώτοι χριστιανοί κατέβαιναν στις κατακόμβες και γιόρταζαν τον νέο ήλιο της δικαιοσύνης. Δηλαδή, το Χριστό. Το σκοτάδι σταδιακά ελαττώνεται και αυξάνεται η διάρκεια της ημέρας. Τα μελομακάρονα συνδέονται με το σπασμένο σιτάρι. Ήταν το γεύμα για να ξεκινήσει η νέα ζωή των ανθρώπων που πέθαιναν. Για να δοθεί ώθηση στην ψυχή που έφευγε για άλλους κόσμους. Έσπαγαν το σιτάρι και το ζύμωναν με λάδι, γάλα ή κρασί και το έβαζαν μέλι ή σύκα για να έχει τον απαραίτητο γλυκασμό. Το γλυκό κατάγεται από την αρχαία Ιωνία. Συνοδεύονται με γλυκό κρασί και ξηρούς καρπούς, για τη θεά Δήμητρα.
Ο κουραμπιές ήταν σε σχήμα ημισελήνου. Παρέπεμπε στην ψυχρή πανσέληνο του Δεκεμβρίου. Το έθιμο του παγερού φωτός της σελήνης, στης οποίας το πίσω μέρος ήταν ο τόπος στάθμευσης των ψυχών, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, έως ότου μετενσαρκωθούν. Συμβόλιζε την καλή φροντίδα, την εύνοια των αοράτων δυνάμεων για την καλή ζωή. Το λευκό, καθότι στην αρχαιότητα δεν υπήρχε ζάχαρη άχνη, ήταν αποτέλεσμα ζυμώματος του μπισκότου με γάλα και βούτυρο, τριμμένα αμύγδαλα και καρύδια. Εξάλλου, η αμυγδαλιά ανθίζει μέσα στο καταχείμωνο. Το προοίμιο της νέας ζωής αρκετά πριν εμφανιστούν οι καρποί της άνοιξης. Το χρώμα, παρέπεμπε στο χιόνι και το κρύο, δεδομένου ότι ο Δεκέμβρης είναι ο πρώτος μήνας του χειμώνα.
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του νονού μου, Σταύρου Οικονομίδη.