Σαν αμανές μαντζόρε και μινόρε, από τον Αντώνη Διαμαντίδη Νταλγκά. Σαν αγαπήσω, αγαπώ. Ή σαν έξοδος από τη χώρα της θλίψης με βαλσάκι, καρσιλαμά και αρμόνικα Πολίτικη. Είχε πενταπλή έκταση στην παλέτα των αγγιγμάτων του χεριού και της φωνής του. Τραγούδησε από καλτσονέτες και χασικλίδικα μέχρι άριες, ρεμπέτικα και δημοτικά. Ο Νταλγκάς λόγω ευαισθησίας είχε δυσκολία στην ομιλία.
Το κύριό του όργανο ήταν το μπάντζο. Και όχι το ούτι όπως αναφέρεται σε ιστορικές αναφορές, σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη. Με δάκτυλα στη συρμάτινη κιθάρα, αργότερα, αποκτά και πένα. Ο Καροτσέρης έχει τέσσερα με πέντε θέματα, από τη Ρουμανία έως την Πόλη.
Απτάλικος με ένα τριάρι και το εξάρι να ακολουθεί. Ο Γαλατάς είναι το επίνειο, ο εμπορικός και πολεμικός λιμένας του Πέρα. Πιο πίσω υπάρχουν αποθήκες μεγάλου πλούτου για τις εσωτερικές και εξωτερικές συναλλαγές. Μεταξύ τους ο Κεράτιος Κόλπος. Οι μάγκες είχαν διοριστεί από το Θεοδόσιο και έπαιζαν το σημερινό μπαγλαμά. Το πρωί ψάρευαν στο Βόσπορο ψάλλοντας Όμηρο σε Καλαματιανό ρυθμό. Οι μάγκες, διατηρήθηκαν έως το 19ο αιώνα. Μετέπειτα, μεταφέρθηκαν σε Σύρο και Σμύρνη.
Εδώ χωρίζει το μεγάλο τρίγωνο σε δύο πλευρές. Ένα δύο, ένα δύο τρία, ένα δύο, ένα δύο. Αργιλαμάς. Αίρεση κίνησης και παύσης του σώματος στο εννιάρι.
Αυτός ο μπάλος έχει λιωμένη κίνηση. Μαστιχάτο. Στα Βουρλά, οι προσευχές απευθύνονταν στην Αγία Φωτεινή και την Παναγιά. Ρωμανοβλάχικο χρώμα.
Ο Σκαρβέλης, φεύγει απ’τη ζωή το 1947. Φαίνεται ότι παραχωρεί στο Νταλγκά το παραπάνω ή είχε φτιάξει ένα σκαρίφημα και ο τελευταίος το τελειοποίησε επάνω στη μουσική του γραμμή. Η υπογραφή των πνευματικών δικαιωμάτων είχε για τους αγαπημένους δημιουργούς, ελάχιστη αξία. Δεν διαιρέθηκαν ποτέ.
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, σταμάτησε να τραγουδάει, είχε χρήματα και έτσι δεν πείνασε η οικογένειά του στην Κατοχή. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1944, ο άξονας χάνει τον πόλεμο και οι Ιταλοί καίνε τις μήτρες της Κολούμπια. Σε ηλικία 52 ετών πέθανε γνωρίζοντας, συνειδητά, ότι το σώμα του, όπως και άλλων μελωδών μεταναστών στην Ελλάδα, δηλαδή, ο μετασχηματιστής ισχύος, καιγόταν από την παράδοση σε ξένα συμφέροντα από την κυβέρνηση του Καΐρου.
Στη Σμύρνη παρουσιάζεται λαστιχάτος ρυθμός. Το μυστικό των Ανατολιτών. Κατορθώματα χωρίς επίδειξη. Αφαιρούν τη δύναμή τους στην τελευταία νότα σε αντίθεση με τη δυτική σχολή και κυρίως το Μπετόβεν.
Η γραμμογραφική βελόνα χαράζει ένα μονοπάτι πάνω στον κύλινδρο. Ο λαός κρατούσε ζώσα την πνευματική παράδοση. Δεν υπήρχε μέρος που να γνωρίζει μόνον τα τοπικά τραγούδια. Οι Μικρασιάτες έκαναν ταξίδια για να μοιράσουν τον κοσμοπολιτισμό σε κάθε μέρος του ελληνισμού που είχε αστικό ιστό. Η Πίνδος είναι η μάνα του δημοτικού τραγουδιού, από το 1858 και τον Καρέρ γίνονται συλλογές στίχων.
Με οπερετικό τρόπο σέβεται τα ήθη και την εκφορά από τα δημώδη άσματα. Οι συνθέτες της εποχής ήταν της σειράς του Μάντζαρου. Ο Νταλγκάς είναι το χταπόδι το οποίο αγκαλιάζει όλα τα μέρη. Προσπαθεί να βρει τις ενότητες των κομματιών και να χωθεί μέσα τους. Αργότερα, το ενισχύει ο Μάρκος Βαμβακάρης και το πολλαπλασιάζει, κάνοντάς το πανεθνικό, ο Τσιτσάνης. Η συγκίνηση των ανθρώπων του ανοιχτού πόντου, χρειάζονταν την αρχαία γνώση της μουσικής με τα μικρά τρίχορδα στην τσέπη του ψαρά, του εκτοπισμένου, του φυλακισμένου. Βέβαια, με τις όποιες ιδιοτυπίες τους.
Ήταν καράβι των αδερφών Εμπειρίκων, παραγγελία από το Αμβούργο. Έπειτα, το αντικατέστησε το Πατρίς. Πήγαινε από την Κωνσταντινούπολη, με σταθμό την Ιταλία και τον Πειραιά, στην Αμερική. Ο Νταλγκάς ήταν εκλεκτός και έφτασε, στη Νέα Υόρκη. Τραγούδησε καντάδες με μανδολίνα στα χέρια, καλτσονέτες και άριες. Λόγια πλευρά αλλά και χέρι προς τους ανθρώπους του περιθωρίου.
Ο Νταλγκάς ήταν ένας πρόδρομος. Συνενωτικός άνθρωπος που ήταν ο προάγγελος του σμιξίματος για τη σύγκλυση ενός κόσμου σε στεγνές νότες του ύφους των Μικρασιατών και των ιδιωμάτων της Δύσης, σε μια ενιαία φόρμα.