Η συνάντηση γίνεται στο Γουαγιακίλ. Ανάμεσα στην Καραϊβική θάλασσα και τον Ειρηνικό Ωκεανό ανοίγεται ένα μονοπάτι με αψίδες θριάμβου. Ο στρατηγός Μπολίβαρ έρχεται από τον Βορρά. Ο Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν, ο στρατηγός που διέσχισε την κορδιλιέρα των Άνδεων για να ελευθερώσει τη Χιλή και το Περού, έρχεται από τον Νότο.
Ο Μπολίβαρ μιλάει, του προτείνει.
«Έχω κουραστεί», τον διακόπτει λακωνικά ο Σαν Μαρτίν.
Ο Μπολίβαρ δεν μπορεί να το πιστέψει, ή ίσως να είναι καχύποπτος, γιατί ακόμα δεν γνωρίζει ότι και η δόξα κάποτε κουράζει.
Ο Σαν Μαρτίν πολεμά τριάντα χρόνια τώρα, από το Οράν μέχρι το Μαϊπού. Πολέμησε για την Ισπανία σαν απλός στρατιώτης, και για την Αμερική σαν έμπειρος στρατηγός. Για την Αμερική, αλλά ποτέ εναντίον της Αμερικής: όταν η κυβέρνηση του Μπουένος Άιρες τον διέταξε να εξολοθρεύσει τον ομοσπονδιακό στρατό του Αρτίγκας, ο Σαν Μαρτίν δεν υπάκουσε, και οδήγησε το στρατό του στα βουνά, συνεχίζοντας τον αγώνα για την ανεξαρτησία της Χιλής. Το Μπουένος Άιρες, που δεν συγχωρεί, του αρνείται τώρα το ψωμί και το αλάτι. Ούτε στη Λίμα τον θέλουν. Τον αποκαλούν ο βασιλιάς Χοσέ.
Ο αποχαιρετισμός γίνεται στο Γουαγιακίλ. Ο Σαν Μαρτίν, έμπειρος παίκτης της σκακιέρας, αρνείται να παίξει.
«Έχω κουραστεί να διατάζω», λέει, όμως εκείνο που ακούει ο Μπολίβαρ είναι: «Ή εσύ ή εγώ. Δεν χωράμε και οι δυο.»
Στη συνέχεια υπάρχει χορός και φαγητό. Ο Μπολίβαρ χορεύει στο κέντρο της αίθουσας, περιζήτητος από τις κυρίες. Ο Σαν Μαρτίν ενοχλείται από το θόρυβο. Περασμένα μεσάνυχτα, δίχως ν’ αποχαιρετήσει κανένα, πηγαίνει στην αποβάθρα. Οι αποσκευές του βρίσκονται ήδη πάνω στο πλοίο.
Προστάζει να σηκώσουν άγκυρα. Βηματίζει στο κατάστρωμα με αργά βήματα, παρέα με το σκύλο του και τα κουνούπια. Το πλοίο φεύγει, και ο Σαν Μαρτίν στρέφεται να κοιτάξει τη γη της Αμερικής που ξεμακραίνει, ξεμακραίνει.
Μνήμη της φωτιάς ΙΙ – Τα πρόσωπα και οι μάσκες [18ος – 19ος αιώνας]. Πάπυρος, 2011. Μετάφραση, Ισμήνη Κανσή, σσ. 197-198..