Ο Τζίμης Πανούσης είχε γεννηθεί στις 12 Φεβρουαρίου 1954 στην Αθήνα. Είχε ένα γιο και μια κόρη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 συμμετείχε στην ίδρυση του συγκροτήματος “Μουσικές Ταξιαρχίες” των οποίων ήταν βασικό μέλος, ενώ αργότερα ακολούθησε σόλο καριέρα. Ασχολήθηκε κατά καιρούς με το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, αλλά και την συγγραφή βιβλίων.
Ο Τζίμης Πανούσης ήταν ένας καλλιτέχνης με ιδιόρρυθμο και καυστικό χιούμορ, όμως τα τελευταία χρόνια ξόδεψε το ταλέντο και το λόγο του εξοργίζοντας και τους ψυχραιμότερους. Ο Τζίμης Πανούσης ήταν αναμφισβήτητα ταλαντούχος κι αυτό δύσκολα θα μπορούσε να μην του το αναγνωρίσει κανείς.
Ήταν από τους πρόδρομους στο είδος του stand-up comedy κι είχε κορυφαίες στιγμές σάτιρας: πχ με τον κλασικό ορισμό του κυβερνητικού ανασχηματισμού, όπου άλλαζε θέση στο συγκρότημά του τον ντράμερ με τον κιθαρίστα. Ή όταν σατίριζε τις συναυλίες και την αφιλοκερδή συμμετοχή του Νταλάρα.
https://www.youtube.com/watch?v=20bUL7Zij_Y
Έκανε αξιόλογες μουσικές δουλειές, κυρίως τα πρώτα χρόνια με τις Μουσικές Ταξιαρχίες. Δεν είχε μουσικά “σωστή φωνή”, αλλά μπορούσε να καλύψει το μειονέκτημα με ψυχή, πχ όταν τραγουδούσε “Ο Μπελογιάννης ζει” -που χάρη σε αυτόν το έμαθαν αρκετοί που δε θα το άκουγαν ποτέ διαφορετικά.
Είχε καυστικό στίχο, που έβαζε συχνά κάποιον προβληματισμό: πότε αντιρατσιστικό, με το “είμαι Γυφτάκι στην Πανεπιστημίου”, πότε για το “έθνος [που] προσκυνά σώβρακα και φανέλες” (με τον μακάβρια προφητικό στίχο “στραβάδια απολύομαι” σε 35 χρόνια), πότε για την “Αχ Ευρώπη”, όπου εκφράζει απλοϊκά μια αντι-ΕΟΚ διάθεση, και το “Νεοέλληνα”, όπου στο τέλος του βίντεο-κλιπ παίζει αντίστροφα τις σκηνές από την παράδοση των όπλων στη Βάρκιζα, οι αντάρτες φαίνεται να τα παίρνουν πίσω κι ο Τζιμάκος μας κλείνει πονηρά το μάτι.
Έκανε πετυχημένες εκπομπές λόγου στο ραδιόφωνο, όπως για παράδειγμα το Δεκέμβρη του 08′, μιλώντας για τους μπάτσους που φυλάνε ηρωικά τα σύνορα της πατρίδας μας με τα Εξάρχεια. Όλα αυτά -κατά κανόνα- με χιούμορ, πηγαίο ταλέντο -ακόμα κι αν μας εκνεύριζε ενίοτε με τις μπηχτές και την πολιτική θέση που έπαιρνε- και με μια ιδιαίτερη προσέγγιση που τον καθιέρωσε. Κι εκεί θα σταματούσε η περιγραφή, αν ο Πανούσης σταματούσε την καριέρα του τη δεκαετία του 80′ ή του 90′, μαζί με κάποιες μεταγενέστερες εκλάμψεις του.
https://www.youtube.com/watch?v=bs1LT4HN1S8
Μόνο που δε σταμάτησε τότε. Και θα εθελοτυφλούσε όποιος δεν έβλεπε την άλλη πλευρά του νομίσματος για τον Πανούση. Τον Πανούση που έγινε κι αυτός κομμάτι του συστήματος. Βολεύτηκε κι έβγαλε αρκετά λεφτά, έβρισκε βήμα (και χρήμα) σε ιδιωτικούς σταθμούς επιχειρηματιών και σε μαγαζιά για ζωντανές εμφανίσεις με εισιτήρια και τιμές που βαρούσαν στην τσέπη. Κι αυτό από μόνο του μπορεί να μην είναι κατακριτέο (στον καπιταλισμό ζούμε), αλλά είναι παράδοξο για κάποιον που κατέκρινε άλλους, με παρόμοιο σκεπτικό.
Τον αντιφατικό Πανούση που πήγε να τραγουδήσει σε ένα από τα πρώτα gay-pride αλλά μιλούσε ενάντια στο… “gay κατεστημένο” και τους “κουνιστούς”. Που τραγουδούσε “στης Βουλής τα έδρανα, αχ και εγώ να έκλανα” -που το έγραψε, κατά τραγική ειρωνεία ο μετέπειτα βουλευτής Ψαριανός- αλλά ύστερα από χρόνια είπε πως το κόμμα έχει το κίνημα καθηλωμένο στο 4% -μετρώντας το με καθαρά εκλογικούς όρους!
Τον Πανούση που ξέπλυνε τη Χρυσή Αυγή, όταν έλεγε πως είναι ένα είδος αριστερής Χαμάς και κάνει την κοινωνική πολιτική που θα έπρεπε κανονικά να έχει το ΚΚΕ. Τον Πανούση που έβγαλε μαζί με τον Αγγελάκα τη δική του χυδαία “Κατιούσα” -απλή συνωνυμία με την παραδοσιακή- κερδίζοντας ακόμα και τα εύσημα του φασίστα Τζήμερου, μετά θάνατον, που τον αποχαιρέτησε ποστάροντας αυτό ακριβώς το τραγούδι.
https://www.youtube.com/watch?v=53j6uWV7C6c
Αυτά δεν αναιρούν όσα γράφτηκαν στην αρχή του κειμένου, αλλά δε γίνεται να τα παραβλέψει κανείς, στη λογική “ο νεκρός δεδικαίωται”. Και δεν είναι σεβασμός να κλείνουμε μάτια και αυτιά στην αλήθεια, εξιδανικεύοντας πρόσωπα και καταστάσεις (στη ζωή και στο θάνατο).
Ο Πανούσης των Μουσικών Ταξιαρχιών και των πρώτων χρόνων μπορεί πχ να τραγουδούσε το “βάρα μας Μαλάμη”, αλλά είχε χιούμορ, μια ποιότητα, κι αυτό απέπνεε αν όχι σεβασμό, τουλάχιστον μια αναγνώριση για το ταλέντο του. Σίγουρα υπάρχουν σύντροφοι που θα έλεγαν “μ’ αρέσει στα κρυφά και ο Τζιμάκος” για να παραφράσουμε ένα στίχο από το “Νεο-Έλληνα”.
Ο Τζίμης Πανούσης των πολλών τελευταίων χρόνων, όμως, ήταν ο πρώτος που πουλούσε τον εαυτό του, τον τυποποιούσε και τον σέρβιρε με το κατάλληλο περιτύλιγμα, πασπαλισμένο με κάποιες δάφνες του παρελθόντος του. Δεν ενοχλούσε πια το σύστημα, αλλά αναπαρήγαγε σε μεγάλο βαθμό τα εύκολα κλισέ και την προπαγάνδα του. Και σου έδινε την εντύπωση ότι έβριζε το ΚΚΕ όχι μόνο από άποψη ή για τα βιώματά του, αλλά γιατί αυτό πουλούσε στο κοινό του -και όχι μόνο- και έτσι κέρδιζε επαίνους από πολλές μπάντες.
Πάντα πίστευα και πιστεύω ότι το ευφυές κι ανατρεπτικό χιούμορ είναι πολύ αποτελεσματικό όπλο, όταν στρέφεται κατά της εξουσίας, όποια μορφή κι αν έχει αυτή. Η αποδοχή του «εγκλήματος» και η αναγνώριση του «αδέκαστου» της Δικαιοσύνης – τα καυστικά «εγώ τον σκότωσα» και «η Δικαιοσύνη νίκησε» – του Τζίμη Πανούση είναι ηχηρό ράπισμα στο πρόσωπο μιας εξουσίας, που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παίρνει τη μορφή της εισαγγελικής έδρας, η οποία «διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλον» και ενός δικαστηρίου, που γουρλώνει απειλητικά το ένα μάτι προς τον κατηγορούμενο και κλείνει πονηρά το άλλο προς τον κατήγορο. Ταυτόχρονα, είναι δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο της «μιντιοκρατίας», που δείχνει τη δύναμή της, εξευτελίζοντας τους αδύναμους και συνηγορώντας υπέρ των δυνατών.
Το γεγονός ότι πολλοί άλλοι, που δεν έχουν τις «ευαισθησίες» της «θεούσας» του «ερωτοδικείου», ένιωσαν να προσβάλλονται, επειδή, μαζί με τον «ιδιόμορφο» καλλιτέχνη, στο εδώλιο του κατηγορουμένου, «κάθισε» η ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση και στην εισαγγελική έδρα εκπροσωπήθηκε η λογοκρισία, δεν απασχόλησε καθόλου το δικαστήριο. Το γεγονός, επίσης, ότι αυτοί που πράγματι προσβάλλουν μονίμως το εθνικό σύμβολο της Ελλάδας είναι άλλοι – π.χ., οι σημερινοί κυβερνώντες, που την κατέβασαν την ελληνική σημαία στα Ιμια, κατόπιν απαίτησης των Τούρκων και εντολής του Κλίντον και την υπέστειλαν στη Λάρισα, για να υψώσουν στη θέση της αυτήν του ΝΑΤΟικού στρατηγείου, ή κάποιοι πρόγονοί τους, οι οποίοι την παρέδωσαν στους Γερμανούς κατακτητές – που θα έπρεπε να βρεθούν κάποτε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, δε φαίνεται να ενδιαφέρει τη δικαστική εξουσία.
Όμως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχω είναι να παρεξηγήσει τη στάση μου ο ίδιος ο «Τζιμάκος» και – αν και παραμένω πιστός του σφυροδρέπανου – να με συμπεριλάβει στους φίλους του, τους οποίους περιποιείται δεόντως και, ιδιαιτέρως, στη σάτιρά του. Και τότε «μαύρο φίδι που μ’ έφαγε»…
Η Katyusha
Άλλο τέχνη και άλλο χαβαλές για καταπιεσμένα λυκειόπαιδα. Με άλλα λόγια, καλό είναι η τέχνη να έχει και μια αισθητική, δηλαδή να «παιδεύει» αισθητικά.
Τέχνη που δεν είναι προς όφελος κανενός παρά μόνο αυτής καθ’ αυτής της τέχνης δεν υπάρχει. Υπάρχει η τέχνη που τέθηκε στην υπηρεσία του λαού και δι’ αυτού ανυψώθηκε. Χρειάζονται παραδείγματα; Βάρναλης, Ρίτσος, Μπρεχτ, Σοστακόβιτς, Χικμέτ, Νερούδα. Υπάρχουν εκείνοι που πίστεψαν ότι η τέχνη στέκεται πάνω από τα πολιτικά και κοινωνικά πάθη. Άθελά τους ή και ηθελημένα προσδέθηκαν στο σύστημα και το υπηρέτησαν. Υπάρχουν και εκείνοι που πιστεύουν ότι υπηρετούν την ιστορία και το λαό και δεν βλέπουν ότι το σύστημα τους περιθάλπει με τη στοργή του επειδή κάνουν ακριβώς το αντίθετο.
Ας έρθουμε, λοιπόν, στο προκείμενο… Το «καλλιτεχνικό» πόνημα των Τζίμη Πανούση – Γιάννη Αγγελάκα, με τον εμπνευσμένο τίτλο «Η Katuysha του ΚΚΕ» τέχνη δεν το ονομάζεις, αν δεχθούμε ότι η τέχνη έχει, πρώτα απ’ όλα, αισθητικούς κανόνες. Οργισμένους, πρόχειρα σκαρωμένους στίχους που άλλοτε κολυμπάνε στην εφηβική οργή και άλλοτε στον ξεσαλωμένο χαβαλέ θα βρεις κανείς αρκετούς στο Λύκεια της χώρας. Εκεί είναι η μήτρα των αυριανών καλλιτεχνών. Αλλά όταν τέτοια πονήματα προέρχονται από πενηντάρηδες «γερόλυκους» της ροκ, τότε έχω κάθε λόγο να μιλήσω για καλλιτεχνική «φτώχεια». Οι έφηβοι, δε, που ροκάρουν, μπαίνουν στον κόπο να το κάνουν σκαρώνοντας τη δική τους μουσική…
https://www.youtube.com/watch?v=JdjGY6-taN4
Καλή αντάμωση στην κόλαση -και τα γουναράδικα…