Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη έχει καταγραφεί στη συνείδηση μας ως το απόλυτο ερωτικό ποίημα της σύγχρονής μας ποιητικής παραγωγής. Έχει τις ρίζες του στην αρχετυπική ερωτική ποίηση, που μας μεταφέρει πίσω στο χρόνο ως το Άσμα Ασμάτων. Γράφτηκε ανάμεσα στο 1969 και 1971, την περίοδο κατά την οποία ο ποιητής βρισκόταν στο Παρίσι. Πρόκειται για ποιητική σύνθεση που απευθύνεται σε ένα δεύτερο πρόσωπο, πάντα παρόν στην εξέλιξη του ποιήματος, το οποίο αποτελεί και τον αποδέκτη της ερωτικής παραφοράς, της ενδόμυχης εξομολόγησης του ποιητικού υποκειμένου. Η λογοτεχνική κριτική μιλά για ένα κορίτσι που ενέπνευσε τον Ελύτη, αποτελώντας τη μούσα του Μονογράμματος.
Στο σημείο αυτό, ας δώσουμε το λόγο σε κάποιο παράδοξο συνομιλητή. Ο Σάμουελ Μπέκετ σημειώνει: Aπ’ όλες τις μορφές γέλιου, που σύμφωνα με τις αυστηρές αρχές του όρου δεν είναι γέλιο αλλά μορφές οδυρμού, μόνον σε τρεις, πιστεύω ότι αξίζει ο κόπος να σταθούμε. Την πικρή, την κενή και τη σκοτεινή. Αυτές οι μορφές αντιστοιχούν σε διαδοχικές εκδοχές της διάνοιας και στο πέρασμα από τη μία στην άλλη. Το πέρασμα από τη μικρότερη στη μεγαλύτερη, από την κατώτερη στην ανώτερη, από την εξωτερική στην εσωτερική, από την άγρια στην εκλεπτυσμένη, από την ύλη στο πνεύμα.
Το γέλιο που σήμερα είναι σκοτεινό ήταν κάποτε κενό. Το γέλιο που κάποτε ήταν κενό, πιο πριν πικρό. Το πικρό γέλιο με ό,τι δεν είναι καλό. Αυτό το γέλιο της ηθικής. Το κενό γέλιο γελά με ό,τι δεν είναι αληθινό. Αυτό είναι το πνευματικό γέλιο.
Όμως το σκοτεινό γέλιο είναι το γέλιο των γέλιων, το καθαρό γέλιο, το γέλιο που γελάει με το γέλιο, αυτό που περιφρονεί, που χαιρετά το πιο ευγενές σκέρτσο. Με μία λέξη-και παρακαλώ σιωπή-είναι το γέλιο που γελά με τη δυστυχία.
Πίσω από την έννοια του έρωτα και της παραδοξότητάς του, η οποία εκφράζει το ιδιαίτερο αίσθημα απόγνωσης και εγκατάλειψης του ανθρώπου σε έναν κόσμο τον οποίο αγνοεί, κρύβεται όχι μόνο η έλλειψη πίστης στο Θεό, αλλά και σε κάθετί που θα μπορούσε να δώσει εξήγηση σε ένα πεπρωμένο ακατανόητο. Η ανθρώπινη ύπαρξη θεωρείται ότι είναι μια ανεξήγητη πορεία προς το θάνατο, ότι πριν και μετά από τη ζωή υπάρχει το απόλυτο κενό, έννοια του παράλογου.
Βέβαια, η έννοια αυτή δεν είναι επινόηση του 20ου αιώνα, αφού συναντάται ήδη από την αρχαιότητα. Όμως, έχει τόσο πολύ διαδοθεί κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και τη βλέπουμε να υιοθετείται τόσο συχνά από φιλοσόφους και λογοτέχνες, ώστε πολλοί τη θεωρούν, εσφαλμένα, γέννημα της σύγχρονης εποχής. Μπροστά στο ερωτικό κάλεσμα-το παράδοξο της ύπαρξης, ο άνθρωπος του 20ου αιώνα αισθάνεται μόνος, ξένος, νιώθει φόβο και αγωνία. Ετούτο ο Χάιντεγκερ το ονομάζει Angst. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε αυτό συνέβαλλαν οι μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις, η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη, τα καταστροφικά αποτελέσματα των δύο Παγκόσμιων Πόλεμων, η αποδυνάμωση της θρησκευτικής πίστης και η παράλληλη επικράτηση ματεριαλιστικών αξιών.
Το κορίτσι
Ποιό είναι άραγε το κορίτσι του Μονογράμματος; Υπήρξε πραγματικά; Η μαρτυρία του ίδιου του ποιητή, που επικαλούνται οι σχολιαστές του έργου του που τον γνώριζαν προσωπικά, κάνει λόγο για ένα κορίτσι, που τα αρχικά του ονόματός του αποτύπωσε ο Ελύτης στο εξώφυλλο της πρώτης ήδη έκδοσης του φωτοανατυπωμένου χειρόγραφου του. ΜΚ.
Το κορίτσι είναι το άγγιγμα της ιδέας και η Ποίηση είναι το αρχέτυπο του κοριτσιού. Κορίτσι και Ποίηση συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Αν προσπαθώντας να συλλάβει ο ποιητής την ιδέα την καθαρή και την απόλυτη της Ποίησης χρειάζεται το πρόσωπο, το σώμα, μα περισσότερο το αίσθημα που του χαρίζει ένα κορίτσι, δίπλα του κι η Ποίηση γίνεται το υπέρτατο κράτος μέσα στο οποίο μπορεί να ξεδιπλώνεται ο έρωτάς του, η αφοσίωσή του στο κορίτσι. Ο Ελύτης από το σχέδιο του εξωφύλλου, αρχίζει να μας προϊδεάζει για την αναλογία αυτήν, για την ιδανική αντανάκλαση. Ο ποιητής στο ποίημα αυτό είναι ο δημιουργός και το δημιούργημα. Γεννά και γεννιέται. Ως άλλο κτίστης είναι ο ων και ως άλλο κτίσμα είναι ο γενόμενος. Βγαίνει από τη σάρκα μιας γυναίκας. Την ερωτεύεται και την κοιμάται. Εκείνη τον γεννά και τον καθορίζει, είναι η αρχή και το τέλος του. Και τέτοια δεν μπορεί παρά να είναι μια γυναικεία μορφή που στην Ποίηση ταυτίζεται πότε με τούτη και πότε με κείνη τη γυναίκα-ευτυχισμένη αυτή που εγείρει και ξυπνά τέτοια ευλογημένα κύματα, τέτοια ολοστρόγγυλα λόγια.
Η ιστορία κρατάει από την αρχαιότητα. Η Ποίηση είναι η αιώνια γυναίκα κι ο ποιητής την ερωτεύεται παράφορα. Αποκύημα της σμίξης τους είναι το ποίημα. Στον αιώνα. Τέτοιας λογής δημιούργημα είναι και το Μονόγραμμα. Ξεκινά από τη σάρκινη και ολοζώντανη υπόσταση της γυναίκας που αγάπησε ο ποιητής, του αρυτίδωτου κοριτσιού που μπορεί να αγγίζει και φτάνει να αναληφθεί στην ιδέα που θα βγει έξω κι από την ίδια του την ύπαρξη για να τον περιμένει στο άχρονο μετά κι απ’ τη δική του έξοδο από τη διάσταση ετούτη. Μετά από το χρόνο. Έξω απ’ αυτόν.
Το κορίτσι του ποιήματος αυτού, γεμάτο χυμούς και αρώματα, αγγίγματα, κρυφομιλήματα, σιωπές και ψιθύρους. Μία όπερα της καθημερινότητας λελογισμένη. Έτσι πρέπει να το κοιτάξει ο ποιητής, που να πάρει όλα τα λεπταίσθητα χαρακτηριστικά μιας ύπαρξης τόσο κοντινής, τόσο δικής του. Πρέπει να κρατηθεί από το άκρο αίσθημα ενός πάθους παράφορου που μπαίνει στον αγώνα να το καταδαμάσει. Όλο το Μονόγραμμα γίνεται μια έξοχη αλληγορία. Πάλλεται διαρκώς η ανάγκη για το «σαν», που στην περίπτωση αυτή φτάνει να αναιρείται. Κορίτσι και Ποίηση ταυτίζονται αρμονικά και συνυπάρχουν. Ο Ελύτης μιλά με τη φυσικότητα του ερωτευμένου, με το πάθος του έφηβου αλλά και με την καρτερικότητα και την εγκράτεια του δημιουργού, του απόλυτου κυρίαρχου των εκφραστικών του μέσων.
Το κορίτσι θα είναι πάντα εκεί, όπως η φλογίτσα στο καντηλάκι. Πότε ως σώμα και πότε ως ιδέα. Πάντοτε όμως ως η απόλυτη έκφραση της ποιητικής δημιουργίας.
Παρενθετικά αναφέρουμε [1]ότι μελετώντας την αρχαία ελληνική κοινωνία και τον πολιτισμό της, μας κάνει εντύπωση πόσο δεμένος με τη φύση ήταν ο αρχαίος Έλληνας. Όλες οι πνευματικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, ακόμα και πολιτικές εκδηλώσεις, ήταν συνάρτηση του αδιάκοπου κύκλου της ζωής στη φύση. Οι Έλληνες ήταν αληθινά παιδιά της γης τους, αυτόχθονες με την αρχική σημασία της λέξης.
Ήταν λοιπόν επόμενο να ενδιαφερθούν και να αναζητήσουν να βρουν τα μυστικά του φυσικού κόσμου μέσα στον οποίο ζούσαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα βιβλία των περισσότερων από τους σοφούς του 6ου και των αρχών του 5ου αιώνα έχουν τον τίτλο «περί φύσεως». Η φύση έγινε για τους πρώτους Ίωνες φιλοσόφους αντικείμενο επιστημονικού προβληματισμού, με σκοπό τη βαθύτερη κατανόησή της. Η ίδια η λέξη ετυμολογείται από το ρήμα φύω, δηλαδή γεννώ. Όπως γράφει και ο Αριστοτέλης, «από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με τη φιλοσοφία, οι περισσότεροι θεώρησαν ότι από τη φύση προέρχεται η αρχή όλων» [τῶν δὴ πρώτων φιλοσοφησάντων οἱ πλεῖστοι τὰς ἐν ὕλης εἴδει μόνας ᾠήθησαν ἀρχὰς εἶναι πάντων· Μεταφυσικά 983β.6].
Ο Ηρόδοτος παρατηρεί εύστοχα ότι αυτό που ξεχωρίζει τον Έλληνα από τον βάρβαρο είναι ότι προτιμά τη γνώση από την άλογη πίστη.
Η φιλομάθεια. Η ελευθερία για τον Έλληνα ήταν στενά δεμένη με τη γνώση και την πληροφόρηση. Θεωρούσε αναπαλλοτρίωτο δικαίωμά του τη συμμετοχή του στη γνώση και την πληροφόρηση, ως θεμέλιο της ελευθερίας του. Ο μεγάλος Δημόκριτος ο Αβδηρίτης έδινε τεράστια σημασία στη γνώση. «Προτιμώ να βρω την απόδειξη ενός ζητήματος παρά να ανεβώ στο θρόνο της Περσίας» [ἔλεγε βούλεσθαι μᾶλλον μίαν εὑρεῖν αἰτιολογίαν ἢ τὴν Περσῶν οἱ βασιλείαν γενέσθαι] λέει κάπου, κι αλλού πάλι τονίζει πως «ούτε λόγω σωματικής αλκής ούτε λόγω περιουσίας ευτυχούν οι άνθρωποι, αλλά μόνον όταν έχουν «ορθοφροσύνην και πολυφροσύνην».[οὔτε σώμασιν οὔτε χρήμασιν εὐδαιμονοῦσιν ἄνθρωποι, ἀλλ’ ὀρθοσύνη καὶ πολυφροσύνη].
Η γνώση απελευθερώνει, όχι μόνο από κάθε είδους δεσμά αλλά και από τον φόβο. Είναι γνωστή από τον Πλούταρχο η παρακάτω ιστορία: Το καλοκαίρι του 430 π.Χ., στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Περικλής ετοίμαζε μια ναυτική εκστρατεία, όταν έγινε έκλειψη σελήνης, οιωνός πολύ κακός για τις αντιλήψεις της εποχής. Οι ναύτες με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να αποπλεύσουν. Ο Περικλής, στον οποίον ο στενός φίλος του Αναξαγόρας είχε ερμηνεύσει το φαινόμενο των εκλείψεων, το εξήγησε στους ναύτες, και μάλιστα «πειραματικά»: σκέπασε το φως ενός λύχνου με τον μανδύα του και τους ρώτησε αν αυτή η πράξη του τους φοβίζει. Όταν εκείνοι απάντησαν όχι, τους εξήγησε ότι και η έκλειψη της σελήνης έχει ανάλογη αιτία. Οι ναύτες, λευτερωμένοι από τον φόβο, ξεκίνησαν για την εκστρατεία.
Ο μεγάλος Ιπποκράτης, ο πατέρας της ιατρικής, συνέβαλε πολύ στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τον φόβο, γιατί ξερίζωσε πολλές δεισιδαιμονίες και θρησκοληψίες, δίνοντας επιστημονικές εξηγήσεις σε αρρώστιες και παθήσεις που ως τότε ο κόσμος τις θεωρούσε «ιερές», σαν την επιληψία, ή «κατάρες» των θεών. Στην κατάρα του Άρη, για παράδειγμα αποδιδόταν η θρυλούμενη σεξουαλική ανεπάρκεια και ανικανότητα, που εμφάνιζαν οι Σκύθες σε σύγκριση με τους Έλληνες. Ο Ιπποκράτης την εξήγησε αποδίδοντας την στη συνεχή ιππασία των νομαδικών αυτών λαών και την ταλαιπωρία που προκαλούσε αυτή στα γεννητικά τους όργανα. Οι βασικές αρχές που διέπουν τη φύση. Ουσιαστικά η ελληνική Φιλοσοφία, αυτή η μητέρα όλων των σύγχρονων επιστημών, γεννήθηκε από τον προβληματισμό των Ελλήνων γύρω από τη φύση, και πρώτα πρώτα γύρω από τις βασικές αρχές που τη διέπουν.
Η αρχή της αιτιότητας. «Τίποτα δεν γίνεται άσκοπα, αλλά όλα από κάποιον λόγο και από Ανάγκη».[Οὐδὲν χρῆμα μάτην γίγνεται, ἀλλὰ πάντα ἐκ λόγου τε καὶ ὑπ’ ἀνάγκης]. Το ρητό αυτό, που αποδίδεται στον Λεύκιππο τον Αβδηρίτη, είναι η πρώτη διατύπωση της αρχής της αιτιότητας. Σημαίνει πως κανένα πράγμα δεν γίνεται τυχαία, αλλά όλα έχουν κάποιαν αιτία και υπαγορεύονται από την Ανάγκη.
Οι Έλληνες πολύ νωρίς κατανόησαν πως όλα τα γεγονότα και όλα τα φαινόμενα είναι αποτέλεσμα κάποιας αλληλουχίας, που πολλές φορές δεν είναι άμεσα αντιληπτή αλλά, όταν κατανοηθεί και ερμηνευτεί σωστά, αποδεικνύεται πως είναι αιτιολογημένη και όχι αυθαίρετη.
Αυτή η άποψη αποτέλεσε μεγάλο βήμα για την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι δίδαξαν ότι ο φυσικός κόσμος, μέσα στον οποίο ζει ο άνθρωπος, δεν είναι η σκηνή στην οποία διαδραματίζονται ακατανόητα, αυθαίρετα και αναιτιολόγητα γεγονότα. Δεν κυριαρχείται δηλαδή από σκοτεινές, υπερφυσικές και ανεξέλεγκτες δυνάμεις, αλλά αντίθετα είναι δυνατόν να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί, μόλις εξακριβωθεί η αιτία, ο λόγος, που γεννά τα φαινόμενα αυτά.
Η αποδοχή της αντικειμενικότητας του κόσμου και η αντίληψη πως είναι δυνατή η ορθολογική ερμηνεία του είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, και δεν είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός πως η ελληνική φιλοσοφία αποτέλεσε τον δρόμο από τον οποίο πέρασε υποχρεωτικά η ανθρώπινη σκέψη.
Η κυριαρχία της ανάγκης. Η Ανάγκη, που αναφέρεται στο ρητό του Λεύκιππου ως η αιτία που υπαγορεύει τα πάντα, είναι κατά τους έλληνες διανοητές η υπέρτατη αρχή. Ο Θαλής, όταν ρωτήθηκε ποιο είναι το ισχυρότερο στον κόσμο, απάντησε: «Το ισχυρότερο είναι η Ανάγκη: επικρατεί πάνω σε όλα» [ἰσχυρότατον ἡ άνάγκη, κρατεῖ γὰρ πάντων], ο δε Παρμενίδης ο Ελεάτης δίδασκε ότι «η Ανάγκη κρατεί τα πάντα στα δεσμά των ορίων που αυτή καθορίζει» [κρατερὴ γὰρ Ἀνάγκη πείρατος ἐν δεσμοῖσιν ἔχει].
Η Ανάγκη όμως δεν ήταν για τους Έλληνες κάποιος απόλυτος κυρίαρχος, στον οποίο έπρεπε να υποταχθούν χωρίς συζήτηση. Έτσι την έβλεπαν μόνο οι δούλοι. Οι ελεύθεροι άνθρωποι βλέπανε την Ανάγκη σαν έκφραση του Νόμου.[τοῖς μὲν δούλοις ἡ ἀνάγκη νόμος, τοῖς δὲ ἐλευθέροις ὁ νόμος ἀνάγκη, Δημάδης].
Εξάλλου στον Πιττακό τον Μυτιληναίο αποδίδεται η ρήση: «την Ανάγκη δεν την πολεμούν ούτε οι θεοί» [ἀνάγκᾳ δ’ οὐδὲ θεοὶ μάχονται.] Η αντίληψη αυτή για την υποταγή και των θεών στην Ανάγκη, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές της αρχαίας ελληνικής σκέψης και ίσως μοναδική στην κοσμοαντίληψη του ανθρώπου της αρχαιότητας.
- Η αρχής της αφθαρσίας του φυσικού κόσμου. Πρώτοι οι Ελεάτες φιλόσοφοι διατύπωσαν την άποψη ότι «ο κόσμος είναι αγέννητος, αιώνιος και άφθαρτος» [ἀγένητον καὶ ἀίδιον καὶ ἄφθαρτον τὸν κόσμον, Ξενοφάνης].
Ο Αναξαγόρας το διατυπώνει με μεγαλύτερη σαφήνεια. Κανένα πράγμα δεν δημιουργείται ούτε εξαφανίζεται, αλλά από την ανάμιξη υπαρχόντων πραγμάτων δημιουργούνται νέα, ενώ με τον διαχωρισμό αποσυντίθενται. Έτσι, καλύτερα θα ήταν να λέμε τη γένεση σύνθεση και τη φθορά αποχωρισμό [οὐδὲν γὰρ χρῆμα γίνεται οὐδὲ ἀπόλλυται, ἀλλ’ ἀπὸ ἐόντων χρημάτων συμμίσγεταί τε καὶ διακρίνεται. καὶ οὕτως ἂν ὀρθῶς καλοῖεν τό τε γίνεσθαι συμμίσγεσθαι καὶ τὸ ἀπόλλυσθαι διακρίνεσθαι].
Από τη διατύπωση αυτή του Αναξαγόρα φτάσαμε στο πασίγνωστο ρητό: «Τίποτα δε γίνεται από το μη υπάρχον και τίποτα δεν εκμηδενίζεται» [μηδέν τε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος γίνεσθαι μηδὲ εἰς τὸ μὴ ὂν φθείρεσθαι.], που αποδίδεται στον Δημόκριτο τον Αβδηρίτη.
Λογική συνέπεια της αρχής της αφθαρσίας του υλικού κόσμου είναι αφενός μεν πως είναι αιώνιος, αφετέρου δε πως δεν έχει κάποια αρχή. Άρα ο φυσικός κόσμος δεν δημιουργήθηκε από κανέναν, ποτέ και πουθενά.
Η αρχή της αδιάκοπης μεταβολής. «Τα πάντα προχωρούν (αλλάζουν) και τίποτα δεν παραμένει (σταθερό)»[πάντα χωρεί και ουδέν μένει].
Το πασίγνωστο αυτό ρητό του Ηράκλειτου του Εφέσιου διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Περί φύσεως και διδάσκει την αδιάκοπη αλλαγή και την αιώνια κίνηση των πάντων. Κατά τον Ηράκλειτο ο κόσμος δεν είναι ένα στατικό Είναι αλλά ένα αδιάκοπο Γίγνεσθαι.
Με ένα εξαιρετικής παραστατικότητας παράδειγμα επεξηγούσε αυτή την αλλαγή: «Δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στον ίδιο ποταμό»[δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης] ή, σύμφωνα με μιαν άλλη διατύπωση: «Στον ποταμό δεν γίνεται να μπεις δυο φορές, γιατί σε όλους τους ποταμούς εισέρχονται αδιάκοπα κανούργια νερά» [‘ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ, και: ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ] και ουσιαστικά δεν είναι πια ο ίδιος ποταμός.
Ας σημειωθεί ότι το πασίγνωστο «τα πάντα ρει», που συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου, δεν υπάρχει σε κανένα σωζόμενο απόσπασμα του Εφέσιου σοφού. Οπωσδήποτε θα περιλαμβανόταν στο βιβλίο του, όπως μαρτυρούν πολλοί συγγραφείς, αλλά χάθηκε. Άλλωστε για τον Ηράκλειτο σημασία δεν έχει τόσο η αδιάκοπη αλλαγή όσο η πάλη των αντιθέτων.
Η αρχή της πάλης των αντιθέτων. Πράγματι, κατά τον Ηράκλειτο: «Πρέπει να ξέρουμε πως ο πόλεμος είναι κοινός, πως δικαιοσύνη είναι η έρις και πως όλα γίνονται με την αντίθεση και την υποχρεωτική νομοτέλεια» [εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ’ ἔριν καὶ χρεών].
Λέγοντας πόλεμος εννοούσε τον αγώνα και την πάλη και γενικότερα την κοινή δύναμη που γεννά όλα τα πράγματα. Κατά τον Ηράκλειτο ο κόσμος βρίσκεται συνεχώς σε αδιάκοπη σύρραξη, από την οποία νέες καταστάσεις δημιουργούνται και παλιές εξαφανίζονται, κι αυτό ισχύει τόσο για τη φύση όσο και για την κοινωνία, και γι΄ αυτό αιτία των πάντων είναι ο πόλεμος [πόλεμος πάντων πατήρ]. Αλλά από τον πόλεμο αυτόν, από την πάλη των αντιθέτων, προκύπτει καινούργια αρμονία: «από τις διαφορές γεννιέται η καλύτερη αρμονία» [ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν] και για τον λόγο αυτόν «οι αντιθέσεις συμφέρουν» [τὸ ἀντίξουν συμφέρον].
Ο ίδιος δίδασκε πως η θάλασσα μπορεί να ’ναι ταυτόχρονα και σωτήρια και ολέθρια: για τα ψάρια το νερό της είναι πόσιμο και ωφέλιμο, για τους ανθρώπους μη πόσιμο και βλαβερό, ή πως η κίνηση του κοχλία με τον οποίον πίεζαν τα υφάσματα στο βαφείο είναι ταυτόχρονα ελικοειδής και ευθεία, για να καταλήξει πως η κρυμμένη μέσα στις διάφορες καταστάσεις και πολλές φορές «η αφανής –η μη άμεσα αντιληπτή– αρμονία είναι ισχυρότερη από τη φανερή –αυτήν που φαίνεται επιφανειακά» [ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων].
Οι πρώτοι Ίωνες φιλόσοφοι, παράλληλα με τις βασικές αρχές που διέπουν τη φύση, αναζητούσαν να βρουν τη βαθύτερη ουσία και δομή του κόσμου. Το πρωταρχικό στοιχείο του κόσμου, που κατά τον Θαλή ήταν το νερό, κατά τον Αναξίμανδρο το άπειρο, κατά τον Αναξιμένη ο αέρας και κατά τον Ηράκλειτο το πυρ. Ανεξάρτητα από την απλοϊκότητα των πρωταρχικών ουσιών που πρότειναν, η μεγάλη τους κατάκτηση είναι ότι για πρώτη φορά διατυπώσανε την αρχή του φιλοσοφικού μονισμού. Δεν είναι πια από τη μια μεριά η ανοργάνωτη και παθητική ύλη και από την άλλη κάποιο υπερφυσικό πνεύμα, μια εξώκοσμη δύναμη, που επεμβαίνει και δημιουργεί από αυτήν τον κόσμο, αλλά μία και μόνη ουσία, που αυτοοργανώνεται.
Από την πρωταρχική γενεσιουργό αυτή ουσία θα φτάσουμε στα άτομα του Δημοκρίτου και στα στοιχεία του Εμπεδοκλή, δηλαδή σε αντιλήψεις για τη δομή της ύλης, πολύ προωθημένες για την εποχή τους και σχεδόν σύγχρονες.
Η δομή των υλικών σωμάτων. Η ασυνεχής δομή και η σύσταση των υλικών σωμάτων από μικρότερα σωματίδια διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Δημόκριτο τον Αβδηρίτη: «η αρχή όλων είναι τα άτομα και το κενό: όλα τα άλλα συνεπάγονται» [ ἀρχὰς εἶναι τῶν ὅλων ἀτόμους καὶ κενόν, τὰ δ’ ἄλλα πάντα νενομίσθαι.].
Τα άτομα είναι άφθαρτα, αιώνια, αγέννητα, συμπαγή και αδιαίρετα, άτμητα, εξ ου και η ονομασία τους. Γεννήθηκαν αυτόματα και τυχαία και διαφέρουν το ένα από το άλλο ως προς το σχήμα, το μέγεθος και την κατάστασή τους. Διατάσσονται και συνδυάζονται μεταξύ τους κατά πολλούς τρόπους, και από τον συνδυασμό τους αυτόν δημιουργούνται τα διάφορα φυσικά σώματα και καθορίζονται οι ιδιότητές τους. Συνεπώς «κατά σύμβαση είναι κάτι ψυχρό ή θερμό, πραγματικά είναι μόνο τα άτομα και το κενό» [νόμῳ θερμόν, νόμῳ ψυχρόν, ἐτεῇ δὲ ἄτομα καὶ κενόν].
Φυσικά, με βάση τις σημερινές γνώσεις μας τα άτομα του Δημοκρίτου «αιώνια, άφθαρτα, συμπαγή και αδιαίρετα», είναι περισσότερο μεταφυσικές κατασκευές παρά διαλεκτικές οντότητες. Αυτό όμως δεν μειώνει σε τίποτα το μεγαλοφυές της σύλληψης μιας παρόμοιας ιδέας.
Το κενό είναι η δεύτερη μετά τα άτομα οντότητα του κόσμου, όχι κατώτερη από αυτά. Περιβάλλει τα άτομα και γεμίζει τα διάκενα μεταξύ των και είναι αλληλένδετο μαζί τους. Το κενό του Δημοκρίτου θα μπορούσε κανείς να το παραβάλει με το πεδίο της σύγχρονης φυσικής, μολονότι η έννοια του πεδίου βρισκόταν έξω από τις νοητικές δυνατότητες της εποχής του.
Η κίνηση είναι το τρίτο χαρακτηριστικό μέγεθος του κόσμου. Η κίνηση είναι σύμφυτη με τα άτομα, τα οποία κινούνται διαρκώς και συγκρούονται μεταξύ τους. Από τις συγκρούσεις αυτές τα άτομα με όμοιο σχήμα συμπλέκονται μεταξύ τους, και εκείνα με διαφορετικό απωθούνται. Η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ατόμων έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μαζών που βρίσκονται σε περιδίνηση. Έτσι δημιουργήθηκαν όλα τα στερεά, υγρά και αέρια σώματα, καθώς και η γη και τα ουράνια σώματα.
Η προέλευση του κόσμου. Από τις πρώτες ακόμα μυθολογικές θεογονίες των Ελλήνων, ο Κόσμος δεν εμφανίζεται ως δημιούργημα κάποιας υπερφυσικής δύναμης, αλλά αποτέλεσμα της αυτοοργάνωσης αδιαμόρφωτων ουσιών, που γέμιζαν τον χώρο, όπως το Χάος, ο Ωκεανός κ.ά. Αυτή η απουσία από την κοσμογονία κάποιας θεϊκής επέμβασης αποτελεί, απ’ όσο ξέρω, μοναδική περίπτωση στην ιστορία των θρησκειών. Είναι χαρακτηριστικό πως οι Έλληνες της κλασικής αρχαιότητας ουδέποτε χρησιμοποίησαν τους όρους «κτίσις» ή «πλάσις», γιατί δεν πίστευαν πως κάποιος έχτισε ή έπλασε την οικουμένη, αλλά τον όρο Κόσμος, που θα πει: στολίδι, για την ομορφιά, την τάξη και την αρμονία της.
Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, ο βαθυστόχαστος θεμελιωτής της Διαλεκτικής, το λέει καθαρά: «αυτόν τον κόσμο κι όλα όσα είναι σ’ αυτόν, ούτε κανείς θεός ούτε κανείς άνθρωπος έπλασε, αλλά ήταν και είναι πάντα αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει και σβήνει σύμφωνα με νόμους» [Κόσμον τὸν αὐτὸν πάντων οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ’ ἦν αἰεὶ καὶ ἔστι καὶ ἔσται, πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα].
Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη είναι ένα έργο απολογισμού, αναμέτρησης με το παρελθόν και την ίδια στιγμή ένα ποιητικό μανιφέστο, ένα δημιουργικό άνοιγμα βίαιο κι ορμητικό στο μέλλον. Προϋποθέτει γενναιότητα, ψυχικά και ποιητικά αποθέματα, ωριμότητα στοχασμού και έκφρασης, μα την ίδια στιγμή ελευθερία και τόλμη, νεανικό σφρίγος. Αυτά τα στοιχεία τα διαθέτει ο ποιητής στην καμπή της ποιητικής του πορείας. Στα εξήντα του χρόνια αισθάνεται την ανάγκη να εξομολογηθεί απερίφραστα, ολοκληρωμένα τον απόλυτο έρωτα του για την Ποίηση.
Ο Ελύτης παραδόθηκε σ’ αυτήν την εξομολόγηση όσο και στην Ποίηση. Ερωτεύτηκε την ιδέα της όσο και την ιδέα της δημιουργίας. Ένα συναίσθημα ηφαιστειακό. Ακαριαίο και κοσμογονικό. Η ώρα αυτή του απολογισμού και της εξομολόγησης, σαν ώρα πριν από θάνατο, είναι ώρα απόλυτης αλήθειας κι απελευθέρωσης. Είναι ώρα που μαζί σου πεθαίνει κι ο φόβος. Μπροστά σου ξανανοίγεται ολόκληρος ωκεανός να τον ταξιδέψεις. Ο ποιητής μέσω αυτής της διαδικασίας αναβαπτίζεται. Γίνεται ξανά ένας έφηβος με τη γεύση του άγουρου στα χείλη. Ο Ελύτης αναπνέει μέσα από φθόγγους, κινείται ανάμεσα σε συλλαβές και γεννά μέσα από λέξεις οράματα συμπαντικά. Το σύμπαν αποπειράται να αποκρυσταλλώσει. Μια φορά και για πάντα.
Ο ποιητής γράφει Το Μονόγραμμα την ίδια περίπου περίοδο με Τα ρω του έρωτα, ποιήματα ερωτικά, απολογιστικά αλλά και με σκεπτικισμό και λεπτή ειρωνεία. Η κύρια διαφορά ανάμεσα στα δύο έργα είναι ότι Τα ρω του έρωτα περιλαμβάνουν ποιήματα πιο γήινα, πιο ανθρώπινα, καταγράφουν τον έρωτα προς τη γυναίκα, προς τη ζωή, προς τα ίδια τα πράγματα, σε αντίθεση με Το Μονόγραμμα που είναι ένα έργο μεταφυσικής, όχι με την έννοια του απόκοσμου και ανεξήγητου, αλλά με την έννοια του υπερκόσμιου και υπερβατικού.
Η αγαπητική σχέση, η σχέση που τον καθόρισε ως άνθρωπο και τον προσδιόρισε ως ποιητή, ξεδιπλώνεται στην απόλυτη απλότητα και γι’ αυτό σε άκρα αποκαλυπτικότητα. Η δομική οργάνωση του Μονογράμματος είναι εντυπωσιακή. Επισφραγίζει όλη την προεργασία που έχει κάνει ο Ελύτης στον τομέα αυτόν. Τελικά η οργανωτική τάση και η δομή τού έργου του Ελύτη αναδεικνύονται σε όριο, σε λεπτή διαχωριστική γραμμή που θα τον προφυλάξει από το να πελαγοδρομήσει και κατ’ ουσία να καταποντιστεί στο ανεξέλεγκτο συναίσθημα.
Το Μονόγραμμα αποτελεί την επισφράγιση της σχέσης του Ελύτη με την Ποίηση. Με την ωριμότητα. Μετά από διακονία τεσσάρων και πλέον δεκαετιών στον ποιητικό μοναχισμό ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να νομιμοποιήσει αυτή τη σχέση στη σφαίρα της ποιητικής μεταφυσικής, του ποιητικού στερεώματος που ξεκινά από την προσωπική του μυθολογία και καταλήγει σε αυτήν. Αδιάφορο αν αφορμή υπήρξε ένας έρωτας για κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Άλλωστε πότε ζωή και τέχνη δεν αντιμετωπίζονται αξεδιάλυτα; Ο έρωτας ανυψώνεται σε έρωτα ιδέας, δηλαδή σε συναίσθημα απόλυτο και άχρονο.
Σφραγίδα είναι η εναρκτήρια φράση «Θα πενθώ πάντα-μ’ ακούς; – για σένα, μόνος, στον Παράδεισο». Σφραγίδα όχι μόνο της αγαπητικής σχέσης τού ποιητή με το αντικείμενο που πόθου και δράσης του, αλλά και του ίδιου του έργου. Ο αριθμός των στίχων κάθε ενότητας ανεβαίνει από τους επτά της πρώτης, ακολουθώντας τη λογική των πολλαπλάσιων του επτά, μέχρι το σαράντα εννέα, για να κατέβει πάλι στην τελευταία μέχρι το επτά (7,21,35,49,35,21,7). Έτσι επιτυγχάνεται και δομικά και οπτικά η αποκρυστάλλωση της δραματικής κορύφωσης, της δέσης και της λύσης, της ανόδου και της πτώσης, της έκρηξης και της λύτρωσης.
Η σφραγίδα αυτή μέσα από το Μονόγραμμα στιγματίζει τον ίδιο αλλά και την Ποίηση. Ο Ελύτης έχει κατακτήσει πλέον την εσωτερική ελευθερία, την ποιητική ελευθερία, να μπορεί να πιστεύει ότι η σχέση του είναι μοναδική, αμετάκλητη, και το χάραγμα αμοιβαίο. Η Ποίηση τον έχει σημαδέψει και αυτός αφήνει πάνω της τα ίχνη του στον αιώνα. Η σχέση αυτή φτιάχνει από μόνη της μιαν αιωνιότητα. Το άπειρο μέσα στο ελάχιστο. Ένα μόνο γράμμα. Μονόγραμμα.
Κάθε ποιητής γράφει για να χτίσει απαρχής ένα σύμπαν, να μπει και να το κατοικήσει. Στο σύμπαν αυτό δεν υπάρχει κανείς άλλος, παρά μονάχα ο ποιητής και η Ποίηση. Όσοι το προσεγγίζουν είναι επήλυδες που ευλογούνται να κοινωνήσουν αυτή την ιερή, την αμόλυντη σχέση, την καθαγιασμένη, που απλώνεται από την ύβρη της αλαζονείας μέχρι την εξιλέωση της άκρας ταπείνωσης. Κραταιός, κυρίαρχος ο ποιητής, ένας θεός, μόνος μέσα στην Ποίηση, καθορίζων και καθοριζόμενος. Ο καινός και ο από πάντα. Φέρει μέσα στα κύτταρά του τις μνήμες του ποιητικού λόγου από τον καιρό της πρώτης ποιητικής αναπνοής. Ερωτεύεται την Ποίηση και την κοιμάται, έχει την ορμή του εφήβου, το πάθος αγριμιού και τη λαχτάρα του ερωτευμένου.
Η ζωή του και η Ποίηση πορεύονται παράλληλα, ολοκληρώνονται μαζί, διαγράφουν τον κύκλο τους. Μα έξαφνα ο ποιητής συνειδητοποιεί το τραύμα των ασύμπτωτων κύκλων. Ο κύκλος της ζωής είναι πεπερασμένος. Έχει αρχή και τέλος ορατό. Αναμενόμενο. Ο κύκλος της Ποίησης, όμως, είναι ίδιος με τη σκέψη. Έχει μόνο αρχή. Σαν την μεγάλη έκρηξη. Ύστερα διαστέλλεται αέναα, υπερκαλύπτοντας όλους τους άλλους υπάλληλους κύκλους της ζωής των ποιητών. Ο κύκλος της ζωής κλείνει κι αφήνει πίσω του τον ατέλειωτο κύκλο της Ποίησης να εξακολουθεί ολοένα να ανοίγει με δύναμή της την ορμή των ποιητών που πια έχουν φύγει.
Η Ποίηση είναι αδυσώπητη. Αφαιμάσσει τον ποιητή, του ζητά να της δοθεί ολοκληρωτικά, ενώ εκείνη δεν του δίνεται ποτέ. Του δίνεται ατόφια, όχι όμως ακέραιη. Στη συνέχεια τον αφήνει να φύγει και στρέφεται σ’ έναν άλλο, καινούργιο, νέο, με γλώσσα σφριγηλή και πάθος ανεκπλήρωτο. Ο ποιητής στην απέναντι πλευρά, όσα της έδωσε, τα αφήνει πίσω, για να τα έχει αυτή, να τα καρπώνεται και να προχωράει. Προκειμένου να τα χαρίσει στους επόμενους, ώσπου να τους αναστήσει, κι ύστερα να ζητά κι απ’ αυτούς το όλον, δίχως αντιγύρισμα κανένα.
Ο Ελύτης συνειδητοποιεί τη διάσταση του εκπεσόντος ή καλύτερα του μετέωρου άγγελου που είναι πάντα ο ποιητής. Βιώνει το απόλυτο δόσιμο, το ανανταπόδοτο. Φεύγει. Μόνος, θα πενθεί γι’ αυτήν, στον Παράδεισο. Όσο ζει, όσο ποιητικά δημιουργεί, έχει φτιάξει έναν περίκλειστο Παράδεισο και μέσα εκεί βιώνει την Ποίησή του, ενώνεται μαζί της και την ομολογεί. Αυτόν τον Παράδεισο θα τον πάρει μαζί του φεύγοντας. Είναι το κομμάτι εκείνο της δημιουργίας που απογυμνώνει τον ποιητή, αλλά και όπου μέσα του του ξεγυμνώνεται κι η ίδια. Έτσι γυμνή κανείς άλλος δεν μπορεί να την αντικρίσει έξω απ’ αυτόν. Είναι το μέρος της απόλυτης σιωπής. Αυτό το παίρνει μαζί του ο ποιητής φεύγοντας για την παντοτινή σιωπή. Στον Παράδεισο.
Ένα νησί μέσα σ’ αυτόν τον Παράδεισο αρκεί να διαφυλάξει, σαν κιβωτός, όσα γέννησε ή αναγέννησε ποιητικά ο στοχασμός του ποιητή. Είναι ένα νησί ασύλληπτο, χωρίς συντεταγμένες στο χάρτη. Ο ποιητής το έχει χαράξει μονάχα με το νου. Η έλευση του νέου ποιητή, του αεί ερχόμενου, είναι αμετάκλητη. Τόσο βέβαιη όσο κι η ίδια η Ποίηση
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Ο ποιητής και η Ποίηση θα ενωθούν για να στρώσουν το δρόμο στο επέκεινα. Η ένωση θα διασφαλίσει στην Ποίηση τη συνέχεια και στον ποιητή τη διάχυσή του στο μέλλον.
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου
Ο Ελύτης πενθεί. Όχι για τη ζωή που πέρασε. Όχι για τη ζωή που απομένει να περάσει. Πενθεί για τον αμετάκλητο αποχωρισμό από την Ποίηση. Το πένθος αυτό είναι απόλυτα προσωπικό, είναι ατομικό. Είναι το τίμημα της σχέσης του μαζί της. Η ένωση που μοιραία οδηγεί στην απώλεια. Κανείς άλλος δεν μπορεί να καταλάβει τι έχει και τι πρόκειται να χάσει, παρά μονάχα ο ίδιος ο ποιητής. Ολόκληρο τον κόσμο.
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος
Σχεδόν μέσω αποκάλυψης. Η Ποίηση του δόθηκε, του φανερώθηκε κι αυτός ευτύχησε να την αντικρίσει, να ενωθεί μαζί της και μέσα από αυτό το σμίξιμο του φανερώθηκε όλος ο κόσμος. Όχι μονάχα ο κόσμος ο αισθητός. Αλλά και ο ένδον κόσμος, ο ποιητικός, ο υπερούσιος. Αυτόν τον υπερούσιο κόσμο πρέπει να δεχτεί να τον αποχωριστεί. Για πάντα.