Η υπερατλαντική, μαζική, μετανάστευση των Ελλήνων στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ξεκίνησε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Κυρίως, λόγω προβλημάτων στη γεωργική παραγωγή. Μέχρι τότε, οι επιλογές βρίσκονταν εντός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή σε περιοχές της Βαλκανικής. Στην αρχή, η αναχώρηση γινόταν μέσω ευρωπαϊκών λιμανιών. Το 1902, ξεκίνησαν δρομολόγια από Πάτρα και Καλαμάτα και το ταξίδι διαρκούσε 20 μέρες. Οι περισσότεροι Έλληνες αναζήτησαν εργασία στη βιομηχανία, τις κατασκευές, σαν πλανόδιοι πωλητές θεωρώντας ότι θα ήταν σύντομη η παραμονή τους εκεί. Όταν αντιλήφθηκαν την πραγματική κατάσταση, περίπου τη δεκαετία του 1920, απέκτησαν και αμερικανική υπηκοότητα και άρχισαν να οργανώνονται με βάση τον τόπο απ’όπου είχαν μεταναστεύσει και προχώρησαν στην έκδοση εφημερίδων. Το δεύτερο κύμα ξεκίνησε με τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Προς την Αμερική, τον Καναδά αλλά και την Αυστραλία. Το 2000, στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καταγραφεί 1.153.300 κάτοικοι εκ των οποίων, τουλάχιστον, ο ένας γονέας ήταν Έλληνας.
Το φαινόμενο της ελληνικής διασποράς, μοναδικό σε παγκόσμια κλίμακα ως προς τις διαστάσεις του, επηρέασε καθοριστικά την πορεία της Ελλάδας. Από το 1893, με ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς, άρχισε η μεγάλη μετανάστευση προς τις ΗΠΑ. Το 1924 εφαρμόστηκε ο μεταναστευτικός νόμος που όριζε ελεγχόμενο αριθμό εισόδου πολιτών από κάθε χώρα. Μεταξύ των δύο χρονικών περιόδων υπολογίζεται ότι μισό εκατομμύριο Έλληνες εγκατέλειψαν την πατρίδα. Το τέλος του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ου ήταν οι δυσκολότερες και οι πιο οδυνηρές περίοδοι για τη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας. Οικονομικά προβλήματα από την κρίση του σταφιδικού ζητήματος προκάλεσαν την πτώχευση του 1893 και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Δημιουργήθηκε μια εκρηκτική συνθήκη απόγνωσης για τους αγρότες, σε συνδυασμό με την ήττα από τους Τούρκους, το 1897. Μαζί, εντάθηκε και η έξαρση της ληστοκρατίας. Ο αγρότης του Μοριά ήταν ξυπόλητος, γυμνός, κουρελής, ατροφικός. Το κρέας δεν το δοκίμαζε παρά μόνο δύο φορές το χρόνο. Το κρεμμύδι, η μπομπότα και η ελιά ήταν το μόνιμο φαγητό του. Τον καρπό που έφτυνε αίμα για να τον μαζέψει, τού τον έπαιρναν οι τοκογλύφοι, οι έμποροι και οι άλλοι εκμεταλλευτές του. Σχολεία δεν υπήρχαν. Γράμματα δεν μάθαινε. Ζούσε σε τρώγλες. Εξαιτίας αυτών, μόλις άνοιξε της Αμερικής ο δρόμος, εκπατριζόταν. Η μετανάστευση ήταν η μόνη σανίδα σωτηρίας όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος στην Ιστορία του Αγροτικού Κινήματος, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973.
Ο Τάσος Βουρνάς γράφει ότι μετά τον πόλεμο του 1897, η ληστεία φουντώνει και πάλι σε απίστευτο βαθμό. Το 1899 στην Ελλάδα υπήρχαν 12.880 ληστές. Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης και η κυβέρνησή του, για να υπάρξει αποσυμφόρηση, ενίσχυσε, σιωπηλά, τη μετανάστευση των ληστών στην Αμερική. Το μέτρο σημείωσε επιτυχία. Αλλά, μαζί τους έφευγαν από άντρες μέχρι ανήλικα-χωρίς τις οικογένειές τους παιδιά- στις καλύτερες παραγωγικές ηλικίες. Αρκετοί μικροκτηματίες υποθήκευσαν τα κτήματά τους προκειμένου να ανταποκριθούν στην εξασφάλιση που απαιτούσαν οι πράκτορες των ακτοπλοϊκών εταιρειών ή οι τοκογλύφοι για να καλύψουν με δάνειο τα έξοδα του ταξιδιού. Οι άποροι δεσμεύονταν με δουλεμπορικά συμβόλαια εργασίας, τα γνωστά Κοντράτα, όπου ως σκλάβοι θα περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους για να ξεπληρώσουν τα ναύλα τους στους σιδηροδρόμους ή τα ορυχεία. Με το πέρασμα του χρόνου θα αμβλυνθεί η τάση για οργάνωση των Ελλήνων με κριτήριο της τοπική προέλευση και θα τον διαδεχθεί η επαγγελματική τους ιδιότητα. Στην Ελλάδα του 1948, μέρος από τις συνέπειες των ανωτέρω και των ναζί τα δεινά, συνεχίζει να αφηγείται ο Αλέκος Σακελλάριος στο τρίτο μέρος του αφιερώματος της σελίδας, OOTB.gr, σε εκείνον!
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ (β)
Όταν αρχίσαμε τις προετοιμασίες για το γύρισμα της ταινίας διαπιστώσαμε με φρίκη ότι μας λείπανε οι… Γερμανοί. O κινηματογράφος, δεν ήταν όπως το θέατρο, που δυο βουβά πρόσωπα ντυμένα με γερμανικές στολές, ήταν αρκετά για να καλύψουν αυτή την ανάγκη. Το σενάριο, που είχαμε γράψει ο Χρήστος Γιαννακόπουλος και εγώ, προέβλεπε στρατιώτες, αξιωματικούς, Ες-Ες, φυλακές με Γερμανούς δεσμοφύλακες, ένα σωρό κόσμο, τέλος πάντων, που εκτός των άλλων, θα έπρεπε να μιλάνε και γερμανικά. Κι όσο για τις στολές, το αποφασίσαμε το έξοδο. Θα τις ράβαμε μόνοι μας. Ποιοι θα τις φορούσανε όμως; Θα έπρεπε να ήτανε νέα παιδιά, ξανθά κατά προτίμηση, που απαραιτήτως θα έπρεπε να μπορούν να προφέρουν σωστά τις γερμανικές φράσεις, που είχαμε βάλει στο σενάριο. Κι επειδή δε βρήκαμε άλλη λύση, καταφύγαμε στις μικρές αγγελίες των εφημερίδων. «Ζητούνται νέοι έτσι κι έτσι… που να ξέρουν και λίγα γερμανικά».
Μόλις δημοσιεύτηκε η αγγελία, έπηξε η οδός Στουρνάρα. Ουρές οι γερμανομαθείς νέοι έξω από τα γραφεία της εταιρίας. Βέβαια, μερικοί απ’ αυτούς, ερχόντουσαν για το μικρό, για το ασήμαντο μεροκάματο του κομπάρσου, που αν θυμάμαι καλά ήτανε ογδόντα δραχμές. Οι πιο πολλοί, όμως, ερχόντουσαν για να γίνουν «αστέρες». Μεγάλος μαγνήτης, ο μαγνήτης του κινηματογράφου. Να δούνε τη φάτσα τους στο πανί και τι στον κόσμο…
Μέσα σ’ ένα καμαρίνι της οδού Στουρνάρα, ήταν εγκατεστημένο πρόχειρα ένα μικρό ραφτάδικο και τους κατάλληλους τους παραπέμπαμε αμέσως εκεί, για να τους πάρουνε μέτρα και να τους φτιάξουνε τη στολή.
Μεταξύ των πρώτων, ήρθε κι ένας κύριος πολύ καλοστεκούμενος. Καμηλό παλτό απ’ τα πιο ακριβά, μεταξωτό κασκόλ γκρενά, γάντια χοιρόδερμα και πλημμυρισμένος στα γαλλικά αρώματα και τις γαλλικές κολώνιες.
– Χαίρετε…
– Χαίρετε.
– Ο κ. Σακελλάριος;
– Μάλιστα.
– Κώστας τάδε.
– Χαίρω πολύ.
Ούτε για μια στιγμή δε μου πέρασε η ιδέα, ότι ο λαμπρός αυτός κύριος, διεκδικούσε μια θέση κομπάρσου.
– Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
– Εγώ κ. Σακελλάριε, έχω σπουδάσει στο Μόναχο ηλεκτρομηχανικός.
– Μάλιστα.
– Μιλάω τη γερμανική σαν τη μητρική μου γλώσσα.
– Μάλιστα.
– Έχω δύο διπλώματα και μπορώ να σας τα δείξω.
…Έκανε μάλιστα ν’ ανοίξει μια τσάντα που είχε μαζί του.
– Δε χρειάζεται, κύριε.
– Μα πρέπει να τα δείτε!
– Για ποιο λόγο;
– Για να πεισθείτε ότι μιλάω πολύ καλά γερμανικά.
– Σας πιστεύω, αν και δεν καταλαβαίνω γιατί μου το λέτε.
– Διάβασα την αγγελία σας στην εφημερίδα. Δεν ζητάτε ανθρώπους που να ξέρουνε γερμανικά;
Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι η δουλειά του κομπάρσου δεν ήτανε μια δουλειά που θα μπορούσε να τον ενδιαφέρει.
– Ογδόντα δραχμές είναι το μεροκάματο, κύριε.
– Δε μ’ ενδιαφέρει το οικονομικό… Εγώ έρχομαι δωρεάν.
– Και είναι σκληρή δουλειά… Θα ξεκινάμε στις έξι το πρωί!…
– Εμένα και στις τέσσερις αν μου πείτε…
– Πολλές φορές θα δουλεύουμε όλη τη νύχτα, ως το πρωί.
– Ως το πρωί κι ως την άλλη νύχτα… Ουδεμία αντίρρηση!!…
Ήτανε τόση η επιμονή του. Τα μάτια του είχανε αρχίσει να δακρύζουνε.
– Θα το θεωρήσω υποχρέωση αν με προτιμήσετε…
Και τον… προτιμήσαμε! Τον έστειλα να του πάρουνε μέτρα για τη στολή. Μπήκε χοροπηδητός στα καμαρίνια. Μπήκε και, σε λίγο, βγήκε και με πλησίασε.
– Να σας ζητήσω μια χάρη;
– Παρακαλώ.
– Είναι δυνατόν να μη με κάνετε απλό στρατιώτη;
– Δηλαδή;
– Να έχω κάποιο βαθμό… Έστω υπαξιωματικός…
– Εγώ θα σας κάνω αξιωματικό… Θα σας κάνω λοχαγό. Είσαστε ευχαριστημένος;
Άρπαξε τα χέρια μου και τα φίλησε.
– Σας ευχαριστώ… Σας είμαι ευγνώμων!…
Έτσι, από την πρώτη στιγμή, ο κ. Κώστας τάδε, με το ακριβό παλτό και τα αρώματα, έθεσε σοβαρή υποψηφιότητα για αλαλούμ. Τα παιδιά του «συνεργείου» με τρώγανε.
– Τι θα γίνει με τούτον;
– Τι θέλετε να γίνει;
– Δε θα του κάνουμε κανένα αλαλούμ;
– Θα του κάνουμε.
– Πότε;
– Όταν θά ’ρθει η ώρα!…
Κι η ώρα ήρθε ένα χειμωνιάτικο πρωινό —δεν είχε ξημερώσει ακόμα- που γυρίζαμε κάτι νυχτερινές σκηνές σ’ ένα ερειπωμένο εργοστάσιο οινοποιίας, εκεί στις Τρεις Γέφυρες.
Η δουλειά είχε τελειώσει απρόβλεπτα νωρίς κι ετοιμαζόμαστε να τα μαζέψουμε. Και τότε με πλησίασε ο Θεόφιλος ο Ασημακόπουλος —πιτσιρίκος ήτανε τότε- που έπαιζε κι αυτός ένα ρόλο στην ταινία.
– Τι θα γίνει με δαύτον κυρΑλέκο;
– Τι θα γίνει, δηλαδή;
– Δε θα του κάνουμε το αλαλούμ;
Υπέρ του αλαλούμ ήτανε κι ο Ντίνος Δημόπουλος -ο σημερινός εκλεκτός σκηνοθέτης— που έπαιζε κι αυτός στους «Γερμανούς», ο Λαυρέντης Διανέλλος, ο Βαγγέλης Πρωτοπαππάς, ακόμα κι ο μακαρίτης ο Λογοθετίδης, που πέταγε τη σκούφια του για τέτοιου είδους πλάκες.