Στην συνέντευξη αυτήν έχουμε την χαρά να φιλοξενούμε μια πολλά υποσχόμενη συγγραφέα των εκδόσεων Ψυχογιός, την Ειρήνη Μαλαχτάρη, της οποία την παρουσίασή μας για το πρώτο της βιβλίο μπορείτε να βρείτε εδώ!
Μ’ αφορμή τους “Ναυαγούς” μιλήσαμε για τα ριάλιτι και την σχέση των νέων με τα βιβλία, για την διάδραση μεταξύ των ανθρώπων και για το πόσο γρήγορα τείνουμε να βγάλουμε συμπεράσματα για τους άλλους, για τα συμφέροντα που ελλοχεύουν στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, για τα συναισθήματα τα οποία βιώνουμε όλοι μας σε φυσιολογικές ή κάτω από έντονες συνθήκες, για τον έρωτα, την φιλία, την ανθρωπιά, την διαφθορά και πόσα άλλα…
Παράλληλα, μάς μίλησε για την πρώτη της συγγραφική εμπειρία κάτω απ’ τις φτερούγες των εκδόσεων Ψυχογιός καθώς και για το αν ετοιμάζει το δεύτερό της βιβλίο!
Ας την απολαύσουμε!
Ποια ήταν η αφορμή για την συγγραφή των “Ναυαγών”;
“Ήταν ένας συνδυασμός περισσότερων ερεθισμάτων, όπως ο κόσμος της τηλεόρασης και κατ’ επέκταση η δύναμη της εικόνας, τα ριάλιτι τηλεπαιχνίδια, όλη αυτή η υπερβολή που μοιάζει ν’ αγνοεί την πραγματική επιβίωση. Η ίδια η ζωή που μοιάζει με σόου, μ’ ένα παιχνίδι, όπου «τρέχουν» παράλληλες πραγματικότητες. Εξαρτάται, βέβαια, από εμάς πώς θα παίξουμε τον ρόλο μας. Συνήθως, κάνουμε τις εύκολες επιλογές, επιλέγουμε την διασκέδαση, το πάγωμα της σκέψης, του βάθους και του πόνου.”.
Κεντρικός άξονας του βιβλίου σας είναι ένα τηλεοπτικό ριάλιτι σόου. Τα ριάλιτι αυτά, συνήθως, απευθύνονται στο νεανικό κοινό. Πιστεύετε ότι αυτά και μόνο έχουν απομακρύνει το τάργκετ γκρουπ των νέων απ’ τα βιβλία;
“Δεν είναι μόνο τα ριάλιτι, είναι, γενικά, ο κόσμος της εικόνας, τα social media που μάς αποπροσανατολίζουν όλους από έναν πιο ουσιαστικό τρόπο εκμετάλλευσης του ελεύθερου χρόνου μας. Σε κάθε περίπτωση, τόσο τα social media όσο και το βιβλίο μπορούν να χωρέσουν δημιουργικά στην μέρα μας και δεν είναι λίγοι εκείνοι που προωθούν και συζητούν για βιβλία μέσω αυτών.”.
Καθώς για τα ελληνικά συγγραφικά δεδομένα δεν συνηθίζεται, γιατί επιλέξατε να τοποθετήσετε τους ήρωες σας στην Ιταλία;
“Ήταν μια αντίδραση στην ελληνική πραγματικότητα. Οι “Ναυαγοί” ξεκίνησαν ως ιδέα μετά τα μνημόνια, τα δημοψηφίσματα, την πτώχευση, γράφηκαν μέσα στις καραντίνες του covid. Ήταν μια μεγάλη περίοδος ματαίωσης προσδοκιών και η Ελλάδα με είχε κουράσει αφάνταστα. Δεν ήθελα να πω τίποτα για την Ελλάδα. Έπειτα, η Ιταλία ήταν μια αυτονόητη επιλογή. Οι Ιταλοί έχουν την δύναμη της εικόνας, του design, της μόστρας. Έχουν την δεξιότητα να πουλήσουν «ό,τι θέλουν». Ας μην ξεχνάμε ότι έχουν και την κωμωδία (commedia dell’ arte), οπότε μού ταίριαξαν πιο πολύ ως προς το κωμικό στοιχείο των “Ναυαγών”.”.
Μέσα απ’ τους “Ναυαγούς” δείξατε πως οι άνθρωποι γρήγορα βγάζουν συμπεράσματα για τους άλλους. Μέσω της περιπέτειας που έζησαν οι πρωταγωνιστές άλλαξαν εντυπώσεις ο ένας για τον άλλον. Πιστεύετε ότι μόνο τέτοιες δύσκολες κι απαιτητικές συνθήκες είναι αυτές που βγάζουν τον πραγματικό μας εαυτό στην επιφάνεια μ’ αποτέλεσμα είτε να μάς δεχτούν είτε να μάς απορρίψουν οι άλλοι;
“Συνήθως, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, πέφτουν οι μάσκες, οι άμυνες, τα εφέ με τα οποία θέλουμε να μάς βλέπουν οι άλλοι. Πρέπει να έχει κάποιος πολλή ψυχραιμία και φαντασία, για να δει την συνολική εικόνα, όταν βρίσκεται μέσα σε μία κατάσταση πανικού, σε μία περιπέτεια γύρω απ’ την επιβίωση.”.
Παρά την περιπέτεια που βιώνουν οι έξι ετερόκλητοι αυτοί άνθρωποι, δεν απουσιάζουν ο έρωτας, η φιλία, το χιούμορ. Κατά την γνώμη σας, αυτά αποτελούν αμυντικούς μηχανισμούς, για να μην καταρρεύσουν ή, τελικά, βρίσκονται στο DNA μας και στο κοινωνικό μας προφίλ ως όντα;
“Δεν έχουμε άλλη επιλογή, παρά να συνυπάρχουμε. Μπορούμε να συνυπάρχουμε επί της ουσίας, μ’ όπλα τον έρωτα, την φιλία, το χιούμορ, την γοητεία, την μουσική, τα βιβλία, πλάθοντας ιστορίες, δηλαδή, αλλιώς μπορούμε, απλά, να συνυπάρχουμε σαν ζωντανοί νεκροί, μ’ απόψεις. Στο μυθιστόρημα, η ουσιαστική συνύπαρξη ξεκίνησε, όταν έκλεισαν οι κάμερες. Νομίζω ότι τώρα, πια, μπορούμε, ακόμα καλύτερα, να κατανοήσουμε πόσο ανακουφιστικό είναι να κλείνουν οι κάμερες. Και τα κινητά τηλέφωνα.”.
Στο βιβλίο σας υπάρχουν πολλές κοινωνιολογικές διαστάσεις που τείνουμε ως ανθρώπινα όντα να ξεχάσουμε. Όπως η εφευρετικότητα στην αναζήτηση της τροφής την οποία στην σύγχρονη εποχή έχουμε χάσει με τις παραγγελίες μέσω ειδικών πλατφορμών ή έτοιμων γευμάτων στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Πού την αποδίδετε αυτήν την αδράνεια των ανθρώπων πέρα απ’ την ζωηρή τεχνολογική εξέλιξη που αποτελεί μια προφανή συνιστώσα;
“Θεωρούμε πολλά ως αυτονόητα ή δεδομένα. Κάθε φορά που περπατώ απ’ το σπίτι μου στο γραφείο, και τα δύο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης σ’ απόσταση, σχεδόν, 2 χιλιομέτρων, σκέφτομαι πόσο απελπιστικά γελοίο είναι ότι μπορώ να βρω νερό ανά 2-3 μέτρα και, μάλιστα, σε πλαστικό μπουκάλι. Δεν είναι, απλά, ευκολία, είναι εγωισμός. Ατελείωτα πλαστικά ατομικά μπουκαλάκια εμφιαλωμένου νερού με περιμένουν στην Τσιμισκή, μήπως διψάσω στην φοβερή περιπέτειά μου να διασχίσω το μπετόν. Η αδράνεια, στην οποία αναφέρεστε, είναι, πρωτίστως, πνευματική. Δεν προλαβαίνουμε, καν, να σκεφτούμε ότι διψάμε ή ότι πεινάμε, ένας κόσμος άπειρων επιλογών απλώνεται μπροστά μας. Αλλά κι αυτό είναι μία φενάκη, ένας αποπροσανατολισμός απ’ άλλες επιλογές που δεν έχουμε.”.
Ένας απ’ τους λόγους που λάτρεψα το πρώτο σας έργο είναι γιατί οι πρωταγωνιστές δείχνουν άλλοτε ανένδοτοι να χάσουν την ανθρωπιά τους κι άλλοτε φτάνουν στα όρια τους, για να δουν πόσο δυνατοί είναι κι όλα αυτά την ίδια στιγμή που για οικονομικά ή άλλα συμφέροντα έτεροι ήρωες τούς πουλάνε παραμύθια και στήνουν ολόκληρη πλεκτάνη σε βάρος τους, για να σωθούν οι ίδιοι, όπως στην περίπτωση του διευθυντή προγράμματος. Όλα αυτά με κάποιον τρόπο μάς δείχνουν πως το χρήμα παίζει μπάλα ή, τελικά, η ανθρωπιά, κάποτε, θα καταφέρει να νικήσει;
“Το χρήμα και η λεγόμενη ανθρωπιά δεν είναι δύο έννοιες αντίθετες. Το χρήμα μπορεί ν’ απελευθερώσει ή να σκλαβώσει. Να σώσει ή να καταστρέψει. Σημασία έχει εμείς τί κάνουμε μ’ αυτό. Πιο πολύ διαφθείρει η εξουσία. Εκείνος που αρέσκεται ν’ ασκεί εξουσία πάνω σε κάποιον άλλο είτε επειδή είναι πιο πλούσιος, πιο έξυπνος ή πιο δυνατός είτε επειδή, πολύ απλά, τον χειραγωγεί, εκείνος είναι που στέκεται απέναντι απ’ τον άνθρωπο, που έχει χάσει, δηλαδή, την ανθρωπιά του.”.
Πώς βιώσατε την εμπειρία της συγγραφής και της έκδοσης του πρώτου μυθιστορήματός σας απ’ τις εκδόσεις Ψυχογιός;
“Σαν ένα διδακτορικό μού φάνηκε, με την απαραίτητη έρευνα, δομή, κόπο, δουλειά, δημιουργία, σύνθεση, επιμονή. Και, ενώ η συγγραφή είναι μία εσωτερική διαδικασία, η έκδοση είναι ακριβώς τ’ αντίθετο. Η έκθεση στον κόσμο, τ’ άνοιγμα, είναι όλα πολύ καινούρια για ‘μένα και νιώθω τυχερή που αυτό τ’ άνοιγμα γίνεται με την τόσο όμορφη κι έμπειρη ομάδα των εκδόσεων Ψυχογιός.”.
Ετοιμάζετε κάποιο νέο έργο αυτήν την περίοδο;
“Ναι, δουλεύω πάνω στο επόμενο μυθιστόρημά μου.”.