Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το 1995, εκδίδει μία απόφαση, η οποία ταράζει συθέμελα τα δεδομένα στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Μάλιστα έφτασε στο σημείο να ανατρέψει το κρηπίδωμα στις εργασιακές σχέσεις των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών στη γηραιά Ήπειρο.
Συγκεκριμένα, η Βελγική ποδοσφαιρική ομοσπονδία προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο (European Court of Justice) κατά του ποδοσφαιριστή Ζαν Μαρκ Μποσμάν. Το δικαστήριο εκδίδει μία απόφαση σύμφωνα με την οποία ενεργοποιήθηκε πάραυτα το άρθρο 48 της συνθήκης της Ρώμης το 1957. Πριν αναφερθούμε στο τι προέβλεπε το προαναφερθέν άρθρο, συντόμως, θα ανατρέξουμε στο πώς οδηγήθηκαν οι βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης στον κατ’ ουσίαν προάγγελο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αρχικώς, η προηγηθείσα συνθήκη του Παρισιού [1]για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα και την παράλληλη Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, ως αντίβαρο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη, έπνεε τα λοίσθια από το 1954 λόγω της ασυμμετρία των οικονομιών στην κεντρική Ευρώπη. Για τις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας ούτε λόγος, φυσικά. Η ανοικοδόμηση και ανασύσταση είχε αλλάξει επικυρίαρχο και είχε περιέλθει στα χέρια των Αμερικανών από τη ψυχορραγούσα Βρετανική Αυτοκρατορία. Έτσι, στη Ρώμη το 1957 ιδρύεται με τη συμμετοχή του Βελγίου, της Δυτικής Γερμανίας (προμήνυμα ανύψωσης του τείχους), του Λουξεμβούργου, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Ιταλίας, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας.
Το επίμαχο άρθρο, λοιπόν, απελευθέρωνε την ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων εντός των συνόρων της Ένωσης, όπως επίσης και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Η απόφαση του Δικαστηρίου έδωσε τη δυνατότητα στους ποδοσφαιριστές, όταν ολοκληρωνόταν το ισχύον συμβόλαιό τους με μία ομάδα να μεταγράφονται σε σύλλογο της επιλογής τους. Παραλλήλως, ακυρώθηκαν στο σύνολο των εθνικών ομοσπονδιών όσες διατάξεις λειτουργούσαν περιοριστικά στην κείμενη απόφαση. Καταργήθηκε κάθε έννοια εργασιακής διάκρισης λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας, την πρόσβαση στην κατοικία καθώς και το δικαίωμα του εργαζόμενου στην οικογενειακή επανένωση. Έτσι, κάθε ποδοσφαιριστής κράτους μέλους της Ένωσης έχει το δικαίωμα να απασχοληθεί με μισθωτή δραστηριότητα, σύμφωνα με την εθνική μέριμνα για τους ημεδαπούς εργαζόμενους. Επιπρόσθετα, ο κανονισμός απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση στη βάση των εργασιακών όρων. Ο εργαζόμενος [2]απολαμβάνει ίδια κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα και επιβαρύνσεις με τους ημεδαπούς εργαζόμενους. Εκτός της συγκεκριμένης διάταξης, μένουν ορισμένες χώρες, των οποίων η αγορά εργασίας, στην κατάσταση ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης, είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι η οικονομική μεγέθυνση των χωρών αυτών δεν είναι αντίστοιχη άλλων προηγμένων καπιταλιστικών χωρών.
Ζαν-Μαρκ Μποσμάν
Ο Βέλγος ποδοσφαιριστής Ζαν-Μαρκ Μποσμάν ήταν παίχτης της βελγικής Λιέρς, του οποίου το συμβόλαιο είχε λήξει το 1990. Επιθυμούσε να αλλάξει σύλλογο και να μεταγραφεί στη γαλλική ομάδα Λουκέρνη. Προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο κατά του άρθρου 17 των κανονισμών της ΦΙΦΑ του σχετικού με τις μεταγραφές. Έπειτα από μία πολύχρονη και σκληρή δικαστική διαμάχη κέρδισε της υπόθεση στις 15 Δεκεμβρίου 1995. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το υπάρχον σύστημα μεταγραφών παρεμποδίζει την ελευθερία μετακίνησης των εργαζομένων και έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 39 της Συνθήκης της Ρώμης. Στον Μποσμάν και σε όλους τους κοινοτικούς ποδοσφαιριστές επιτράπηκε να μεταγράφονται ελεύθερα με τη λήξη του συμβολαίου τους σε οποιονδήποτε σύλλογο χώρας-μέλους της Ε.Ε.
Οι κανονισμοί της Ουέφα και της Φίφα δεν εφαρμόζονται απ’ ευθείας επί των παικτών, αλλά περιλαμβάνονται στους κανονισμούς των εθνικών ομοσπονδιών, οι οποίες έχουν την αποκλειστική εξουσία να τους εφαρμόζουν και να ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των συλλόγων και των παικτών. Η απόφαση επίσης προβλέπει ότι, κατά τη λήξη της ισχύος του συμβολαίου, ο παίκτης έχει τη δυνατότητα να υπογράψει νέο συμβόλαιο με το σύλλογο της επιλογής του. Ο σύλλογος αυτός οφείλει να ενημερώσει αμέσως τον προηγούμενο σύλλογο ο οποίος, με τη σειρά του, ενημερώνει την εθνική ομοσπονδία, η οποία υποχρεούται να εκδώσει το διεθνές πιστοποιητικό μετεγγραφής. Πάντως ο προηγούμενος σύλλογος δικαιούται να λάβει από το νέο σύλλογο αποζημίωση προωθήσεως ή καταρτίσεως, το ύψος της οποίας καθορίζεται, σε περίπτωση διαφωνίας από την ΟΥΕΦΑ.
Συμπερασματικά, οι σχέσεις εργασίας από το 1995 κι έπειτα άλλαξαν για τους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Πλέον αυτές ορίζονταν μεταξύ των δύο πλευρών, εργοδότη-συλλόγου και εργαζόμενου-ποδοσφαιριστή, χωρίς άλλους μεσάζοντες, υπό τις ορισθείσες νόρμες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προτού συμβούν αυτές οι αλλαγές, ο κάθε παίχτης, μπορούσε να απαλλαγεί από το συμβόλαιο που δεσμεύεται με την πάροδο τριών ετών εάν ήταν μικρότερος των 28 ετών. Ωστόσο, όφειλε να αποζημιώσει το σωματείο του με το υπολειπόμενο ποσό, έως τη λήξη του τρέχοντος συμβολαίου, όπως επίσης κι ένα μέρος των χρημάτων που ξόδεψε η παρούσα ομάδα για να τον αγοράσει από την προηγούμενη, εφόσον υπήρχε τέτοιο ζήτημα.
[1] Eric Hobsbawm, The Age of Extremes: The Short Twentieth Century, 1914–1991
[2] www.ena.lu European navigator – the first digital library on the
history of Europe 28-6-2006