Από το Βιβλίο της Ανησυχίας του Μπερνάντο Σοάρες- Φερνάντο Πεσσόα και των εκδόσεων Εξάντας στη σελίδα 307, αντιγράφουμε: « Η τέχνη είναι ένα πρόσχημα για να μην ενεργείς ή να μη ζεις. Η τέχνη είναι η διανοητική έκφραση της συγκίνησης, διαφορετική από τη ζωή που είναι η βούληση της έκφρασης. Ό,τι δεν έχουμε ή δεν κατορθώνουμε, μπορούμε να το αποκτήσουμε στο όνειρό μας και είναι με αυτό το όνειρο που κάνουμε τέχνη. Ενίοτε, η συγκίνηση είναι τόσο έντονη που αν και μεταμορφωμένη σε δράση, η δράση στην οποία μεταμορφώθηκε, δεν ικανοποιεί. Με τη συγκίνηση που περισσεύει, που δεν βρήκε έκφραση στη ζωή γίνεται ένα έργο τέχνης. Εν κατακλείδι, υπάρχουν δύο τύποι καλλιτεχνών. Αυτός που εκφράζει ό,τι δεν έχει και αυτός που εκφράζει το περίσσευμα από αυτό που είχε».
Είναι δεδομένο ότι η Άρσεναλ από το 2017 και μέχρι πέρυσι βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ ενός συστήματος διοίκησης που ναι μεν γνώριζε αλλά δεν λειτουργούσε επαρκώς, κάπως συγκεντρωτικό θα λέγαμε, και ενός άλλου το οποίο ήταν δύσκολο να υποστηριχτεί δεδομένου ότι ήταν κοστοβόρο και οι ανταγωνιστές το εφάρμοζαν περισσότερο καιρό και με μεγαλύτερη διάθεση για ασύνετο ξόδεμα.
Στη σκιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πίσω από τις ιστορίες των παρασκηνίων ενός ετοιμόρροπου θεάτρου της αγγλικής επαρχίας, η ακλόνητη σχέση ενός μεγάλου ηθοποιού (Σερ) με τον αμπιγιέρ του (Νόρμαν) και των υπόλοιπων μελών του θιάσου, δημιουργούν ένα παιχνίδι ανάμεσα σε εξουσιαστή και εξουσιαζόμενο.
Ο Μίκελ Αρτέτα, ανέλαβε και προχώρησε ένα οργανωτικό σχέδιο αξιολόγησης και σταχυολόγησης των ποιοτικών και παράλληλα σύγχρονων χαρακτηριστικών του υλικού της ομάδας του Λονδίνου. Σε αυτό περίσσευαν οι Νικολάς Πεπέ, Λακαζέτ και Ομπαμεγιάνγκ γι’αυτό και αποχώρησαν. Αντιθέτως, ο, τουλάχιστον, ύποπτος για την εξωαγωνιστική του ζωή Πάρτεϊ, εδραιώθηκε στη μεσαία γραμμή. Η πρώτη παρατήρηση που κάνει ένας θεατής βλέποντας την Άρσεναλ να απλώνεται στον αγωνιστικό χώρο, έχει να κάνει με τις συνεργασίες από τον άξονα μεταξύ των Έντεγκαρντ και Σάκα. Ο τελευταίος έρχεται κεντρικά, εκκινώντας από την πλαϊνή γραμμή και κινείται σε θέση μέσα δεξιά.
Το κλασικό έργο ο «Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ, μέσα από τον μικρόκοσμο των συντελεστών-ηθοποιών ενός θιάσου, έρχεται αντιμέτωπο με τα μεγάλα και διαχρονικά προβλήματα όλων των ανθρώπινων σχέσεων.
Ο Αρτέτα, πρώην συνεργάτης του Γκουαρδιόλα, ακολουθεί τη μοντέρνα τάση του ποδοσφαίρου, κάνοντας την παρακινδυνευμένη τομή για την τριγωνικότητα του συνόλου, να δίνει στο Χόλντινγκ την οδηγία να παίρνει βάθος στην άμυνα όταν η ομάδα ασκεί πίεση στα 4/4, τηρώντας και τη γραμμή του οφσάιντ.
Την ίδια στιγμή ο Έντεγκαρντ κερδίζει μέτρα στο γήπεδο και γίνεται δίδυμο με τον εκάστοτε επιθετικό κορυφής. To ρόλο αυτό στους τελευταίους αγώνες, αφού είναι υγιής, τον αναλαμβάνει ο Ζεσούς. Ο Τσάκα είναι στην ίδια ευθεία με τον Πάρτεϊ, στο κέντρο του γηπέδου, και το 4-4-2 εφαρμόζεται στην πράξη ως πλάνο ανάσχεσης, καθυστέρησης της ανάπτυξης των αντιπάλων, αναχαίτισης, παρσίματος της μπάλας και άμεσης επίθεσης.
Ο αιώνιος φόβος της μοναξιάς, η ανάγκη μας για αφοσίωση, πίστη και αυταπάρνηση στον άλλον, δημιουργούν μοιραία σχέσεις αλληλεξάρτησης. Η ισορροπία όμως έρχεται πάντοτε με την αναπόφευκτη σύγκρουση ζωής και θανάτου.
Το άμεσο ποδόσφαιρο, το ποδόσφαιρο το οποίο στοχεύει στον κενό χώρο και στην αναζήτηση του αδύναμου κρίκου, δίνει αποτελέσματα όταν η ομάδα αναπτύσσεται και συμπτύσσεται μαζί, σε λίγα μέτρα έχοντας τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται το τρέξιμο στην κίνηση των εξτρέμ για να γεμίζει η περιοχή με παίκτες από τις πίσω θέσεις. Εδώ, ο Μαρτινέλι φέρει στα πόδια του τη μπαγκέτα.
Σε μια εποχή που η κοινωνία μεταβάλλεται και ο ρόλος μας μέσα σε αυτήν αμφισβητείται, συγκρούεται και επαναδιαπραγματεύεται, η Τέχνη μπορεί και μας δείχνει το δρόμο, να σκεφτούμε, να προβληματιστούμε και τελικά να παρέμβουμε με καταλυτικό τρόπο στην πραγματικότητα.
Οι φρικτές περιστάσεις στην άμυνα της Άρσεναλ, τα σπασμένα νεύρα για τους οπαδούς, συναντώνται στο πρόσωπο του Μπεν Γουάιτ, στο δεξί άκρο. Στους περισσότερους αγώνες, παρουσιάζει φοβική συμπεριφορά. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι περισσότερες ομάδες του αγγλικού πρωταθλήματος βρίσκουν πεδίο δράσης από την πλευρά του και ιδίως στα πλάγια βήματα όταν πρέπει να λειτουργήσει σαν τρίτος κεντρικός αμυντικός και να αποκρούσει σέντρες από τον απέναντι ασβέστη ή κάθετο τρέξιμο κάποιου διεμβολιστή.
Γενικότερα, είναι συχνό φαινόμενο και παραδεκτό στον τρόπο που διδάσκεται, πλέον, το άθλημα, να υπάρχει αδυναμία όταν η μπάλα επανέρχεται, επαναληπτικά και με διάρκεια μέσα στη μεγάλη περιοχή. Όπως ο τουρισμός ο οποίος χτίζει σε ανύποπτα σημεία, τσαντίρια, για να θυμηθούμε μέρες που είναι και το Μένη Κουμανταρέα. Ωστόσο, η Άρσεναλ, και ετούτο το μαρτυρά η λυσσαλέα παραμονή της στην κορυφή, βρίσκει τον τρόπο, όπως ο πλανόδιος σαλπιγκτής, να φέρνει ανάποδα και όσες αναμετρήσεις δεν εξελίσσονται όπως πρέπει και να διατηρεί το παιχνίδι μακριά από την περιοχή ή ακόμα και το δικό της μισό. Η κορυφή, μονοπώλιο μη συντροφικότητας, με τη Σίτι του Πεπ στο νησί, είναι η Χίμαιρα. Αν θέλετε, ο αποστεωμένος νατουραλισμός, ελλείψει ποιητικού ρυθμού, και η ματαιότητα της αυτοναναφορικότητας.
«Γιατί μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πως την πραγματικότητα να αλλάξουμε…»
Η μεταγραφή του Τροσάρ είναι κομβικής σημασίας για την Άρσεναλ. Προσέθεσε στο δυναμικό της έναν αθλητή με έφεση και αλεγρία στις πάσες κλειδιά, όσες ,δηλαδή, ανοίγουν τις καλοστημένες άμυνες. Αναλυτικότερα, στο δεύτερο μισό της Πρέμιερ Λιγκ έχει δώσει επτά τελικές πάσες, με 1.3 key passes ανά αγώνα. Είναι η ουσία-το αναπάντεχο πέταγμα προς το γκολ, όπως με τη Μπράιτον- στο θέαμα υψηλού επιπέδου για το θέατρο του παραλόγου.
Όταν διαφωνείς μιλάς γιατί συχνά η σιωπή είναι αποδοχή. Για τον Αρτέτα, η φετινή χρονιά είναι η προσπάθεια ανασύνθεσης του λόγου του Ένταγκ Άλαν Πόε, στο διήγημα “Ρουφιάνα καρδιά”: Τρέλα καλείται η οξύτητα των αισθήσεων. Τελικά, η τεφρομένη ολοκλήρωση της συλλογικής εργασίας.