Η υπαστυνόμος Σοφία Μήτση νομίζει πως είναι τυχερή. Τ’ όνειρό της να πάρει μετάθεση στο Ανθρωποκτονιών, επιτέλους, πραγματοποιείται και είναι σίγουρη ότι η ζωή της θ’ αλλάξει προς το καλύτερο. Ο προϊστάμενός της, όμως, καυχιέται ότι βάζει τα θηλυκά στην θέση τους και την προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα.
Την ημέρα που η Σοφία αναλαμβάνει υπηρεσία, μια γυναίκα εντοπίζεται νεκρή στο διαμέρισμά της – κι αυτό είναι μόνο η αρχή. Αναζητώντας την διαλεύκανση του μυστηρίου, η Σοφία θα οδηγηθεί σε σκοτεινά στενά της Αθήνας και του Πειραιά. Τα βήματά της θα διασταυρωθούν μ’ εκείνα του Θωμά Δήμου, πρώην δημοσιογράφου και νυν ιδιωτικού ερευνητή. Και οι δύο μάχονται να επουλώσουν πληγές του παρελθόντος, μπλέκουν σε παγίδες του παρόντος κι αναμετρώνται με τα όριά τους. Κάποιος δολοφονεί γυναίκες που αστράφτουν στις οθόνες των κινητών και παίζει πόκερ με τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα.
Συναρπαστικοί ήρωες κι ανατρεπτική πλοκή σ’ ένα σύγχρονο μυθιστόρημα για την αξία της φιλίας και την μάχη των φύλων σε μια Αθήνα που ανοίγεται στην θάλασσα.
Βρε παιδιά, να σάς πω την αλήθεια μου, το βιβλίο αυτό μ’ εκνεύρισε πολύ. Μ’ εκνεύρισαν οι χαρακτήρες του. Μού ανέβασαν την πίεση. Εξοργίστηκα. Πώς το λένε; Και δεν το λες και λίγο αυτό για ένα βιβλίο. Αν ο κύριος Μπέκας σκόπιμα αποτύπωσε τους ήρωες με τον τρόπο αυτόν, τότε μιλάμε για ικανότητα! Αν όχι, τότε τζάμπα εκνευρίστηκα. Και για την ακρίβεια, οι τρεις αστυνομικοί ήταν αυτοί που μ’ έβγαλαν απ’ τα ρούχα μου, πολύ περισσότερο, όμως, αυτός ο αντιπαθητικός Ζηκάκης (κουραστικός, φορτικός, σπαστικός, χειριστικός, μισογύνης ΚΙ Ο,ΤΙ ΑΛΛΟ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ).
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα απ’ την αρχή. Αν μη τι άλλο, το βιβλίο μού δημιούργησε έντονα συναισθήματα. Και με την καλή έννοια και με την όχι και τόσο καλή.
Όσοι με διαβάζετε, ξέρετε ότι λατρεύω τον κοφτό λόγο στην λογοτεχνία. Λόγος που δεν λέει πολλά αλλά, παράλληλα, είναι κατατοπιστικός. Και το βιβλίο το είχε αυτό το συστατικό. Ο λόγος του δεν κούραζε. Στα πολύ θετικά του βιβλίου προσθέτω και το γεγονός ότι “δομικά” αποτελείται από μικρά κεφάλαια (τα οποία κάθε φορά τα βλέπουμε απ’ την σκοπιά του εκάστοτε πρωταγωνιστή, πχ τώρα μιλάει η Σοφία, τώρα ο Θωμάς…). Αυτό μού αρέσει πολύ, γιατί με τον τρόπο αυτόν το έργο δε με μπουχτίζει, δε με κουράζει, μπορώ να πάρω ανάσα.
Εκεί, όμως, που μ’ έχασε ο δημιουργός είναι ότι, ενώ δεν πλατείαζε, πολλές φορές ξέμενε από εικόνες και περιγραφές μ’ αποτέλεσμα ν’ ανακυκλώνει τις ίδιες ατάκες για το σκηνικό, για τον καιρό (ειδικά αυτή η αφρικανική σκόνη με ισοπέδωσε!!!!!) μεταξύ άλλων. Η επαναληπτικότητα, λοιπόν, συγκαταλέγεται στ’ αρνητικά. Επιπρόσθετα, παρατήρησα και μερικές ανακρίβειες, τις οποίες προτίμησα να προσπεράσω, διότι η αλήθεια είναι πως ήθελα να πάω προς το τέλος και να δω ποια/ποιος, ποιες/ποιοι δολοφόνησε/-ησαν.
Η αφήγηση πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη ανάλογα τον ήρωα που μάς λέει την ιστορία του.
Προχωρώντας, λοιπόν, στους ήρωες μπορώ να πω ότι αποδόθηκαν καλά πλην εξαιρέσεων. Να τονίσω ότι έγινε καλή δουλειά με το χτίσιμο των Σοφία, Θωμά κι Αχιλλέα, στους υπόλοιπους, όμως, θα ήθελα περισσότερη επιμονή, για να καταλάβω καλύτερα τον χαρακτήρα τους. Για παράδειγμα, ναι, ο Στάθης έγινε “φαταούλας’ κι άπληστος, αλλά θα ήθελα να δω και τα συναισθήματά του.
Η Σοφία, αν και στη αρχή μ’ εκνεύρισε, εξίσου, κι εκείνη και νόμιζα ότι δεν θα τα πηγαίναμε και πολύ καλά, εντούτοις, ξετυλίγοντας σταδιακά την ιστορία και τις σκέψεις της, την ένιωσα οικεία και την συμπάθησα.
Τους τρεις άνδρες αστυνομικούς που “εκπροσωπούν” την εξουσία τούς σιχάθηκα κι αυτό το ένιωσα τόσο στην διάρκεια της ανάγνωσης όσο ΚΑΙ στο τέλος της ιστορίας. Το βιβλίο αποτυπώνει με τρόπο γλαφυρό την αυθαιρεσία (μέσω του Ζηκάκη και των άλλων), την κατάχρηση της εξουσίας (μέσω του πρώην της Σοφίας) που κυριαρχεί στα -κατά τ’ άλλα- σώματα ασφαλείας. Το πόση σαπίλα υπάρχει στην αστυνομία το ξέραμε. Το να το διαβάζω, όμως, σ’ ένα μυθιστόρημα δεν περίμενα να μού προκαλέσει τόση αποστροφή.
Αναφορικά με τους υπόλοιπους χαρακτήρες του βιβλίου, όλα καλά, αλλά θα ήθελα να δω, να διαβάσω, ν’ ακούσω την Εύα, την αδελφή του Θωμά και γυναίκα του Στάθη κι όχι, απλά, να την “προσπεράσω” από αναφορές των προαναφερθέντων. Αυτό, θαρρώ, ήταν λίγο φάουλ.
Το βιβλίο είναι καλό, σε κρατάει σ’ αγωνία, θες να το συνεχίσεις, θες να φτάσεις στο τέλος, να βρεις την άκρη του νήματος. Επιπρόσθετα, θίγει αρκετά σημαντικά θέματα, όπως η ανισότητα των δύο φίλων στο εργασιακό περιβάλλον, η επιβολή του “αρσενικού”, η σεξουαλική κακοποίηση,
Αυτό που μού έκανε εντύπωση είναι πως, αν δεν διάβαζα τ’ όνομα του δημιουργού ή αν δεν έβλεπα το εξώφυλλο, άνετα θα μπορούσα να πειστώ ότι η πένα αυτή είναι γυναικεία. Ο κύριος Μπέκας, θεωρώ, κατάφερε ν’ αποτυπώσει την σκέψη του στο χαρτί έτσι όπως θα την ένιωθε μια γυναίκα, έτσι όπως την βιώνει μια γυναίκα. Αυτό από μόνο του δίνει μια γροθιά στην στερεοτυπική αντιμετώπιση ανάμεσα στα δυο φύλα. Στην “ιδέα” που υποστηρίζει πως οι άνδρες δεν πρέπει να σκέφτονται όπως οι γυναίκες. Δεν πρέπει να δρουν συναισθηματικά…
Η πρωταγωνίστρια βίωσε την σεξουαλική παρενόχληση στο εργασιακό της περιβάλλον, αλλά θεωρώ ότι δεν αποδόθηκε (εννοώντας πως δεν αντέδρασε) έτσι όπως ακριβώς θα ΕΠΡΕΠΕ (αν κι, για να είμαστε ειλικρινείς έτσι θ’ αντιδρούσαν πολλές στην θέση της), ώστε να περάσει το μήνυμα που θα έπρεπε. Είναι, δυστυχώς, αλήθεια πως οι περισσότερες απ’ τις γυναίκες που παρενοχλούνται -και- στο εργασιακό περιβάλλον για τους δικούς τους λόγους, ενίοτε -αν όχι πάντα- σιωπούν. Είναι θλιβερό κ εξοργιστικό το γεγονός ότι πολλές φορές -αν όχι πάντα- άτομα μ’ άκρες είναι αυτά που βγαίνουν καθαρά και πάντα το θύμα είναι αυτό που βγαίνει ο “φταίχτης”. Η Σοφία μπορεί να μην μίλησε ανοικτά για την παρενόχληση, σίγουρα, όμως, δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα…
Το βιβλίο είναι σύγχρονο. Μιλάει για την εμπορευματοποίηση της γυναίκας, για τις γυναίκες που ανδρωειδή τούς φέρονται σα να είναι κτήμα τους τόσο στο οικογενειακό όσο και στο εργασιακό περιβάλλον. Το έργο του κυρίου Μπέκα κάνει αναφορά στην οικονομική κατάσταση που δημιούργησε ο κόβιντ με το πέρασμά του. Μέχρι που μπορεί να μάς φτάσει η ανέχεια και η απληστία; Γενικά, άπτεται θεμάτων που βιώνουμε γύρω μας και δεν είναι έξω απ’ τα νερά μας.
Οι ήρωες μπλέκονται. Το νόμιμο και το παράνομο μπλέκονται. Όλα έχουν γίνει ένα κουβάρι.
Άραγε θα ξεμπλέξουν;
Ήταν, λοιπόν, το πρώτο βιβλίο που διάβασα απ’ τον κύριο Μπέκα και, σίγουρα,όχι το τελευταίο, δεδομένου ότι το φινάλε μού άφησε την γεύση της συνέχειας…
Υ.γ. ΠΟΣΟ ΛΑΤΡΕΨΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ. ΑΠ’ ΤΑ ΛΙΓΑ ΦΙΝΑΛΕ ΠΟΥ ΕΧΩ ΛΑΤΡΕΨΕΙ ΤΟΣΟ.