Ο Τζόσουα είναι ένας άντρας όμορφος, ευγενικός, έντιμος και φιλομαθής. Έχει όλα τα προσόντα που χρειάζεται ένας άνθρωπος, για να διαπρέψει, υπάρχει, όμως, ένα τεράστιο εμπόδιο.
Ο Τζόσουα είναι παράνομος μετανάστης.
Κρυμμένος στα στενά της Ομόνοιας και της Κυψέλης, κάνει ό,τι μπορεί, για να επιβιώσει.
Οι τρεις Ελληνίδες γυναίκες που θα συναντήσει στον δρόμο του είναι εκείνες που θ’ αλλάξουν και θα καθορίσουν την πορεία της ζωής του για πάντα.
Η Ελένη είναι γεμάτη αγάπη. Ο Τζόσουα θα την ερωτευτεί μ’ όλη του την ψυχή. Θα τολμήσει να ονειρευτεί μαζί της την δημιουργία οικογένειας κι όλα όσα πάντα επιθυμούσε.
Η Στεφανία είναι επικίνδυνη. Σκληραγωγημένη, κυνική και χειριστική, θα προσπαθήσει να τον παρασύρει στον κόσμο της παρανομίας, προτείνοντάς του μια ακραία συνεργασία.
Η Μόνικα είναι μια κακομαθημένη κοσμική. Ζει προκλητική ζωή και, φαινομενικά, τα έχει όλα. Είναι πλούσια κι ελκυστική, όμως, ο άσχημος χαρακτήρας της κάνει τους πάντες ν’ απομακρύνονται γρήγορα από κοντά της. Η Μόνικα, ωστόσο, έχει στην κατοχή της κάτι πολύτιμο, τ’ οποίο όλοι αναζητούν…
Ένας εγκληματικός ιστός υφαίνεται, γεμάτος μυστικά, σκοτεινά κίνητρα κι ερωτισμό, όπου θύτες και θύματα αλλάζουν ρόλους μέσα σε μια πολύβουη και πολύχρωμη Αθήνα που καταβροχθίζει τους αδύναμους κι ευνοεί τους δυνατούς. Σε ποια κατηγορία ανήκει, τελικά, ο Τζόσουα; Ποια θα είναι η μοίρα του;
Στην εκπνοή του 2024 κυκλοφόρησε το νέο –τρίτο- βιβλίο της Μαρίας Ματσούκα που ακολούθησε της συγγραφικής της μεταγραφής στις εκδόσεις Κάκτος.
Η κα. Ματσούκα, γνωστή στο ευρύ κοινό ως Μαρία Μαρσέλου και συγγραφέας των δύο πρώτων βιβλίων της “Όλα όσα ψιθυρίσαμε” και “Επικίνδυνη” που στεγάστηκαν στις εκδόσεις Ψυχογιός, επέστρεψε με το τρίτο της μυθιστόρημα με τίτλο “Αποπλάνηση”, έργο τ’ οποίο, σύμφωνα με την ίδια, δούλευε χρόνια.
Ευχαριστώ από καρδιάς αφενός τις εκδόσεις Κάκτος και την κα. Μαρία Κουκουβίνου που με σκέφτονται και μού στέλνουν διαμάντια όσο και την ίδια την κα. Ματσούκα που προσωπικά ζήτησε την αντικειμενική άποψή μου για το έργο της.
Για να επιστρέψουμε στα σημαντικά, δεν θα κρύψω ότι η “Αποπλάνηση” έτεινε να με κουράσει και να με χάσει στο πρώτο μέρος, εντούτοις έκανε ντρίπλα και μ’ έβαλε ξανά στο παιχνίδι με ζωηρό ενδιαφέρον!
Το χρονικό του έργου διακλαδώνεται σε τρία μέρη. Κυριολεκτικά. Σύμφωνα με την γεύση που μού άφησε, θα έλεγα πως το πρώτο μέρος αποτελεί την γνωριμία μας με τον πρωταγωνιστή, τον Τζόσουα, και την αποτύπωση των λόγων που τον ωθούν στο να δράσει καταπώς δρα στο δεύτερο μέρος. Μεταβατικά, δηλαδή, το πρώτο μέρος μάς εισάγει στον ψυχισμό του, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, για να κρίνουμε τους λόγους, σύμφωνα με τους οποίους ενεργεί στο επόμενο μέρος. Το δεύτερο μέρος κλείνει με μια “έκρηξη”, ενώ, στο τρίτο και τελευταίο μέρος έρχεται η αποκατάσταση των πάντων και η ακριβής φανέρωση της αλήθειας που αφορά όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα – ήρωες. Αυτή η μετάβασή της μιας κατάστασης στην άλλη εξυπηρετεί όχι μόνο τους σκοπούς της γραφής αλλά και τον ίδιο τον αναγνώστη, ώστε να κατανοήσει τι διαβάζει και να γίνει μέρος της ιστορίας νιώθοντας και κατανοώντας. Κρίνοντας κι απ’ τα πρώτα της βιβλία, η κα. Μαρσέλου προσπαθεί κι επιδιώκει να παίξει με τον ψυχισμό των ηρώων. Προσπαθεί να τούς βγάλει στην επιφάνεια και να μάς τούς προσφέρει όσο τον δυνατόν πιο ατόφιους. «Ψυχισμός κι αιτιολόγηση μελλοντικών επιλογών – επιλογές και “βόμβες” – αποκατάσταση και φανέρωση» είναι η αλληλουχία που ενώνει τα τρία μέρη της “Αποπλάνησης” και μάς κάνει ν’ αναρωτιόμαστε πόσα, εν τέλει, πρόσωπα έχει, άραγε, η αλήθεια. Μήπως τόσα όσα και οι εμπλεκόμενοι ή μόνο ένα;
Η ιστορία εκτυλίσσεται στην πόλη και τα στενά της Αθήνας, γεγονός που το λατρεύω μιας και ήμουν κάτοικός της για χρόνια! Φιλική παρατήρηση που προκύπτει, αναφορικά με την τοπογραφία κι έχοντας γνώση και εικόνα των περιοχών που αναφέρονται στο βιβλίο (Πατήσια, Κυψέλη, Ομόνοια. Πλατεία Βικτωρίας, Γλυφάδα), είναι πως θα ήθελα να δω περισσότερες λεπτομέρειες και περιγραφές κι όχι μια βασική, επιδερμική, ίσως, σχεδόν αναφορά, με αποτέλεσμα να μπει στις περιοχές αυτές και κόσμος που δεν τις έχει δει ποτέ να τις γνωρίσει στις σωστές κι ακριβείς τους διαστάσεις.
Η “Αποπλάνηση”, λοιπόν, αγγίζει πολλές κοινωνικές διαστάσεις, πέραν των γνωστών σχημάτων του έρωτα και της αγάπης, όπως αυτές της παράνομης μετανάστευσης, του ξεριζωμού, της περιθωριοποίησης, των ναρκωτικών, της πολυπολιτισμικότητας, του ρατσισμού, των κλικών του υποκόσμου, της ανάγκης του ανθρώπου να επιβιώσει και να το πράξει μ’ όποιο μέσο – κόστος, της επιθυμίας του ανθρώπου να βγει στην επιφάνεια και να ζήσει ό, τι τού αξίζει ή έχει στερηθεί κι άλλα. Διαστάσεις που εγώ ως Κοινωνιολόγος απολαμβάνω να συναντώ και να μελετώ στα βιβλία. Διότι το να ζεις στην Αθήνα είναι από μόνο του δύσκολο. Το να ζεις, όμως, παράνομα το κάνει κτηνώδες, θηριώδες και τρομακτικό.
Στους πρωταγωνιστές συναντάμε τον Τζόσουσα γύρω απ’ τον οποίο περιστρέφεται το έργο. Αναγκάστηκε να έρθει στην Ελλάδα, αφού έζησε μια τραγωδία στην οποία έχασε όλη του την οικογένεια. Προσπαθεί να ζήσει στην Αθήνα, μοιράζεται τα ίδια ελάχιστα τετραγωνικά μ’ άλλους ομοεθνείς του, καπνίζει αφορολόγητα τσιγάρα, προσφέρει το κορμί του, για να μαζέψει χρήματα και να φύγει απ’ την χώρα με σκοπό να ζήσει κάπου όπου δεν θα είναι μισητός και δεν θα τον κοιτούν με καχυποψία. Προσπαθεί, ωστόσο, να σταθεί στα πόδια του με το ήθος του για σημαία. Μα, ξαφνικά, ερωτεύεται. Κι, ακόμη, πιο ξαφνικά όλα παίρνουν μια άλλη τροπή. Αυτό, όμως, που θέλει όσο το δυνατόν περισσότερο είναι να ζήσει πραγματικά ελεύθερος χωρίς να τον περιορίζει το όποιο χρώμα του δέρματος του ή η πραγματική του καταγωγή. Θέλει να ζήσει πέρα απ’ τα όρια και, κυρίως, να ζήσει ως άνθρωπος.
Λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα συναντάμε την Ελένη, την γυναίκα που δεν βρίσκει ευτυχία στον γάμος της, της οποίας ο σύζυγος την ποτίζει αδιαφορία. Η Ελένη που θέλει να κάνει παιδί και να ζήσει ευτυχισμένη δίπλα σ’ αυτόν που αγαπά. Μα αυτός δεν τής αξίζει. Ανασφάλεια, φόβο, δειλία είναι δεύτερο πετσί της. Αυτά την ενώνουν με τον Γιώργο. Ζητά ψίχουλα και είναι ικανοποιημένη. Η Ελένη δέχεται την απόρριψη αλλά, όταν κάτι μέσα της αρχίζει ν’ αλλάζει, όταν, πλέον, νιώθει ξανά γυναίκα, όταν, πλέον, έχει το δικαίωμα της επιλογής και της ευτυχίας, εκείνη κάνει πίσω, γιατί είναι μπολιασμένη με στερεότυπα που δε την αφήνουν να ευχαριστηθεί αυτό που πραγματικά λαχταρά και τής αξίζει. Και συνδυαστικά με την δύναμη της συνήθειας που κερδίζει, συνδυαστικά με την ελπίδα που πεθαίνει τελευταία, η Ελένη επιστρέφει εκεί από όπου θα έπρεπε να φύγει. Επιστρέφει προσπαθώντας με κάθε τρόπο να κερδίσει και να γευτεί το θαύμα της μητρότητας που τόσες γυναίκες λαχταρούν. Η σχέση της Ελένης και του Γιώργου είναι μια σχέση εξαρτητική (όχι σαν αυτή που είχε η Ερατώ με τον σύζυγό της στους “ψιθύρους” αλλά με τρόπο, εξίσου, ύπουλο) καθώς ο Γιώργος, μόνο όταν νιώθει την απειλή της αλλαγής, προσπαθεί να κάνει στροφή 180 μοιρών και ν’ αλλάξει τα δεδομένα, όπως δεδομένη θεωρεί και την Ελένη. Γιατί, όταν βλέπει πως η σύζυγός του μπορεί να ευτυχίσει δίχως εκείνον, ο Γιώργος κάνει τα μαγικά του κρατώντας την πίσω. Μα οι 180 μοίρες γίνονται εύκολα και πάλι 360. Και πόσο βάναυσο να ζεις μέσα στην δυστυχία και να μην μπορείς έστω να το παραδεχτείς;
Κι απ’ την άλλη είναι και η Στεφανία που μπορεί να μην έχει ζήσει την ξενιτιά και την μετανάστευση αλλά έχει ζήσει την παρανομία. Η Στεφανία που μέσω εκείνης εισβάλλουμε στον κόσμο της εξαθλίωσης στον οποίο σε εισάγουν οι εξαρτησιογόνες ουσίες. Η Στεφανία που έχει βιώσει την δική της απόρριψη και σηκώνει τον δικό της σταυρό στην προσπάθειά της να σταθεί στα πόδια της κα ν’ αποκτήσει όσα όσα τής άρπαξαν βίαια. Η Στεφανία που προσπαθεί να βρει την δική της ταυτότητα και την στοργή επιδιώκοντας να αποφύγει τα δίχτυα του έρωτα χωρίς, ωστόσο, το αποτέλεσμα να είναι βέβαιο. Η Στεφανία βιώνει μια οικογενειακή ξενιτιά, ψάχνει την μητρική αγκαλιά, την πατρική φιγούρα και την αποκατάσταση της αλήθειας και της δίκαιης νομής μέσα από ίντριγκες και καλοστημένες απάτες. Η Στεφανία είναι μετέωρη ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο. Μέρα με την μέρα χρήση. Μέρα με την μέρα επιβίωση. Ώσπου αποφασίζει να πετάξει το μαύρο πέπλο και την σκόνη από πάνω της. Αποφασίζει να θέσει στόχους, να πιάσει την ζωή της στιβαρά στα χέρια και η καθημερινότητα να μην αποτελεί στο εξής μια πιθανότητα για να ζήσει. Από εδώ και στο εξής παλεύει για την βεβαιότητα. Θα τα καταφέρει;
Και στην αντίπερα όχθη, η Μόνικα. Η γυναίκα που τα έχει όλα. Η γυναίκα με τον ακόρεστο πλουτισμό, τις άπειρες ανέσεις, τον σνομπισμό και την υπεροψία που περιγράφει το νέο μοντέλο ανθρώπου που πλασάρεται στην σημερινή εποχή, το μοντέλο που προωθείται, κυρίως, στα σόσιαλ μίντια. Η Μόνικα που τούς διώχνει όλους μακριά, η γυναίκα της οποίας η ζωή θα διασταυρωθεί με του Τζόσουσα. Η γυναίκα που θα του προκαλέσει συναισθήματα συμπόνιας και μίσους. Η γυναίκα, την οποία συνειδητά ο πρωταγωνιστής επιλέγει να εκμεταλλευτεί και να εξαπατήσει προσδοκώντας ν’ αποκτήσει όχι λίγη απ’ την χλιδή της αλλά το δικαίωμά του να ζήσει χωρίς να κοιτάζει φοβισμένος πίσω του, όταν περπατάει σε στενά που μυρίζουν απόγνωση και κάτουρο.
Η Μαρία Ματσούκα κλιμακωτά χτίζει μια καλά ενορχηστρωμένη ιστορία όπου μπλέκονται οι πολιτισμοί, τα ψέματα, τα συμφέροντα, οι επιθυμίες, η εκδίκηση, η δικαιοσύνη, ο έρωτας, η εξαθλίωση, το μυστήριο και, φυσικά, οι ανατροπές!